Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Εὐαγγέλιο: Ἰωάν. θ΄1-38
Μέγας εἶναι ὁ Θεός μας, μεγάλα τὰ ἔργα Του! Δὲν ὑπάρχει ἀρχὴ καὶ τέλος στὰ θαυμάσιά Του (πρβλ. Ψάλμ. ὀστ΄13,14)! Δὲν ὑπάρχουν μάτια ποὺ νὰ ’χουν δεῖ ὂλ’ αὐτὰ τὰ θαυμάσια, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τα διηγηθεῖ, μὰ οὔτε καὶ νοῦς νὰ τὰ συλλάβει.
Τὰ μάτια εἶδαν κι ὅταν ᾖρθε ὁ θάνατος ἔκλεισαν. Ἡ γλῶσσα διηγήθηκε καὶ μουγγάθηκε. Ὁ νοῦς συνέλαβε κι ἔπειτα ὅλα τὰ κάλυψε ἡ λήθη. Ποιὸς μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ θαυμάσια καὶ ν’ ἀγνοεῖ τὸ θαυματουργό; Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ θαυματουργὸ καὶ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ζεῖ;
Ὅλη ἡ φωτιὰ ᾖρθε στὴ γῆ κι ἐξακολουθεῖ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἥλιο. Γιατί δὲν κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος στὴ γῆ, ἀντὶ νὰ παρουσιάζεται λίγο στὴ γῆ, λίγο στὸ νερό, λίγο στὸν ἀέρα, λίγο στὰ δάση καὶ λίγο στὰ ζῷα; Γιατί σὲ κάθε μερικὴ παρουσίασή του ὁ ἥλιος κρύβεται πίσω ἀπὸ ἕνα σκοῦρο καὶ κρύο παραπέτασμα; Γιατί δὲν κατέβηκε ὁλόκληρος στὴ γῆ γιὰ νὰ φτιάξει τὰ πράγματα ποὺ γίνονται μὲ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ φῶς του, φορώντας σάρκα καὶ περιορισμένος μέσα στὴ σάρκα; Ἐπειδὴ ἂν πλησίαζε κοντὰ πολὺ κοντά, ἡ γῆ θὰ ἕλιωνε, θὰ ἐξαφανιζόταν σὰν ἀτμός, θὰ χανόταν.
Ποιὸς θνητὸς θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν ἥλιο καὶ νὰ ζήσει; Καὶ ὁ ἥλιος δὲν εἶναι παρὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁ ἥλιος εἶναι σὰν σκοτάδι. Ποιὸς ἑπομένως θὰ μποροῦσε νὰ κοιτάξει τὸ Θεὸ τῶν θαυμασίων καὶ νὰ ζήσει;
Καὶ σοὺ εἶναι εὔκολο νὰ κατανοήσεις ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔπρεπε νὰ κρύψει τὴν ἀστραφτερὴ λάμψη τῆς θεότητάς Του κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρωπίνης σάρκας; Ποιὸς ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε ν’ ἀντέξει καὶ νὰ ἐπιζήσει μπροστὰ στὴν παρουσία Του;
Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἂν δὲν εἶχε περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς Του, ποιὸς ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ; Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ἂν κάτι θὰ ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, αὐτὸ ἦταν σίγουρα νὰ περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς Του, παρὰ νὰ τὴ φανερώσει.
Ἀκριβῶς λοιπὸν ἐπειδὴ περιόρισε μὲ πολλὴ σοφία τὴ δόξα τῆς θεϊκῆς Του δύναμης, ἡ ζωή Του στὴ γῆ ἦταν ἡ τέλεια ἁρμονία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀδελφοί μου! Σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι λιγότερο θαυμαστὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὡς Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶναι θαυμαστός, εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Δὲν εἶναι ὅμως κάποιο θαῦμα ποὺ ἔγινε ἀπὸ μαγεία, μαντεῖα ἢ κάποιο ἐπιδέξιο τέχνασμα. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τῆς δύναμις καὶ τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ Κύριος δὲν ἔκανε θαύματα γιὰ νὰ τὸν ἐγκωμιάσουν οἱ ἄνθρωποι. Μήπως πηγαίνει κάποιος ἀπό μας σὲ νοσοκομεῖο καὶ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα σὲ τρελούς, κουφούς, ἄλαλους καὶ λεπροὺς γιὰ νὰ λάβει τὸν ἔπαινό τους; Μήπως ὁ βοσκὸς θεραπεύει τὸ πρόβατό του, γιὰ ν’ ἀκούσει τὸ ἐγκωμιαστικὸ βέλασμά του; Τὰ θαύματα Του ὁ Κύριος τὰ ἔκανε μόνο γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀπελπισμένους καὶ νὰ δείξει ἔτσι πὼς ὁ Θεὸς φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ μεγάλη Του ἀγάπη.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Θεός. Μὲ αὐτὸ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν, ἀλλ’ ἀποκαλύπτεται γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾶ κι ἡ θεότητά Του.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, «παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς» (Ἰωάν. θ΄1). Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀναφέρεται πὼς οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν πάρει πέτρες γιὰ νὰ ρίξουν στὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν στὸ ναό, ἐπειδὴ μιλοῦσε τὴν ἀλήθεια. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ κακοῦργοι Ἰουδαῖοι σκέφτονταν μόνο πὼς θὰ κάνουν κακὸ στὸν Κύριο, Ἐκεῖνος σκεφτόταν μόνο πὼς θὰ εὐεργετήσει τοὺς ἀνθρώπους.
Ἕνας ἄνθρωπος καθόταν ἐκεῖ ζητώντας ἐλεημοσύνη. Κανένας ἀπὸ τοὺς κακεντρεχεῖς διῶκτες τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἐπαίσχυντους ἄρχοντες καὶ πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, δὲν ἦταν πρόθυμος ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν φτωχὸ αὐτὸν ἄνθρωπο. Ἀκόμα κι ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ἔριχνε λίγα νομίσματα στὰ χέρια του, τὸ ἔκανε περισσότερο γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ ἄνθρωποι, παρὰ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Μωυσῆ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιότερα γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους: «Γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἲς οὐκ ἔστι πίστις» (Δευτ. λβ΄20). Ὁ στοργικὸς Κύριος στάθηκε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο αὐτόν, ἕτοιμος νὰ τὸν βοηθήσει πραγματικά.
«Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες∙ ραββί, τὶς ἤμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἶνα τυφλὸς γεννηθεῖ;» (Ἰωάν. θ΄2). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε θεραπεύσει τὸν παραλυτικὸ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα καὶ τοῦ εἶχε πεῖ: «Μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. ε΄14). Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια του Χριστοῦ πὼς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν τόσα πολλὰ χρόνια ἀνάπηρος, ἔφταιγε ὁ ἴδιος μὲ τὶς ἁμαρτίες του γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Ἡ περίπτωση τοῦ γεννημένου τυφλοῦ ὅμως ἦταν ἀσαφὴς καὶ γι’ αὐτὸ οἱ μαθητὲς ρώτησαν τὸ Χριστό: Τὶς ἤμαρτεν;