ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΘΟΛΑ ΝΕΡΑ

Ἡ χρήση ἀπό τήν «Νέα Ἐποχή» ὅρων μέ ἄλλο νόημα

τοῦ Μοναχοῦ π. Ἀρσενιου Βλιαγκόφτη
Δρ. Θεολογίας ‒ Πτ. Φιλοσοφίας.

(α' μέρος).

Ὁ Τζώρτζ Ὄρ­γου­ελ στό πα­σί­γνω­στο βι­βλί­ο του 1984 ‒στό κα­λύ­τε­ρο ἴ­σως βι­βλί­ο πού ἔ­χει γρα­φεῖ γιά τόν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμό‒ λέ­γει ὅ­τι «Ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἐ­λέγ­χει τή γλῶσ­σα ἑ­νός ἀν­θρώ­που, ἐ­λέγ­χει καί τίς σκέ­ψεις του». Ἡ πο­λύ ση­μαν­τι­κή δι­α­πί­στω­ση αὐ­τή ἔ­δω­σε ἀ­φορ­μή νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος κλά­δος τῆς προ­πα­γάν­δας καί τῶν τε­χνι­κῶν δι­α­νο­η­τι­κῆς χει­ρα­γώ­γη­σης.

Τό χτα­πό­δι, τό πλέγ­μα δη­λα­δή τῶν ὀρ­γα­νώ­σε­ων πού συμ­πλέ­κον­ται σ' αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με «Νέ­α Ἐ­πο­χή», γνω­ρί­ζουν καί ἐ­πω­φε­λοῦν­ται ἀ­πό τίς δι­α­πι­στώ­σεις αὐ­τές τῆς προ­πα­γάν­δας.

Ἔ­τσι ἡ γλῶσ­σα χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται πολ­λές φο­ρές, ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν προ­πα­γάν­δα, ὄ­χι γιά νά φα­νε­ρώ­σει ἀλ­λά γιά νά κρύ­ψει καί νά συ­σκο­τί­σει. Εἶ­ναι γνω­στό τό ρη­τό ὅ­τι ἡ μι­σή ἀ­λή­θεια εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό τό ψέ­μα. Πάν­τως ἡ τε­χνι­κή τῆς μι­σῆς ἀ­λή­θε­ας πολ­λές φο­ρές πε­τυ­χαί­νει αὐ­τό πού δέν θά πε­τύ­χαι­νε τό ξε­κά­θα­ρο ψέ­μα. Τό ἴ­διο πε­τυ­χαί­νει καί ἡ χρή­ση μιᾶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κο­φα­νοῦς ὁ­ρο­λο­γί­ας, τήν ὁ­ποί­α τό εὐ­ρύ κοι­νό δέν ἔ­χει τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις νά ἀν­τι­λη­φθεῖ. Ὁ­πό­τε τά λε­γό­με­να χρει­ά­ζον­ται ἀ­νά­λυ­ση καί ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση. Ὅ­ταν δέν γί­νε­ται αὐ­τό ‒καί συ­νή­θως δέν γί­νε­ται‒ ὁ κα­θέ­νας ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται αὐ­τά πού δι­α­βά­ζει ἤ ἀ­κού­ει μέ τόν δι­κό του τρό­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος πο­λύ συ­χνά εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τος μέ τό πραγ­μα­τι­κό νό­η­μα τῶν λέ­ξε­ων καί φρά­σε­ων.

Γιά νά γί­νω πιό σα­φής θά θυ­μί­σω λέ­ξεις καί φρά­σεις πού ἀ­κοῦ­με ἀ­πό τά ΜΜΕ. Ἀ­πό τίς «πα­ρά­πλευ­ρες ἀ­πώ­λει­ες», γιά τίς ὁ­ποῖ­ες μι­λοῦ­σαν οἱ Να­το­ϊ­κοί ὅ­ταν βομ­βάρ­δι­ζαν τή Σερ­βί­α τό 1999, ἐν­νο­ών­τας τούς θα­νά­τους ἀ­μά­χων ἀ­πό τούς βομ­βαρ­δι­σμούς πού ἔ­κα­ναν, μέ­χρι τό «πι­στω­τι­κό γε­γο­νός», γιά τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­κού­γα­με στίς εἰ­δή­σεις μέ­χρι πρίν ἀ­πό δυ­ό-τρεῖς μῆ­νες. Μέ τόν ὅ­ρο αὐ­τόν ἐν­νο­οῦ­σαν τή χρε­ω­κο­πί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­νο­μί­ας. Τώ­ρα πλέ­ον δέν χρει­ά­ζε­ται νά τό κρύ­βουν.

Οἱ Ὁ­μά­δες τοῦ μω­σα­ϊ­κοῦ τῆς «Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς» χρη­σι­μο­ποι­οῦν πο­λύ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά ὅ­ρους, οἱ ὁ­ποῖ­οι στήν τρέ­χου­σα χρή­ση τους ἀ­πό τόν μέ­σο ἄν­θρω­πο ἔ­χουν συγ­κε­κριμ­μέ­νη σημασία, δί­νον­τάς τους ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κό νό­η­μα. Ἔ­τσι «ψα­ρεύ­ουν στό θο­λά νε­ρά» ‒γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τήν ἔκ­φρα­ση τοῦ τί­τλου τοῦ θέ­μα­τος‒ δη­λα­δή ἐ­πω­φε­λοῦν­ται ἀ­πό τή σύγ­χυ­ση πού δη­μι­ουρ­γοῦν στό μυα­λό τῶν ἀν­θρώ­πων στούς ὁ­ποί­ους ἀ­πευ­θύ­νον­ται.

Ἡ σύγ­χυ­ση ἔγ­κει­ται στό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ ἀ­πο­δέ­κτης τοῦ μη­νύ­μα­τος θε­ω­ρεῖ ἐ­σφαλ­μέ­να ὅ­τι δύ­ο πράγ­μα­τα ἀ­νό­μοι­α εἶ­ναι δῆ­θεν ἴ­δια. Αὐ­τό ἐν­τάσ­σε­ται στό γε­νι­κό­τε­ρο πλαί­σιο τοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λεῖ βα­σι­κό κε­φά­λαι­ο πί­στε­ως τῆς «Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς». Γιά νά δώ­σου­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα, ἡ Ν. Ἐ., στό πλαί­σιο τοῦ συγ­κρη­τι­στι­κοῦ πι­στεύ­ω της, λέ­γει ὅ­τι δέ­χε­ται πώς ὅ­λες οἱ θρη­σκεῖ­ες εἶ­ναι δρό­μοι πού ὁ­δη­γοῦν στόν ἴ­διο σκο­πό. Ὅ­ποι­α πί­στη, ὅ­ποι­ο δόγ­μα καί ἄν δέ­χε­σαι, μπο­ρεῖς νά φθά­σεις στήν κα­τα­ξί­ω­ση τοῦ προ­σώ­που σου καί στή σω­τη­ρί­α.

Καί γιά νά φέ­ρω συγ­κε­κριμ­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα χρή­σε­ως ὅ­ρων μέ ἄλ­λο νό­η­μα:

1. Ὁ ὅ­ρος «Νέ­α Ἐ­πο­χή».

Πρῶ­τα-πρῶ­τα ὁ ἴ­διος ὁ ὅ­ρος, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἡ κί­νη­ση αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, εἶ­ναι ψευ­δε­πί­γρα­φος. Ἡ λε­γο­μέ­νη «Νέ­α Ἐ­πο­χή» δέν εἶ­ναι κα­θό­λου νέ­α καί τοῦ­το ἐ­πει­δή τό βα­σι­κό μή­νυ­μά της εἶ­ναι ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ ἀρ­χαί­ου ἐ­ω­σφο­ρι­κοῦ ψέμ­μα­τος καί δε­λε­ά­σμα­τος τῆς αὐ­το-θε­ώ­σε­ως, δη­λα­δή τῆς θε­ώ­σε­ως χω­ρίς Θε­ό.

2. Ἡ «στρο­φή πρός τά μέ­σα».

Ἡ «στρο­φή πρός τά μέ­σα», πρός τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό ἄν­θρω­πο γιά νά ἀν­τλη­θεῖ ἀ­πό ἐ­κεῖ ἡ ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κά νο­η­μέ­νη «γνώ­ση» εἶ­ναι βα­σι­κό θέ­μα στό ὁ­ποῖ­ο ὅ­λες οἱ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κες ὁ­μά­δες ἐ­πα­νέρ­χον­ται. Τό θέ­μα αὐ­τό -τήν «στρο­φή πρός τά μέ­σα»- ἐκ­με­τα­λ­λεύ­ε­ται ἡ Ν. Ἐ., καλ­λι­ερ­γών­τας σύγ­χυ­ση, δι­ό­τι καί ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ μυ­στι­κοί καί ἀ­σκη­τι­κοί Πα­τέ­ρες, μι­λοῦμε γιά «στρο­φή πρός τά μέ­σα», γιά καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τή ἡ ἀ­να­φο­ρά ἔ­χει ὅ­μως τε­λεί­ως ἄλ­λες προ­ϋ­πο­θέ­σεις καί ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή στό­χευ­ση. Δη­λα­δή ἔ­χει ρι­ζι­κά δι­α­φο­ρε­τι­κό νό­η­μα.

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἔ­χει ἕ­να θαυ­μά­σιο χω­ρί­ο τό ὁ­ποῖ­ο μᾶς λέ­γει τί εἶ­ναι αὐ­τή ἡ στρο­φή πρός τά μέ­σα. Λέγει ὁ Ἅγιος:

«Νοῦς μέν γάρ μή σκε­δαν­νύ­με­νος ἐ­πί τά ἔ­ξω, μη­δέ ὑ­πό τῶν αἰ­σθη­τη­ρί­ων ἐ­πί τόν κό­σμον δι­α­χε­ό­με­νος, ἐ­πά­νει­σι μέν πρός ἑ­αυ­τόν· δι' ἑ­αυ­τοῦ δέ πρός τήν πε­ρί Θε­οῦ ἔν­νοι­αν ἀ­να­βαί­νει· κἀ­κεί­νῳ τῷ κάλ­λει πε­ρι­λαμ­πό­με­νός τε καί ἐλ­λαμ­πό­με­νος καί αὐ­τῆς τῆς φύ­σε­ως λή­θην λαμ­βά­νει, μή­τε πρός τρο­φῆς φρον­τί­δα, μή­τε πρός πε­ρι­βο­λαί­ων μέ­ρι­μναν τήν ψυ­χήν κα­θελ­κό­με­νος, ἀλ­λά, σχο­λήν ἀ­πό τῶν γη­ΐ­νων φρον­τί­δων ἄ­γων, τήν πᾶ­σαν ἑ­αυ­τοῦ σπου­δήν ἐ­πί τήν κτῆ­σιν τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀ­γα­θῶν με­τα­τί­θη­σι...» (Μ. Βα­σι­λεί­ου, Ἐ­πι­στ. 2, (P. G. 32, 228 Α καί Ε.Π.Ε. τ. 1ος σελ. 64).

Καί σέ ἐ­λεύ­θε­ρη δι­κή μας ἀ­πό­δο­ση στή νέ­α ἑλ­λη­νι­κή: Νοῦς ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν δι­α­σκορ­πί­ζε­ται πρός τά ἔ­ξω οὔ­τε δι­α­χέ­ε­ται διά τῶν αἰ­σθή­σε­ων πρός τά πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου, ἐ­πα­νέρ­χε­ται στόν ἑ­αυ­τό του. Πραγ­μα­το­ποι­ών­τας αὐ­τή τήν κί­νη­ση ἐ­πα­νό­δου στόν ἑ­αυ­τό του, ἀ­νέρ­χε­ται συγ­χρό­νως καί πλη­σιά­ζει τόν Θε­ό. Ὁ­πό­τε κα­θώς ἐ­κεῖ­νο τό θε­ϊ­κό κάλ­λος φω­τί­ζει τόν νοῦ (ἐλ­λαμ­πό­με­νος) ἀλ­λά καί ὅ­λη του τήν ὕ­παρ­ξη καί τό σῶ­μα του ἀ­κό­μη (πε­ρι­λαμ­πό­με­νος), λη­σμο­νεῖ ἀ­κό­μη καί τήν ἴ­δια του τή φύ­ση ὁ ἄν­θρω­πος καί δέν με­ρι­μνᾶ οὔ­τε γιά τρο­φή οὔ­τε γιά ροῦ­χα, ἀλ­λά σχο­λά­ζων ἀ­πό κά­θε γή­ι­νη φρον­τί­δα, με­τα­θέ­τει ὅ­λη τή μέ­ρι­μνά του στό πῶς θά ἑ­νω­θεῖ μέ τόν Θε­ό καί πῶς θά ἀ­πο­κτή­σει τά αἰ­ώ­νια ἀ­γα­θά.

Σχο­λι­ά­ζον­τας τό κεί­με­νο αὐ­τό θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με καί τά ἑ­ξῆς: Ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος πι­στός πού καλ­λι­ερ­γεῖ τήν προ­σευ­χή καί θέ­λει νά γνω­ρί­σει τόν Θε­ό δέν κι­νεῖ­ται ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του «πρός τά μέ­σα» γιά νά ἀ­να­κα­λύ­ψει δῆ­θεν ἐ­κεῖ τόν Ἑ­αυ­τό μέ Ε κε­φα­λαῖ­ο, (αὐ­τό εἶ­ναι ὁ δι­α­λο­γι­σμός), ὅ­πως ἐ­πι­δι­ώ­κουν οἱ νε­ο­ε­πο­χί­τες. Ἀν­τί­θε­τα, ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος κι­νού­με­νος διά τῆς προ­σευ­χῆς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­γα­πη­τι­κή προ­σω­πι­κή κί­νη­ση καί σχέ­ση ἀ­πό τό ἐ­γώ τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου πρός τό Ἐ­σύ τοῦ Θε­οῦ, ἀ­γα­πών­τας γνω­ρί­ζει τόν Κύ­ριο καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό θε­ϊ­κό φῶς φω­τι­ζό­με­νος γνω­ρί­ζει καί τόν ἑ­αυ­τό του. Καί πῶς τόν γνω­ρί­ζει; Δέν φαν­τά­ζε­ται ‒δι­ό­τι αὐ­τό βα­σι­κά εἶ­ναι ὁ δι­α­λο­γι­σμός, μί­α κί­νη­ση τῆς φαν­τα­σί­ας‒ δέν φαν­τά­ζε­ται λοι­πόν ὅ­τι ἀ­να­κα­λύ­πτει ἐν­τός του τόν ἐ­ξα­στρά­πον­τα δῆ­θεν θε­ϊ­κό Ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λά γνω­ρί­ζον­τας τόν Θε­ό ‒μᾶλ­λον δέ, κα­τά τόν οὐ­ρα­νο­βά­μο­να Παῦ­λο, γνω­ρι­ζό­με­νος ὑ­π' αὐ­τοῦ‒ βλέ­πει τήν ἐν­τός του ἀ­μαυ­ρω­θεῖ­σα εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ καί ἀν­τί νά ἐ­παί­ρε­ται αὐ­το­θαυ­μα­ζό­με­νος να­ρκισ­σι­στι­κά, με­τα­νο­εῖ τε­λω­νι­κά γιά νά ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἐν­τός του διά τῆς θεί­ας χά­ρι­τος ‒καί ὄ­χι μέ τίς δι­κές του μό­νον δυ­νά­μεις, ὅ­πως πι­στεύ­ει ἡ Ν. Ἐ.‒ τό ἀρ­χαῖ­ον κάλ­λος τό ἀ­πω­λε­σθέν.

3. Ἤ­δη μέ αὐ­τά πού εἴ­πα­με ἐ­θί­ξα­με τό θέ­μα τῆς ἠ­θε­λη­μέ­νης συγ­χύ­σε­ως πού καλ­λι­ερ­γοῦν οἱ νε­ο­ε­πο­χί­τες δά­σκα­λοι με­τα­ξύ ὀρ­θο­δό­ξου προ­σευ­χῆς καί νε­ο­ε­πο­χί­τι­κου (μέ προ­έ­λευ­ση ἀ­να­το­λι­κο­θρη­σκευ­τι­κή) δι­α­λο­γι­σμοῦ. Ἡ σύγ­χυ­ση εἶ­ναι ἠ­θε­λη­μέ­νη ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῶν δα­σκά­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι πλα­νώ­με­νοι πλα­νοῦν στή συ­νέ­χεια καί τούς τα­λαί­πω­ρους μα­θη­τές-θύ­μα­τά τους, τῶν ὁ­ποί­ων ἡ εὐ­θύ­νη φυ­σι­κά εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρη.

Ἡ προ­σευ­χή λοι­πόν ὄ­χι μό­νο δέν ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν δι­α­λο­γι­σμό ἀλ­λ' εἶ­ναι τό ἀν­τί­θε­τό του. Ὁ δι­α­λο­γι­σμός εἶ­ναι μί­α κί­νη­ση ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό πρός τόν ἑ­αυ­τό γιά νά βρεῖ ὁ δι­α­λο­γι­ζό­με­νος τόν δῆ­θεν θε­ϊ­κό Ἑ­αυ­τό του, δη­λα­δή τήν θε­ϊ­κή φύ­ση του, τήν ὁ­ποί­α μέ­χρι τό­τε ἀ­γνο­οῦ­σε. Εἶ­ναι δη­λα­δή ὁ δι­α­λο­γι­σμός ἕ­να ἐ­γω­κεν­τρι­κό βρα­χυ­κύ­κλω­μα. Ἐ­νῶ ἡ ὀρ­θό­δο­ξη προ­σευ­χή εἶ­ναι μί­α κί­νη­ση ἀ­γά­πης πρός τό Ἐ­σύ τοῦ Θε­οῦ καί τό ἐ­σύ τῶν ἁ­γί­ων, τῶν ὁ­ποί­ων τίς πρε­σβεῖ­ες ζη­τοῦ­με. Θυ­μη­θεῖ­τε, τό χω­ρί­ο τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου, πού παραθέ­σα­με («δι' ἑ­αυ­τοῦ δέ πρός τήν πε­ρί Θε­οῦ ἔν­νοι­αν ἀ­να­βαί­νει...»).

4. Ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη θέ­ση νά ποῦ­με καί γιά μιά ἄλ­λη νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη σύγ­χυ­ση πού καλ­λι­ερ­γεῖ­ται. Χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό γρα­φι­κό «Ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ὑ­μῶν ἐ­στί» (Λουκ. 17, 21), γιά νά ὑ­πο­στη­ρί­ξουν τήν πλά­νη τους ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­πό τήν φύ­ση του Θε­ός. Ἐ­μεῖς ὅ­μως οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δέν λέ­με αὐ­τό. Τί λέ­με; Λέ­με ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος διά τοῦ ἁ­γί­ου βα­πτί­σμα­τος ἔ­χει ἔ­νοι­κον μέ­σα στήν καρ­διά του τήν ἄ­κτι­στο θεί­α χά­ρη ἤ ἐ­νέρ­γεια· ΟΧΙ τήν θεί­α οὐ­σί­α.

Χά­σμα μέ­γα λοι­πόν με­τα­ξύ τῆς ὀρ­θο­δό­ξου καί τῆς νε­ο­ε­πο­χί­τι­κης ἀ­πό­ψε­ως. Βλέ­που­με ὅ­τι οἱ δι­α­κρί­σεις εἶ­ναι «λε­πτές» ἀλ­λά ἔ­χουν τε­ρά­στια ση­μα­σί­α. Ἀλ­λά­ζει τε­λεί­ως τό νό­η­μα.

5. Τό θέ­μα τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς δι­α­κρί­σε­ώς της ἀ­πό τόν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κο δι­α­λο­γι­σμό μᾶς φέρ­νει ὁ­μα­λά σ' ἕ­να ἄλ­λο πε­δί­ο, ὅ­που καλ­λι­ερ­γεῖ­ται σύγ­χυ­ση. Εἶ­ναι τό θέ­μα τῆς πί­στε­ως.

Οἱ ὁ­μά­δες τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τό ρεῦ­μα τῆς λε­γο­μέ­νης «θε­τι­κῆς σκέ­ψε­ως» χρη­σι­μο­ποι­οῦν τόν ὅ­ρο πί­στη μέ ἀν­τί­στρο­φη ὅ­μως νο­η­μα­το­δό­τη­ση. Γιά τήν θε­τι­κή σκέ­ψη, πί­στη εἶ­ναι ὄ­χι αὐ­τό πού ἐν­νο­οῦ­με ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί, δη­λα­δή ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν Χρι­στό, ἀλ­λά τί εἶ­ναι;

Εἶ­ναι «νο­η­τι­κή στά­ση», δη­λα­δή δι­α­λο­γι­στι­κή τε­χνι­κή. Τό βα­σι­κό δόγ­μα πί­στε­ως τῆς θε­τι­κῆς σκέ­ψης εἶ­ναι ὅ­τι ἡ σκέ­ψη ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν πρά­ξη. Αὐ­τό λοι­πόν πού χρει­ά­ζε­ται νά κά­νει κά­ποι­ος γιά νά ἐ­πι­τύ­χει ὁ,τι­δή­πο­τε, εἶ­ναι νά κα­τέ­βει στό ἐ­πί­πε­δο Α, ὅ­πως δι­δά­σκει π.χ. τό Σίλ­βα Μάϊντ Κον­τρόλ, καί νά προ­γραμ­μα­τί­σει κα­τάλ­λη­λα τή νο­η­τι­κή του στά­ση, δί­νον­τας ὑ­πό­στα­ση στήν ἐ­πι­θυ­μί­α του μέ­σῳ μιᾶς σκε­πτο­μορ­φῆς, ὅ­πως λέ­γει καί ὁ ἐ­σω­τε­ρι­σμός-ἀ­πο­κρυ­φι­σμός. Θέ­λε­τε ἀ­πό κλη­τή­ρας σέ μιά τρά­πε­ζα νά γί­νε­τε δι­ευ­θυν­τής; Ἀρ­χί­στε νά δι­α­λο­γί­ζε­στε ἔν­το­να ὅ­τι ἤ­δη εἶ­στε δι­ευ­θυν­τής καί θά γί­νει.

Ποι­ές, τώ­ρα, εἶ­ναι οἱ συ­νέ­πει­ες π.χ. γιά τίς θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν ἀ­πό τόν Κύ­ριο καί τούς Ἀ­πο­στό­λους, πού δι­α­βά­ζου­με στό Εὐ­αγ­γέ­λιο; Ἡ θε­ρα­πεί­α, τό θαῦ­μα, δέν ὀ­φεί­λε­ται στόν Χρι­στό, ὀ­φεί­λε­ται στόν ἐ­σω­τε­ρι­κό Χρι­στό ‒κα­τά τήν πί­στη τῆς Ν. Ἐ.‒ δη­λα­δή στήν ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση τοῦ ἀ­νε­ξάν­τλη­του δυ­να­μι­κοῦ, τῆς «δύ­να­μης» πού ἔ­χου­με μέ­σα μας. Ὅ­λη ἡ ὑ­πό­θε­ση εἶ­ναι πῶς θά ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σου­με καί πῶς θά «ξυ­πνή­σου­με» (ἀ­γα­πη­μέ­νη ἔκ­φρα­ση τῆς Ν. Ἐ.) καί πῶς θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με αὐ­τή τή δύ­να­μη ἤ ἐ­νέρ­γεια. Νά θυ­μί­σω ὅ­τι ἡ ἐ­νέρ­γεια, (πρά­να στά ἰν­δι­κά, τσί στά κι­νέ­ζι­κα, παγ­κό­σμια ἐ­νέρ­γεια ἤ συμ­παν­τι­κή ἐ­νέρ­γεια) εἶ­ναι ἡ ση­μαν­τι­κό­τε­ρη λέ­ξη-κλει­δί τῆς κο­σμο­θε­ω­ρί­ας τῆς Ν. Ἐ.

Ἔ­τσι, α) Ὁ δι­α­λο­γι­σμός καί ἡ αὐ­το­ε­ξέ­λι­ξη ἤ αὐ­το­πραγ­μά­τω­ση (δηλ. αὐ­το­θέ­ω­ση) δέν εἶ­ναι πα­ρά ξύ­πνη­μα καί χει­ρι­σμός αὐ­τῆς τῆς ἐ­νέρ­γειας (ξύ­πνη­μα τῆς κουν­τα­λί­νι καί «ἄ­νοιγ­μα τῶν τσά­κρας» κα­τά τήν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη ὁ­ρο­λο­γί­α).

β) Οἱ λε­γό­με­νες ἐ­ναλ­λα­κτι­κές θε­ρα­πεῖ­ες δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πό τε­χνι­κές ξεμ­πλο­κα­ρί­σμα­τος αὐ­τῆς τῆς ἐ­νέρ­γειας μιά καί ἡ ἀρ­ρώ­στια ὀ­φεί­λε­ται ‒λέ­νε‒ σέ μπλο­κά­ρι­σμα αὐ­τῆς τῆς ἐ­νέρ­γειας.

γ) Οἱ λε­γό­με­νες πο­λε­μι­κές τέ­χνες τῆς Ἀ­να­το­λῆς δέν εἶ­ναι πα­ρά χει­ρι­σμός αὐ­τῆς τῆς ἐ­νέρ­γειας γιά ἐκ­γύ­μνα­ση, ἄ­μυ­να καί ἐ­πί­θε­ση.

Μιά καί ἀναφέρα­με ἀρ­κε­τά γιά τήν θε­τι­κή λε­γο­μέ­νη σκέ­ψη (νά θυ­μί­σω ἐ­δῶ τό βι­βλί­ο τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ π. Ἀν­τω­νί­ου Ἀ­λε­βι­ζο­πού­λου «Αὐ­το­γνω­σί­α, αὐ­το­πραγ­μά­τω­ση, σω­τη­ρί­α», πού εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο βι­βλί­ο γιά τό θέ­μα μας ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη σκο­πιά), νά ποῦ­με καί γιά τή σύγ­χυ­ση ὅ­τι:

6. «θε­τι­κή σκέ­ψη» καί κα­λός λο­γι­σμός ταυ­τί­ζον­ται. Μέ βά­ση ὅ­σα εἴ­πα­με πα­ρα­πά­νω, νο­μί­ζω ὅ­τι δέν χρει­ά­ζε­ται νά ἐ­πι­μεί­νου­με ἰ­δι­αί­τε­ρα. Εἶ­ναι σα­φές ὅ­τι θε­τι­κή σκέ­ψη εἶ­ναι στό βά­θος μα­γεί­α. Δι­ό­τι, τί ἄλ­λο ἀ­πό μα­γεί­α εἶ­ναι τό νά πι­στεύ­ει ὁ ὀ­πα­δός τῆς θε­τι­κῆς σκέ­ψης ὅ­τι μπο­ρεῖ π.χ. νά δι­α­λύ­σει τήν ὀ­μί­χλη γιά νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ μα­ται­ω­θεῖ­σα ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κή πτή­ση ἤ νά στα­μα­τή­σει ἕ­να τρέ­νο πού ἔρ­χε­ται κα­τ' ἐ­πά­νω του ἐ­πι­στρα­τεύ­ον­τας τή «δύ­να­μη», πού ἔ­χει μέ­σα του; Ἐ­νῷ ὁ κα­λός λο­γι­σμός, ὅ­πως ἔ­λε­γε καί ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρων Πα­ΐ­σιος, εἶ­ναι ἄλ­λο πράγ­μα. Εἶ­ναι νά μπεῖς στή θέ­ση τοῦ ἄλ­λου καί νά δεῖς τά πράγ­μα­τα καί τίς κα­τα­στά­σεις ὑ­πό τό πρί­σμα τίς ἀ­γά­πης καί τῆς τα­πεί­νω­σης, προ­σπα­θών­τας νά βρεῖς δι­και­ο­λο­γί­α γιά ἐλ­λεί­ψεις καί σφάλ­μα­τα τῶν ἄλ­λων. Ἄς θυ­μηθοῦμε τή δι­ή­γη­ση ἀ­πό τό «Γε­ρον­τι­κόν», ὅ­που μπαί­νει ἕ­νας ἀ­δελ­φός στό κελ­λί ἑ­νός ἄλ­λου. Τό κελ­λί εἶ­ναι πο­λύ νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νο. Ὁ εἰ­σελ­θών ἀ­δελ­φός κά­νει τόν κα­λό λο­γι­σμό: Ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ψυ­χή τοῦ ἀ­δελ­φοῦ εἶ­ναι καί τό κελ­λί του. Ὁ ἴ­διος ἀ­δελ­φός μπαί­νει σ' ἕ­να ἄλ­λο κελ­λί πο­λύ ἀ­κα­τά­στα­το. Πά­λι ὅ­μως κά­νει κα­λό λο­γι­σμό. Λέ­γει: Ὁ ἀ­δελ­φός ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τά πνευ­μα­τι­κά καί δέν ἔ­χει χρό­νο νά τα­κτο­ποι­ή­σει τό κελ­λί του!

7. Ἕ­να θέ­μα γιά ξε­χω­ρι­στή ἀ­νά­πτυ­ξη εἶ­ναι ἡ σύγ­χυ­ση γύ­ρω ἀ­πό τό ζή­τη­μα τῆς ἀ­σκή­σε­ως καί τοῦ­το για­τί καί πολ­λές νε­ο­ε­πο­χί­τι­κες ὁ­μά­δες, ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τές μέ ἰν­δου­ϊ­στι­κή ἤ βουδ­δι­στι­κή ἀ­φε­τη­ρί­α δί­νουν με­γά­λη ση­μα­σί­α στήν «ἄ­σκη­ση», στή μό­νω­ση κ.ἄ. Π.χ. ξυ­πνοῦν στίς 4 τά ξη­με­ρώ­μα­τα, χορ­το­φα­γοῦν κ.λπ. Πῶς ὅ­μως ἐν­νο­οῦν τήν ἄ­σκη­ση; Ὅ­λη ἡ δι­α­φο­ρά προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­φε­τη­ρί­α, τίς δι­α­φο­ρε­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις καί τόν δι­α­φο­ρε­τι­κό σκο­πό πού ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ ἡ ἄ­σκη­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εἶ­ναι αὐ­τό πού δι­α­βά­ζου­με στό «Γε­ρον­τι­κόν», στά ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ ἁ­γί­ου Μα­κα­ρί­ου του Αἰ­γυ­πτί­ου: «Πα­ρερ­χό­με­νός πο­τε ἀ­πό τοῦ ἕ­λους εἰς τό κελ­λί­ον ἑ­αυ­τοῦ ὁ Ἀβ­βᾶς Μα­κά­ριος, ἐ­βά­στα­ζε θαλ­λί­α καί ἰ­δού ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ὁ δι­ά­βο­λος κα­τά τήν ὁ­δόν, με­τά δρε­πά­νου· καί ὡς ἠ­θέ­λη­σεν αὐ­τόν κροῦ­σαι, οὐκ ἴ­σχυ­σε· καί λέ­γει αὐ­τῷ· πολ­λή βί­α ἀ­πό σοῦ Μα­κά­ρι­ε, ὅ­τι οὐ δύ­να­μαι πρός σέ· ἰ­δού γάρ εἴ τι ποι­εῖς, κἀ­γώ ποι­ῶ· σύ νη­στεύ­εις· ἐ­γώ οὐ­δέ ὅ­λως τρώ­γω· ἀ­γρυ­πνεῖς· κἀ­γώ ὅ­λως οὐ κοι­μῶ­μαι· ἕν ἐ­στι μό­νον ἐν ᾧ νι­κᾷς με· λέ­γει αὐ­τῷ ὁ Ἀβ­βᾶς Μα­κά­ριος· ποῖ­ον τοῦ­το; ὁ δέ ἔ­φη· ἡ τα­πεί­νω­σίς σου· καί διά τοῦ­το οὐ δύ­να­μαι πρός σέ. (Γε­ρον­τι­κόν, ἐκδ. «Ἀ­στέ­ρος» 1961, σ. 66).

8. Συ­να­φής εἶ­ναι καί ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κή νο­η­μα­το­δό­τη­ση τῆς «νέ­κρω­σης τοῦ ἐ­γώ» καί τοῦ πο­λέ­μου κα­τά τοῦ ἐ­γω­ϊ­σμοῦ. Τό τί ση­μαί­νει αὐ­τό στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι λί­γο-πο­λύ γνω­στό. Εἶ­ναι ὅ­μως ἄ­γνω­στο στόν ἀ­νύ­πο­πτο ἀ­κρο­α­τή πῶς ἐν­νο­εῖ αὐ­τό τό θέ­μα ἕ­νας βουδ­δι­στής λά­μα (τά ἀν­τί­στοι­χο τοῦ γκου­ρού στόν ἰν­δου­ϊ­σμό), ὁ ὁ­ποῖ­ος μι­λά­ει γιά «σβή­σι­μο τοῦ ἐ­γώ». Τό βουδ­δι­στι­κό λοι­πόν «σβή­σι­μο τοῦ ἐ­γώ» ση­μαί­νει νά ἀ­πο­βά­λει ὁ μα­θη­τής τήν ψευ­δαί­σθη­ση ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­να ξε­χω­ρι­στό ἐ­γώ, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει δη­λα­δή ἡ δυ­α­δι­κό­τη­τα.

9. Ἀ­να­φέ­ρα­με πρό ὀ­λί­γου τόν ὅ­ρο πνευ­μα­τι­κό­τη­τα. Τόν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με ἐ­μεῖς, συ­νο­δευ­ό­με­νο συ­νή­θως ἀ­πό τό ἐ­πί­θε­το ὀρ­θό­δο­ξη (ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα). Εἶ­ναι ὅ­μως ἀ­γα­πη­μέ­νος ὅ­ρος καί ἀ­πό τούς δα­σκά­λους καί ὀ­πα­δούς τῆς Ν. Ἐ.

Πῶς νο­οῦν τόν ὅ­ρο αὐ­τόν; Ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα (ἤ «νέ­α πνευ­μα­τι­κό­τη­τα») δι­α­φη­μί­ζε­ται σέ ἀν­τί­θε­ση πρός τήν «πα­λαι­ά πνευ­μα­τι­κό­τη­τα», δηλ. τόν Χρι­στι­α­νι­σμό. Ἡ «νέ­α πνευ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τη­γο­ρεῖ τήν πα­λαι­ά ὡς «χω­ρι­στι­κή», δι­ό­τι «τά δόγ­μα­τα χω­ρί­ζουν».

10. Ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ὅ­τι καί ἡ Ν. Ἐ., ὁ­μι­λεῖ γιά Χρι­στό μέ ἄλ­λη ὅ­μως ἔν­νοι­α. Ὁ Χρι­στός τῆς Ν. Ἐ., εἶ­ναι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος μεσ­σί­ας-ἀ­βα­τάρ, πού θά ἐγ­και­νιά­σει τήν Νέ­α Ὑ­δρο­χο­ϊ­κή Ἐ­πο­χή. Ὁ Χρι­στός τῆς Ἐκ­κλη­σίας δέν ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἀλ­λά σχε­τι­κο­ποι­εῖ­ται καί σμι­κρύ­νε­ται. Ὁ Χρι­στός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἦ­ταν -λέ­νε- ὁ δά­σκα­λος τῆς προ­η­γού­με­νης ἐ­πο­χῆς, τῆς ἐ­πο­χῆς τῶν Ἰ­χθύ­ων, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως πέ­ρα­σε. Θυ­μη­θεῖ­τε τούς Beattles πού τρα­γου­δοῦ­σαν στή δε­κα­ε­τί­α τοῦ ᾽60 ὅ­τι «Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός θά ζα­ρώ­σει, θά χα­θεῖ. Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε πιό δι­ά­ση­μοι ἀ­πό τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό»(!) Δέν εἶ­ναι Θε­ός καί Σω­τή­ρας ὁ Χρι­στός ἀλ­λά ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γά­λους μύ­στες, δί­πλα στόν Πυ­θα­γό­ρα καί τόν ἱ­στο­ρι­κό Βούδ­δα Σα­κυ­α­μού­νι. Κυ­ρί­ως ὅ­μως ‒λέ­γει ἡ Ν. Ἐ.,‒ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό μᾶς. Χρι­στός εἶ­ναι μί­α κα­τά­στα­ση μέ­σα στόν ἄν­θρω­πο, ἡ «χρι­στι­κή κα­τά­στα­ση».

Ὁ­πό­τε καί αὐ­τοί πα­ρου­σι­ά­ζον­ται πα­ρα­πλα­νη­τι­κά, ὅ­που καί ὅ­πο­τε τούς συμ­φέ­ρει, ὡς Χρι­στια­νοί. Βλ. χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στόν κα­τά­λο­γο τῶν Ὁ­μά­δων τῶν ἀ­συμ­βι­βά­στων μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη τό ὑ­π' ἀρ. 218 μέ τί­τλο «Κοι­νό­τη­τα Χρι­στια­νῶν», τί­τλο μέ τόν ὁ­ποί­ο πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ Ἀν­θρω­πο­σο­φί­α τοῦ Rudolf Steiner! Μά­λι­στα ὑ­πάρ­χουν ὁ­μά­δες, ὅ­πως ἡ «Ἁρ­μο­νι­κή Ζω­ή» τοῦ Ρόμ­περτ-Ἠ­λί­α Να­τζέ­μυ, ὅ­που κά­νουν γκάλ­λοπ με­τα­ξύ τῶν ὀ­πα­δῶν γιά νά δεί­ξουν πό­σο κα­λύ­τε­ροι χρι­στια­νοί ἔ­γι­ναν ἀ­πό τό­τε πού ἐν­τά­χθη­καν στήν Ὁ­μά­δα αὐ­τή. Ἐ­δῶ βέ­βαι­α ἔ­χου­με ἕ­ναν πα­ρα­λο­γι­σμό. Για­τί πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται χρι­στια­νός κά­ποι­ος πού πι­στεύ­ει στό κάρ­μα καί τή με­τεν­σάρ­κω­ση καί δέ­χε­ται ἕ­ναν νέ­ο μεσ­σί­α, αὐ­τόν τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, πού εἶ­ναι ‒μᾶλ­λον ἦ­ταν, για­τί πέ­θα­νε πέ­ρυ­σι‒ ὁ Ἰν­δός γκου­ρού Σά­τυ­α Σάϊ Μπάμ­πα; Ὁ πα­ρα­λο­γι­σμός ὅ­μως αὐ­τός ἔ­χει τήν πα­ρά­λο­γη λο­γι­κή του. Οἱ ὀ­πα­δοί τοῦ νε­ο­ε­πο­χί­τη γκου­ρού πι­στεύ­ουν ὅ­τι ἔ­γι­ναν κα­λύ­τε­ροι χρι­στια­νοί ἀ­π' ὅ,τι πρίν καί ἀ­π' ὅ,τι εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, δι­ό­τι δί­νουν ἄλ­λο νό­η­μα στόν Χρι­στό καί στόν Χρι­στι­α­νι­σμό. Πι­στεύ­ουν ὅ­τι αὐ­τοί ὡς ἄν­θρω­ποι τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς τοῦ Ὑ­δρο­χό­ου κα­τα­νο­οῦν βα­θύ­τε­ρα καί κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό ἐ­μᾶς καί τόν δι­κό μας Χρι­στό, τόν Χρι­στό ‒κα­τ' αὐ­τούς‒ τῆς ἐ­πο­χῆς τῶν Ἰ­χθύ­ων.

11. Ὅ­σο γιά τήν ἔν­νοι­α πού δί­νει ὁ ἐ­σω­τε­ρι­σμός-ἀ­πο­κρυ­φι­σμός στή λέ­ξη Ἀν­τί­χρι­στος ἀ­κοῦ­στε αὐ­τά πού δι­α­βά­ζου­με στό Λε­ξι­κό τοῦ Ἐ­σω­τε­ρι­σμοῦ (εὑ­ρί­σκε­ται στό δι­α­δί­κτυ­ο)[1]:

«Τό ἔρ­γο ἐ­κεί­νου πού στή Δύ­ση ὀ­νο­μά­ζε­ται “Χρι­στι­κή Ἀρ­χή” εἶ­ναι νά δο­μεῖ μορ­φές γιά τήν ἔκ­φρα­ση τῆς ποι­ό­τη­τας καί τῆς ζω­ῆς. Εἶ­ναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ἔρ­γο τῆς δεύ­τε­ρης ὄ­ψης τῆς θει­ό­τη­τας. Τό ἔρ­γο τοῦ Ἀν­τί­χρι­στου εἶ­ναι νά κα­τα­στρέ­φει μορ­φές κι αὐ­τό εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κά τό ἔρ­γο τῆς πρώ­της ἔκ­φρα­σης τῆς θει­ό­τη­τας. Ἀλ­λά τό ἔρ­γο τοῦ κα­τα­στρο­φέ­α δέν[2] εἶ­ναι τό ἔρ­γο τῆς μαύ­ρης μα­γεί­ας κι ὅ­ταν ἡ ἀ­μα­θής ἀν­θρω­πό­τη­τα θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ὁ Ἀν­τί­χρι­στος ἐρ­γά­ζε­ται μέ τή μαύ­ρη πλευ­ρά, τό λά­θος της εἶ­ναι με­γά­λο. Τό ἔρ­γο του εἶ­ναι τό­σο εὐ­ερ­γε­τι­κό ὅ­σο κι ἐ­κεῖ­νο τῆς δο­μη­τι­κῆς ὄ­ψης καί εἶ­ναι ἁ­πλά ἡ ἔ­χθρα τοῦ ἀν­θρώ­που γιά τό θά­να­το τῶν μορ­φῶν πού τόν κά­νει νά θε­ω­ρεῖ τό ἔρ­γο τοῦ κα­τα­στρο­φέ­α σάν “μαῦ­ρο”, σάν ἀν­τί­θε­το τῆς θεί­ας θέ­λη­σης καί σάν ἀ­να­τρε­πτι­κό του θεί­ου προ­γράμ­μα­τος». Τε­λι­κά Ἀν­τί­χρι­στος μέ τήν ἀρ­νη­τι­κή ἔν­νοι­α εἶ­ναι γιά τήν Ν. Ἐ. ὅ­ποι­ος πα­ρεμ­πο­δί­ζει τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς Ν. Ἐ. Δη­λα­δή Ἀν­τί­χρι­στος εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί!

Μιά καί μι­λοῦ­με γιά σύγ­χυ­ση, δέν θά πρέ­πει νά ξε­χνοῦ­με ὅ­τι κά­ποι­οι ὀ­πα­δοί τῆς Ν. Ἐ. δι­α­βά­ζουν καί τή Φι­λο­κα­λί­α! Δέν τήν κα­τα­νο­οῦν ὅ­μως χρι­στι­α­νι­κά ἀλ­λά τή δι­α­στρε­βλώ­νουν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κα.Ἀ­κό­μη καί γιά τήν ἐ­πί τοῦ Ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας ἔ­γρα­ψε βι­βλί­ο ἕ­νας ἰν­δός γκου­ρού.

12. Ἔ­τσι λοι­πόν ἡ σύγ­χυ­ση κα­λά κρα­τεῖ. Θά πρέ­πει ἐ­πί­σης νά γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι τό κα­λόκαί τό κα­κόεἶ­ναι, κα­τά τήν Ν. Ἐ., οἱ δύ­ο ὄ­ψεις τοῦ ἰ­δί­ου νο­μί­σμα­τος. Τό ἕ­να δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει, χω­ρίς τό ἄλ­λο. Ὁ ἀν­τι­θε­τι­κός δι­πο­λι­σμός με­τα­ξύ κα­λοῦ καί κα­κοῦ ἀ­νή­κει στήν «πα­λιά σκέ­ψη» καί θά πρέ­πει νά ἐ­ξο­βε­λι­σθεῖ.

Σύμ­φω­να μέ τήν δι­α­βό­η­τη Σαηεν­το­λο­γί­α κα­λό εἶ­ναι ὅ,τι ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τήν ὀρ­γά­νω­ση καί κα­κό ὅ,τι τήν βλά­πτει. Συ­να­κό­λου­θος εἶ­ναι ὁ ὁ­ρι­σμός τοῦ ἠ­θι­κοῦ καί τοῦ ἀ­νή­θι­κου.

13. Ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον ἐ­πί­σης νά δοῦ­με τί νό­η­μα δί­νουν στή λέ­ξη ἀ­γά­πη. Ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ὁ­ποί­α τό­σο πο­λύ συγ­κι­νεῖ στίς ἡ­μέ­ρες μας ἀλ­λά καί σέ κά­θε ἐ­πο­χή, δέν εἶ­ναι αὐ­τό πού ξέ­ρου­με. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εἶ­ναι ἡ νο­η­μα­το­δό­τη­ση τοῦ ὅ­ρου ἀ­πό τόν Θι­βε­τια­νό Βουδ­δι­σμό.

Κα­τ' ἀρ­χήν πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι ὁ Βουδ­δι­σμός χρη­σι­μο­ποι­εῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν ὅ­ρο ἔ­λε­ος πα­ρά τόν ὅ­ρο ἀ­γά­πη. Ὅ­πως ἀ­πο­φαί­νε­ται ὁ πρώ­ην «μέ­γας δι­δά­σκα­λος» τῆς μα­σο­νι­κῆς στο­ᾶς Εὐ­στά­θιος Λι­α­κό­που­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­δῶ καί εἴ­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια ἔ­γι­νε βουδ­δι­στής Λά­μα μέ τό ὄ­νο­μα Kunzang Tinley Dorje Tsal, «...ἡ εὐ­σπλα­χνί­α [ἔ­λε­ος] σάν κύ­ριο στοι­χεῖ­ο τοῦ Βουδ­δι­σμοῦ εἶ­ναι ὑ­πέρ­τε­ρο καί πρα­κτι­κό­τε­ρο ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη»[3].

Τό ἔ­λε­ος λοι­πόν, κα­τά τόν βουδ­δι­σμό (ὅ­πως καί αὐ­τό πού λέ­με χρι­στι­α­νι­κά ἀ­γά­πη) , δέν εἶ­ναι μιά ἠ­θι­κή πρά­ξη ἀλ­λά μέ­ρος μιᾶς τε­χνι­κῆς. Τῆς τε­χνι­κῆς τῆς αὐ­το­ε­ξέ­λι­ξης, πού ἀ­κο­λου­θεῖ ὅ­ποι­ος βα­δί­ζει τό «Μο­νο­πά­τι» τοῦ Βουδ­δι­σμοῦ. Ὁ­πό­τε, σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση, ἡ ἄ­σκη­ση τοῦ ἐ­λέ­ους, ὅ­πως καί τῆς ἀ­γά­πης, ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν ἄ­σκη­ση τοῦ δι­α­λο­γι­σμοῦ.

Τό ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἠ­θι­κή πρά­ξη τό ἔ­λε­ος καί ἡ ἀ­γά­πη ἀλ­λά μέ­ρος τῆς τε­χνι­κῆς τοῦ δι­α­λο­γι­σμοῦ, φαί­νε­ται καί ἀ­πό τόν ὁ­ρι­σμό τους. Ἔ­λε­ος λοι­πόν εἶ­ναι «ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πό τήν ψευ­δαί­σθη­ση ἑ­νός ξε­χω­ρι­στοῦ ἐ­γώ», ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πό τήν ψευ­δαί­σθη­ση τῆς δυ­α­δι­κό­τη­τος, τῆς ἑ­τε­ρό­τη­τος!

Ἡ πε­ρί­πτω­ση πού ἀ­να­φέ­ρα­με εἶ­ναι, νο­μί­ζου­με, τυ­πι­κή γιά νά πά­ρου­με μιά ἰ­δέ­α τοῦ πῶς μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά ἐγ­κλω­βι­σθεῖ ἐ­ξά­γον­τας ἐ­σφαλ­μέ­να συμ­πε­ρά­σμα­τα ἀ­πό τή χρή­ση μιᾶς λέ­ξης, πού στόν ἴ­διο εἶ­ναι οἰ­κεί­α, ἀλ­λά σ' ἕ­να ἄλ­λο θρη­σκευ­τι­κό ἤ πο­λι­τι­σμι­κό πε­ρι­βάλ­λον χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται μέ τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κό νό­η­μα. Καί συγ­κε­κριμ­μέ­να: Στά βουδ­δι­στι­κά κεί­με­να πού με­τα­φρά­ζον­ται στά ἑλ­λη­νι­κά, ἀ­πο­δί­δουν μέ τόν ἑλ­λη­νι­κό ὅ­ρο ἀ­γά­πη τόν σαν­σκρι­τι­κό ὅ­ρο Maitri (θι­βε­τια­νό Djampa), τόν ὁ­ποῖ­ο ὅ­ρο στά ἀγ­γλι­κά ἀ­πο­δί­δουν μέ τό Kindness (=κα­λω­σύ­νη, εὐ­γέ­νεια). Ὁ­πό­τε, ὅ­ποι­ος ἀ­γνο­εῖ ὅ­σα προ­σπα­θή­σα­με νά ἀ­να­λύ­σου­με ἀ­νω­τέ­ρω, δι­α­βά­ζον­τας καί ἀ­κού­γον­τας γιά ἀ­γά­πη, νο­μί­ζει ὅ­τι ὁ ὅ­ρος αὐ­τός στόν Βουδ­δι­σμό ἔ­χει τό νό­η­μα πού ἔ­χει καί σέ μᾶς. Αὐ­τό ὅ­μως δέν ἰ­σχύ­ει. Ἀ­πό­δει­ξη εἶ­ναι τό πῶς ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ­ται στόν Ἰν­δου­ϊ­σμό-Βουδ­δι­σμό μιά πρά­ξη ἀ­γά­πης καί φι­λαλ­λη­λί­ας. Ἐ­άν γί­νε­ται, λέ­νε, μέ προ­σκόλ­λη­ση (δηλ., θά λέ­γα­με ἁ­πλᾶ, μέ συ­ναι­σθη­μα­τι­κή συμ­με­το­χή), τό­τε ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ­ται ἀρ­νη­τι­κά, δι­ό­τι αὐ­τός πού δρᾶ μέ προ­σκόλ­λη­ση ‒εἴ­τε κά­νει κά­τι «κα­λό» (π.χ. μιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νη) εἴ­τε κά­νει κά­τι «κα­κό» (π.χ. μιά λη­στεί­α)‒ δέν βο­η­θεῖ­ται νά βγεῖ ἀ­πό τόν κύ­κλο τῶν ἀ­τέ­λει­ω­των ἐ­πα­να­γεν­νή­σε­ων (samsara), δι­ό­τι συσ­σω­ρεύ­ει ἀρ­νη­τι­κό κάρ­μα!

14. Ἡ σύγ­χυ­ση πολ­λές φο­ρές δέν εἶ­ναι συγ­γνω­στό, ἄς τό ποῦ­με ἔ­τσι, ἁ­μάρ­τη­μα ἤ ἀ­δί­κη­μα ‒γιά νά ἐκ­φρα­σθοῦ­με νο­μι­κά. Πολ­λές φο­ρές εἶ­ναι σκό­πι­μη· ἐκ προ­θέ­σε­ως. Τό­τε μι­λοῦ­με ὄ­χι γιά σύγ­χυ­ση ἀλ­λά γιά σκό­πι­μη πα­ρα­πλά­νη­ση, δη­λα­δή ἐν τέ­λει γιά μιά κα­θα­ρή ἀ­νεν­τι­μό­τη­τα.

Πῶς ἀλ­λι­ῶς νά χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νείς τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό νε­ο­ε­πο­χι­τῶν δα­σκά­λων ὅ­τι καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πί­στευ­ε στή με­τεν­σάρ­κω­σημέ­χρι τήν Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο; Καί δέν μπαί­νουν στόν κό­πο νά ἀν­τι­κρού­σουν τήν ἑ­ξῆς κραυ­γα­λέ­α ἀν­τί­φα­ση, ὅ­τι δη­λα­δή ἡ πί­στη στή με­τεν­σάρ­κω­ση ἀ­νατρέπει τό θε­μέ­λιο τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού εἶ­ναι ἡ πί­στη στήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ πρῶ­τα καί τή δι­κή μας κα­τό­πιν.

Πῶς νά χα­ρα­κτη­ρί­σει κά­ποι­ος, ἄν ὄ­χι ὡς βα­ριᾶς μορ­φῆς ἀ­νεν­τι­μό­τη­τα, τήν χρή­ση ἀ­πό ὀρ­γα­νώ­σεις τῆς Ν. Ἐ., ὀ­νο­μά­των ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας στόν τί­τλο τοῦ Συλ­λό­γου τους; Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εἶ­ναι δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα: α) Ἡ «Ἕ­νω­ση Ἐ­ρευ­νη­τῶν Με­τα­φυ­σι­κῶν Φαι­νο­μέ­νων μέ Μέν­τιουμ “Ὁ Ἅ­γιος Νε­κτά­ριος”» καί β) Ὁ «Σύλ­λο­γος Προ­σκυ­νη­τῶν Ἀ­κτί­στου Φω­τός “Ἅ­γιος Πα­τά­πιος”», πί­σω ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο εὑ­ρί­σκε­ται ἡ ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κή ὀρ­γά­νω­ση «Ὀ­μα­κό­ει­ον», ἰ­δι­αί­τε­ρα δρα­στή­ρια σέ δι­ορ­γά­νω­ση μα­θη­μά­των καί ἐκ­δη­λώ­σε­ων καί μέ πα­ραρ­τή­μα­τα σέ ἀρ­κε­τές πό­λεις τῆς Ἑλ­λά­δος. Οἱ δύ­ο προ­α­να­φερ­θεῖ­σες ψευ­δε­πί­γρα­φες ὀρ­γα­νώ­σεις κα­τα­χω­ρί­ζον­ται μέ ἀ­ριθ­μούς 98 καί 354 ἀν­τί­στοι­χα στόν προ­α­να­φερ­θέν­τα κα­τά­λο­γο τῶν Ὁ­μά­δων πού εἶ­ναι σύμ­φω­να μέ τήν Ζ΄ (1995) «Πα­νορ­θό­δο­ξη Συν­δι­ά­σκε­ψη Ἐν­τε­ταλ­μέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ἱ­ε­ρῶν Μη­τρο­πό­λε­ων διά θέ­μα­τα αἱ­ρέ­σε­ων καί πα­ρα­θρη­σκεί­ας» ἀ­συμ­βί­βα­στες μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη.

15. Θά ἀ­να­φέ­ρου­με μί­α ἀ­κό­μη κραυ­γα­λέ­α ἀ­νεν­τι­μό­τη­τα, πού εἶ­ναι ἡ χρή­ση τοῦ σταυ­ροῦἀ­πό τή Σαη­εν­το­λο­γί­α.

Οἱ ἀ­νύ­πο­πτοι ἀ­πο­δέ­κτες τῆς προ­πα­γάν­δας, τῆς ὑ­π' ἀ­ριθ­μόν ἕ­να σέ ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τα ὀρ­γά­νω­σης παγ­κο­σμί­ως, ἀ­γνο­οῦν, φυ­σι­κά, ὅ­τι ὁ σταυ­ρός τῆς Σα­ϊ­εν­το­λο­γί­ας μέ τήν ὁ­ρι­ζόν­τια καί κά­θε­τη κε­ραί­α καί μέ τίς ἀ­κτί­νες πού ἐκ­πέμ­πει ὁ σταυ­ρός (συ­νο­λι­κά, κα­θώς τέ­μνον­ται, ὀ­κτώ κομ­μά­τια) δέν ἔ­χει καμ­μί­α ἀ­πο­λύ­τως σχέ­ση μέ τόν σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ ἀλ­λά εἶ­ναι μί­α γρα­φι­κή πα­ρά­στα­ση, ἡ ὁ­ποί­α συμ­βο­λί­ζει τά «ὀ­κτώ δυ­να­μι­κά», πού πρέ­πει νά πε­ρά­σει κά­ποι­ος γιά νά φθά­σει στήν κα­τά­στα­ση τοῦ κα­θα­ροῦ (Clear), στήν κα­τά­στα­ση τοῦ «ἐ­νερ­γοῦ Θή­ταν» (Operating Tretan).

Ὁ κα­τά­λο­γος αὐ­τός ὅ­ρων, πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται μέ ἄλ­λη ἔν­νοι­α ἀ­πό τήν τρέ­χου­σα, πού κα­τα­λα­βαί­νει ὁ μέ­σος πε­παι­δευ­μέ­νος πο­λί­της τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀλ­λά καί τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν κοι­νω­νι­ῶν γε­νι­κό­τε­ρα, θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πε­κτα­θεῖ καί ἄλ­λο. Θά μπο­ρού­σα­με, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, νά δοῦ­με πῶς νο­η­μα­το­δο­τοῦν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κες ὀρ­γα­νώ­σεις (σέ­κτες) ‒ἄν καί πολ­λές φο­ρές ἡ νο­η­μα­το­δό­τη­ση δι­α­φέ­ρει ἀ­πό ὁ­μά­δα σέ ὁ­μά­δα‒ λέ­ξεις ὅ­πως ἐ­λευ­θε­ρί­α, κοι­νω­νί­α, ὑ­πα­κο­ή κ. ἄ. Ἀ­να­φέ­ρω μό­νον ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα νο­η­μα­τι­κῆς ἀν­τι­στρο­φῆς. «Ἡ πα­λαι­ά σκέ­ψη ἔ­λε­γε “ἄ­θε­ος εἶ­ναι αὐ­τός πού δέν πι­στεύ­ει στόν Θε­ό”. Ἡ νέ­α σκέ­ψη λέ­γει “ἄ­θε­ος εἶ­ναι αὐ­τός πού δέν πι­στεύ­ει στόν ἑ­αυ­τό του”» (αὐ­τός δηλ. πού δέν πι­στεύ­ει στόν θε­ϊ­κό Ἑ­αυ­τό του, δηλ. δέν πι­στεύ­ει ὅ­τι εἶ­ναι Θε­ός).

Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί λέ­ξεις τίς ὁ­ποῖ­ες ἡ Ν. Ἐ., δέν ἀν­τι­στρέ­φει. Ἁ­πλῶς τίς ἀ­πα­ξι­ώ­νει, δι­ό­τι ἀ­νή­κουν, ὅ­πως λέ­γει στήν «πα­λαι­ά σκέ­ψη». Τέ­τοι­ες εἶ­ναι π.χ. οἱ λέ­ξεις με­τά­νοι­α, ἀ­πο­στρο­φή τῆς ἁ­μαρ­τί­ας κ.ο.κ.

Στό­χος τῆς Ν. Ἐ. ‒ὅ­πως μᾶς ἐ­τό­νι­ζε ὁ μα­κα­ρι­στός π. Ἀν­τώ­νιος Ἀ­λε­βι­ζό­που­λος, γραμ­μα­τεύς τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς ἐ­πί τῶν αἱ­ρέ­σε­ων ἀ­πό τό 1976 μέ­χρι τήν κοί­μη­σή του, τό 1996, καί ὁ πιό εἰ­δι­κός στά θέ­μα­τα τῶν συγ­χρό­νων αἱ­ρέ­σε­ων στόν εὐ­ρύ­τε­ρο Ὀρ­θό­δο­ξο χῶ­ρο, μέ πλη­θώ­ρα βι­βλί­ων πού συ­νέ­γρα­ψε καί μέ τε­ρά­στιο ἔρ­γο βο­ή­θειας σέ θύ­μα­τα αἱ­ρέ­σε­ων‒ στό­χος τῆς Ν. Ἐ. δέν εἶ­ναι νά ἀ­δειά­σουν οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες ἀλ­λά νά γε­μί­σουν μέ ἀν­θρώ­πους πού θά ἔ­χουν ἀλ­λοι­ω­μέ­νο φρό­νη­μα. Στό­χος εἶ­ναι ἡ ἀλ­λοί­ω­ση τοῦ φρο­νή­μα­τος καί ἡ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ. Τό χτύ­πη­μα κά­θε δι­εκ­δί­κη­σης Ἀ­λή­θειας καί ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τος. Μό­νο πού αὐ­τή ἡ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη ἀ­ξί­ω­ση ἀ­να­γο­ρεύ­ε­ται σέ ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια καί γί­νε­ται μή ἀ­νε­κτι­κή ἀ­πέ­ναν­τι στό δι­α­φο­ρε­τι­κό. Γί­νε­ται δη­λα­δή αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς πού κα­τη­γο­ρεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ὅ­σοι τῆς ἀ­σκοῦν κρι­τι­κή!

Ποι­ά εἶ­ναι τώ­ρα τά δι­κά μας ὅ­πλα ἀ­πέ­ναν­τι στό χτα­πό­δι τῆς Ν. Ἐ.; Ἐ­δῶ θά καταγράψουμε ἁ­πλῶς τη­λε­γρα­φι­κά με­ρι­κές σκέ­ψεις.

Τά ὅ­πλα μας, λοι­πόν, εἶ­ναι τά πραγ­μα­τι­κά ὅ­πλα τοῦ φω­τός, δη­λα­δή ἡ παν­το­δύ­να­μη Ἀ­λή­θεια, δη­λα­δή σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, δι­ό­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια μέ Α κε­φα­λαῖ­ο.

Ἐρ­γα­λεῖ­α μας σ' αὐ­τόν τόν ἀ­γῶ­να εἶ­ναι ἡ ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς πί­στε­ως, ἡ ὁ­ποί­α θά γί­νει μέ τή σω­στή κα­τή­χη­ση καί ἡ ἐμ­βά­θυν­ση στήν πί­στη μας διά τῆς βι­ώ­σε­ώς της.



[1]http://esvterismos.pblogs.gr/tags/uncategorized.html

[2]Οἱ ὑπογραμμίσεις, δικές μας.

[3] Pardma Sabhava, Ἡ Θι­βε­τια­νή Βί­βλος τῶν νε­κρῶν, μέ σχό­λια Εὐ­στ. Λι­α­κό­που­λου, ἐκδ. Ἔ­σο­πτρον, σσ. 264-265.


Εκτύπωση   Email