Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης
«Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Εἶναι πανθομολογούμενο ὅτι ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ βαρυσήμαντους ποὺ διαβάζουμε στὰ εὐαγγέλια. Ἐδῶ ἐπικεντρώνεται τὸ βάθος καὶ ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς λατρείας.
Ὁ Χριστὸς πηγαίνει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴ Γαλιλαία. Ἀλλὰ «ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας» (Ἰωάν. δ΄,4), ἔπρεπε ὅμως νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Σαμάρεια, μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτὸ, ὄχι γιατί ἦταν ὁ μόνος δρόμος ποὺ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει. Θὰ μποροῦσε νὰ πάει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη. Ὅμως ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ Χριστὸς νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Συχὰρ, γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Σαμαρείτιδα. Αὐτὸ τὸ «ἔδει», δηλαδὴ αὐτὸ τὸ «ἔπρεπε» τῆς ἀνεξιχνίαστης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν σὲ ἐμᾶς φαίνεται τυχαῖο, ἀπροσδόκητο καὶ ἀπρόοπτο, στὶς ποικίλες περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς εἶναι ἡ «μυστικὴ» μέθοδος ποὺ ὁ Θεὸς ἀκολουθεῖ, γιὰ νὰ μᾶς συναντᾷ. Ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ συναντήσει τὴν Σαμαρείτιδα «πλησίον του χωρίου, ὅ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» ( Ἰωάν. δ΄ 5), κοντὰ στὸ χωράφι ποὺ εἶχε δώσει ὁ Ἰακὼβ στὸν γιό του Ἰωσήφ. Οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα στὶς αἱρετικὲς θρησκευτικές τους προτιμήσεις, ἦταν προσκολλημένοι στὶς δύο αὐτὲς βιβλικὲς μορφὲς, τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες βρίσκοταν σὲ μιὰ διαρκῆ διαμάχη καὶ ἀντιπάθεια λόγω τῶν θρησκευτικῶν τους διαφορῶν. Αὐτὸ δὲν ἐμπόδισε τὸν Χριστὸ, κουρασμένο ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, νὰ καθίσει στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ περιμένει, γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Σαμαρείτιδα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πράγματι ὁ Θεός μᾶς ἀναζητᾷ, ἔρχεται πάντοτε καὶ μᾶς περιμένει στὸν δικό μας χῶρο, στὶς συνθῆκες τῆς δικῆς μας ζωῆς, στὶς ἀσχολίες καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά μας, στὰ γεγονότα, στὶς ἐμπειρίες καὶ τὰ βιώματα τῆς καθημερινότητάς μας.
Ἄραγε, ποῦ βρίσκεται ὁ Θεὸς καὶ ποῦ πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦμε; Αὐτὸ, οὐσιαστικά, εἶναι τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ἡ Σαμαρείτιδα στὸν Χριστό. Μιὰ γυναῖκα ποὺ μέσα στὴν ἁπλότητά της καὶ τὴν ἠθική της ἀταξία ἐκφράζει τὴν διαχρονικὴ πανανθρώπινη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν ἀναζήτηση ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπαναστατική. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ τὸ «πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3, 8). Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ, μέσα μας καὶ γύρω μας. Ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε εἶναι διάχυτος ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Του καὶ ἡ πραγματικότητά μας διαποτισμένη ἀπὸ τὴν παρουσία Του. Τὸ μυστήριό Του εἶναι μιὰ ἀλήθεια ποὺ μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τὶς σκιές, τὰ σύμβολα καὶ τὶς τυπικὲς διατάξεις. Κάθε φορά ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρίνεται στὴν ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», γκρεμίζει μέσα του ὅλα τὰ εἴδωλα τῆς θρησκείας καὶ κάθε ἰδεολογίας ποὺ δημιούργεῖ μέσα στὴν ἱστορία, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή του ζωή. Συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ λατρεία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μία ἀκόμη «ἀνακάλυψη» τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία θρησκεία δίπλα στὶς ἄλλες, ἔστω καὶ ἡ καλύτερη. Γιατί ὅπου θρησκεία, κάθε εἰκασία, δοξασία καὶ πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό. Καθετὶ ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα του γιὰ τὸν Θεό. Γιὰ ἕναν θεὸ πού σκέφτεται, φαντάζεται καὶ ἐπινοεῖ μέσα στὶς φοβίες καὶ τὶς ἀνασφάλειές του. Ὅπου ὅμως Ἐκκλησία, ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐκδήλωση τῆς θυσιαστικῆς καὶ λυτρωτικῆς Του ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τῆς δύναμης καὶ τῆς σώζουσας χάριτός Του. Ἡ ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ καθημερινὴ πράξη μαρτυρεῖ πάντοτε τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τὴν ἀποτυχία νὰ λατρεύουμε τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὸν διαρκῆ ἀγώνα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς συχνὰ παραμορφώνουμε καὶ ἀλλοιώνουμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ λατρείας. Ἐγκλωβισμένοι, περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὴν θρησκευτικότητά μας σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ κανόνες. Ὑποτασσόμαστε τυφλὰ στὸ «γράμμα» διατάξεων καὶ νόμων. Ἀδιαφοροῦμε καὶ προδίδουμε τὸ «πνεῦμα» ὅλων αὐτῶν ποὺ ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε, γιὰ νὰ μᾶς βοηθοῦν καὶ ὄχι νὰ μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Ἡ πληθώρα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανόνων μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι δομημένη ἡ χριστιανική μας ζωὴ ἀπαιτοῦν διάκριση, σύνεση καὶ φωτισμό, γιὰ νὰ μὴν ἐκφυλίζονται σὲ τυπολατρεία, ἀλλὰ νὰ ἀποτελοῦν ἀλήθεια ποὺ γεμίζει καὶ σώζει τὰ πάντα. Ἀμήν.