τοῦ Ἀνέστη Καλλίνικου, θεολόγου
Ἡ ἀντιπαράθεση τῆς πίστης πρὸς τὴν ἐπιστήμη θεωρῶ πὼς εἶναι ἄστοχη. Στὴν πίστη μόνο τὴν ἀπιστία μποροῦμε νὰ ἀντιπαραθέσουμε. Ἑπομένως, εἶναι αὐτονόητο πὼς πρέπει λάβουμε ὑπόψη μᾶς τὸ ὑποκείμενο τῆς πίστης ἢ τῆς ἀπιστίας, δηλαδὴ τον ἄνθρωπο. Ἄρα, κατὰ τὴ γνώμη μου πρέπει νὰ θέσουμε τὸ ζήτημα στὴ βάση τῆς ἀντιπαράθεσης τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς ἄθεους. Ὅλοι γνωρίζουμε προσωπικότητες ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης ποὺ δημοσίως ἔχουν δηλώσει πιστοὶ χριστιανοὶ καὶ κανένας, νομίζω, χριστιανὸς δὲν θὰ ἀρνηθεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν ἀξία τῆς ἐπιστήμης συνολικά. Στὴν ἀρχαιότητα δὲν παρατηρήθηκε διένεξη μεταξὺ χριστιανῶν καὶ ἄθεων, ἀλλὰ ἐθνικῶν, ὀπαδῶν κάθε μορφῆς πολυθεΐας ἢ καὶ γνωστικῶν οἱ ὁποῖοι κινοῦνταν σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἡ κατοπινὴ διαμάχη τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ σήμερα ἴσως μᾶς ξενίζει γιὰ πολλὲς ξεπερασμένες ἀντιλήψεις, τόσο ἀπὸ τὴν πλευρά της τότε ΡΚαθολικής ἐκκλησίας, ὅσο κι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν φυσικῶν καὶ ἀργότερα τῶν δαρβινιστῶν, ὅπως γιὰ παράδειγμα τῆς θέσης τῆς γὴς στὸ σύμπαν καὶ κατὰ συνέπεια τῆς σπουδαιότητας ἢ ἀσημαντότητας τοῦ ἀνθρώπου σὲ αὐτὸ ἢ καὶ τῆς ἐμφάνισης τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους στὴ γῆ καὶ τῆς τύχης τοῦ μετὰ τὸ θάνατο.
Ἡ σχέση τῆς πίστης καὶ τῆς γνώσης, τῆς θεολογίας καὶ τῆς ἐπιστήμης ἐμφανίζεται στὴν ἐποχή μας ὡς ἀμφίθυμη, ἰδίως ἂν λάβουμε ὑπόψη μᾶς τὶς ποικίλες προσπάθειες ἔνθεν κακείθεν γιὰ σύγκλιση τῶν ἄλλοτε ἀποκλινουσῶν ἀντιλήψεων ἀπὸ θιασῶτες τῆς πολυδιαφημιζόμενης μετανεωτερικότητας. Στὸ ἄλλο ἄκρο, τόσο στοὺς κόλπους τοῦ φονταμενταλιστικοῦ προτεσταντισμοῦ στὶς ΗΠΑ, ὅσο καὶ σὲ χώρους παρωχημένου θρησκευτικοῦ ζήλου, ἀλλὰ καὶ κυρίως τυφλοῦ ἐπιστημονισμοὺ ἐπικρατεῖ σφοδρὴ πολεμική. Ἡ πίστη πότε ἐκλαμβάνεται ὡς κατάλοιπο μυθολογικὸ καὶ πότε γίνεται ἀποδεκτὴ μόνο ὡς ἐκδήλωση καθαρὰ ψυχολογική, δηλαδὴ ὡς ἁπλὴ συναισθηματικὴ ἀνάγκη. Στὴν ἄλλη ὄχθη, ἡ ἐπιστῆμες ἀντιμετωπίζονται μὲ καχυποψία καὶ τὰ πορίσματά τους εἴτε ἀγνοοῦνται ἐπιδεικτικά, εἴτε ὑποβάλλονται σὲ μία ἰδιότυπη βάσανο τύπου προκρούστειας κλίνης. Τὴν θέση αὐτῆς τῆς κλίνης ἔχει βέβαια ἡ κατὰ γράμμα ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς.
Μία ἰδιόμορφη ἐκδοχὴ σύγκλισης ἀποτελεῖ ὁ λεγόμενος Δημιουργισμὸς ποὺ τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἐπιχειρεῖ νὰ συμβιβάσει τὶς βασικὲς χριστιανικὲς θέσεις μὲ ἕνα κακέκτυπο ἐπιστημονικότητας, ὅπως τὸν κατηγοροῦν οἱ ἀντίπαλοί του. Στὸ περιθώριο αὐτῆς τῆς τελευταίας ἀπόχρωσης κινεῖται καὶ μία καινοφανὴς κατασκευή, ἡ ὁποία παραπαίει ἀνάμεσα στὸν δημιουργισμὸ καὶ τὴν δαρβινικὴ ἐξέλιξη κι ὡς ἐκ τούτου αὐτοχρίεται ὡς ἐξελικτικὴ δημιουργία. Δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα μετανεωτερικὸ σύμπτωμα ποὺ παραπαίει ἀνάμεσα στὴν ὀρθὴ κατανόηση τόσο τῆς ἐπιστήμης, ὅσο καὶ τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης κι ὡς ἐκ τούτου δὲν ἀποτελεῖ τίποτε ἄλλο παρὰ μία πλάνη κυριολεκτικά. Ἡ ἐπιμονὴ τῶν ἐμπνευστῶν της στοὺς περίφημους προαδαμιαίους ἀνθρώπους ὅμως, κι ἡ προκλητική τους δραστηριότητα στὸν χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ διαδικτύου ἔχουν χαρακτηριστικὰ αἱρετικῆς νοοτροπίας.
Ἡ θέση τοῦ ὀμλοῦντος γιὰ τὸ ζήτημα τῆς σχέσης τῆς πίστης πρὸς τὴν ἐπιστήμη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα παρὰ μὲ τὰ λόγια του π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ:
«Τὸ πρόβλημα τῆς σύγκρουσης πίστης καὶ ἐπιστήμης πέρα ἀπὸ τὴ σύγχυση τῶν γνώσεων, ἔχει ὡς αἰτία καὶ τὴν ἰδεολογικοποίηση τῶν δυὸ ὄψεων τῆς γνώσης. Χριστιανικὰ προέκυψε, ἔτσι, μιὰ νοσηρὴ ἀπολογητικὴ (Ἕλληνας καθηγητὴς τῆς Ἀπολογητικῆς προέτεινε πρὶν ἀπὸ χρόνια «μαθηματικὴ ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ»!). Κάποτε λησμονεῖται ὁ ἀξιωματικὸς λόγος, ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐγκλωβισμένη στὰ ὅρια τῆς φθορᾶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴ λογική της φθορᾶς. Ἡ ἔπαρση τῶν ἐπιστημόνων (ὁ κ. Κ. Ζουράρις ἔχει πεῖ πολὺ ὀρθά, ὅτι «ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ παιδισμὸς τῶν ἐνήλικων») ὁδηγεῖ στὸ «θετικισμὸ» καὶ τὸν «οἰκονομισμό», ἀπολυτοποιημένα μεγέθη.[…] Ἡ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων τῶν δυὸ γνώσεων (κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου) καὶ ἡ χρήση τοῦ κατάλληλου γιὰ τὴν καθεμία ἀπὸ αὐτὲς ὀργάνου εἶναι στοιχεῖο τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἱεραρχεῖ τὴν «κάτω» ἢ «ἔξω» σοφία στὴν «ἄνω» ἢ «θεία» γνώση. Ἀντίθετα, ἡ σύγχυσή τους διαιωνίζει τὶς ἑκατέρωθεν παρερμηνεῖες καὶ συντηρεῖ τὴ σύγκρουσή τους».
Νομίζω πώς, κανεὶς συμφωνεῖ μὲ τὶς τελευταῖες προτάσεις τοῦ π. Γεωργίου, θὰ συμφωνήσει πὼς ἀκόμη μεγαλύτερη σύγχυση προκαλεῖ ἕνα ἰδιόμορφο φαντασιακὸ κατασκεύασμα ποὺ ἄλλοτε προσλαμβάνει κατὰ γράμμα καὶ κατὰ κυριολεξία τὰ βιβλικὰ κείμενα, ἄλλοτε τὰ ἀλληγορεῖ, ἄλλοτε διορθώνει τὶς μεταφράσεις τῶν Ὁ’, ἄλλοτε τὶς ἀγνοεῖ καὶ καταφεύγει στὸ Μασοριτικὸ κείμενο καὶ τελικὰ ὅλα τὰ θέτει ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς δαρβινικῆς θεωρίας. Ἀκόμη καὶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν πληροῦν τὶς προδιαγραφὲς τῆς «ἐξελικτικῆς δημιουργίας» καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποκαθηλώνονται ἀπὸ ἑρμηνευτὲς τῆς Γένεσης, ἐφόσον δὲν κατέχουν τὴν ἐν λόγω θεωρία. Παραδόξως ὅμως, πολλὰ πατερικὰ χωρία ἐμφανίζονται ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐπικύρωση σὲ ἐπὶ μέρους ἐπιχειρήματα, ὅπου ἡ ἀερολογία ἀπαιτεῖ θεολογικὰ φτιασίδια γιὰ νὰ ράψει πάνω στὸ ἁγιογραφικὸ σῶμα ἕνα ἐξελικτικὸ πανωφόρι.
Ἡ καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπὸ τὸν βιβλικὸ Ἀδὰμ εἶναι δεδομένη καὶ δὲν διανοήθηκε ποτὲ κανεὶς ἐνσυνείδητος χριστιανὸς νὰ τὴν ἀμφισβητήσει κατὰ τοὺς δεκαπέντε μετὰ Χριστὸν αἰῶνες. Πρόβλημα δημιουργήθηκε στὴν Δύση ὅταν ὁ ὀρθολογισμὸς ἔβαλε στὸ στόχαστρο καὶ τὴν Γένεση καὶ προσπάθησε νὰ ἀπομυθοποιήσει –δῆθεν- τὴ διήγηση καὶ τὰ ἀποτελέσματα αὐτὰ τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ κατὰ τοὺς δύο τελευταίους αἰῶνες πορίσματα τῆς «ἀρνητικῆς κριτικῆς», γέννημα-θρέμμα τοῦ διαμαρτυρόμενου χριστιανισμοῦ.
Θὰ κλείσω τὸ παρὸν μὲ κάποιες παρατηρήσεις τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας:
«οὐδὲ ἀγένητος ὁ κόσμος ἐστὶν καὶ αὐτοματισμὸς τῶν πάντων, καθὼς Πυθαγόρας καὶ οἱ λοιποὶ πεφλυαρήκασιν, ἀλλὰ μὲν οὒν γενητὸς καὶ προνοία διοικεῖται ὑπὸ τοῦ ποιήσαντος τὰ πάντα θεοῦ· καὶ ὁ πᾶς χρόνος καὶ τὰ ἔτη δείκνυται τοῖς βουλομένοις πείθεσθαι τὴ ἀληθεία». Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακὴ φράση ἀπὸ ὅλο τὸ ἀπόσπασμα εἶναι «αὐτοματισμὸς τῶν πάντων» ποὺ θυμίζει ἐκπληκτικὰ ἀνάλογες ἐκφράσεις στὶς σύγχρονες ἐπιστημονικὲς θεωρίες. Καὶ πάλι, ἂν κάποιος προσποιηθεῖ πὼς αὐτὰ ἀνήκουν στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης καὶ πὼς ἕνας ἐκκλησιαστικὸς πατέρας δὲν εἶναι ἁρμόδιος νὰ τὰ σχολιάσει, θὰ πρέπει νὰ προσέξει τὴν θεολογικὴ προοπτική του Θεοφίλου, τὴν ἀντίθεσή του στὴν αὐτόματη γένεση ἢ τὴν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου καὶ τὴν θέση πὼς ὁ κόσμος διοικεῖται ἀπὸ τὴν θεϊκὴ πρόνοια.