Ἐπιμέλεια π. Νικάνωρ Καραγιάννης
«Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (Λουκ. 12,20)
M’ αὐτὴν τὴν κατηγορηματικὴ φράση τοποθετεῖται ὁἄνθρωπος τῆς σημερινῆς περικοπῆς μπροστὰ στὴν ἀμείλικτη πραγματικότητα τοῦ θανάτου. O θάνατος εἶναι πράγματι ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονὸς, ποὺὁ κάθε ἄνθρωπος θὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ μέρα. Αὐτὸ,ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κάτι, ποὺ θὰ ἔλθει τὴν τελευταῖα ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας μόνο, εἶναι κάτι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ἡ ζωὴ μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν θάνατό μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν τρόπο, ποὺ ζοῦμε καὶ ἀντιμετωπίζουμε καταστάσεις τῆς καθημερινότητας καὶ σε τελικὴἀνάλυση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν στάση μας ἀπέναντι στὸν θάνατο. O πιστὸς βλέπει τὸν θάνατο ὄχι σὰν τὴν τελευταῖα πράξη τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ σὰν τὸ προανάκρουσμα τῆς αἰωνιότητας. H ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας ἔχει βασικὴ και θεμελιώδη σημασία γιὰ τὴν παροῦσα ζωή.
Ποιὰ εἶναι αὐτὴ η σημασία της καὶ τί χάνει ὁἄνθρωπος, ὅταν χάσει τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας; Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀπόρριψης. Μὶα πρώτη συνέπεια εἶναι ὁ πανικός. H ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο κλίμα ἀσφάλειας καὶ εἰρήνης, κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει σήμερα. Ἄλλωστε ζοῦμε σήμερα μέσα σὲἕνα διαρκὲς ἄγχος. Συνήθως λέμε ὅτι εὐθύνεται ἡ τεχνικὴ πρόοδος μὲ τὴν ἐπιτάχυνση τοῦ ρυθμοῦ ποὺἔφερε, ὅμως στὴν πραγματικότητα συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. O ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας, προσπαθεῖ νὰ γαντζωθεῖ καὶ νὰ κρατηθεῖ μέσα στὰ περιορισμένα ὅρια αὐτῆς τῆς χρονικῆς ζωῆς. Ἀντίθετα, ὁ πιστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περιμένει μὲἐλπίδα, ἐνῷὁἀδιάφορος εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἐλπίζει. Αὐτὸς ποὺ πρέπει νὰ πιέσει τὸν ἑαυτό του, νὰ βιαστεῖ, ὁ πανικὸς τοῦ τέλους τὸν ἀπειλεῖ καὶ μετὰ ὅλα τελειώνουν γι’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ ἐναγώνια ἀνυπομονησία νὰ πετύχει ὁἄνθρωπος ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα σχετίζεται μόνο μὲ τὴν δημιουργία ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων.
Μιὰ ἄλλη συνέπεια ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας στὴν αἰωνιότητα εἶναι ἡ τάση τοῦἀνθρώπου πρὸς τὸν μηδενισμὸ στὸν ὁποῖον ὁδηγεῖται ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά. Ὁ ἄνθρωπος, ὁὁποῖος, ὅπως ἰσχυρίζεται, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν πίστη καὶἀπορρίπτει τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας, ζητᾷ ἕνα ὑποκατάστατο νὰ στηριχθεῖ. Ὑποκαθιστᾷ τὴν πίστη στὸν Θεὸ μὲ τὴν πίστη στὴν πρόοδο γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων του. Αὐτὴἡ πίστη γρήγορα διαλύεται καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητευμένος ὁδηγεῖται στὸν μηδενισμό. Εἶναι αὐτὸ ποὺ κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται κυνικός, ὑλιστής, ἀποτρόπαιος κάνει σύνθημά του τὸ «φάγωμεν, πίωμεν αὔριον γὰρ ἀποθνήσκωμεν» (Α΄ Κορ. 15,33). Ἔτσι, ὅμως, φθάνει στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς φυσικῆς ζωῆς καὶ στὴν θέληση γιὰ ἀπόλαυση. Γι’ αὐτὸ,ὅταν ὑποχωρήσουν τὰ μεταφυσικὰ θεμέλια τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγεῖται στὸν ὁλοκληρωτισμό. Ἐκεῖ πλέον δὲν ὑπάρχει φραγμός. Ἐκεῖὁἄνθρωπος βλέπει σὰν μοναδικὴἀξία τῆς ζωῆς του, τὴν θέληση γιὰ δύναμη καὶ ἐπιβολὴ πάνω στοὺς ἄλλους μὲ κάθε μέσο. H ἔννοια τῆς ἁμαρτίας παραμερίζεται ἢ καὶ γελοιοποιεῖται. Δὲν ὑπάρχει ἠθικὸ καὶ ἀνήθικο, καλὸ ἢ κακὸ ἐπιτρεπόμενο ἢ ἀπαγορευμένο, ὑπάρχει μόνο χρήσιμο καὶ ἄχρηστο. Ὅλα ἐπιτρέπονται, ὅταν τὸν βοηθοῦν νὰ ζήσει καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ δὲν αἰσθάνεται ἐνοχὲς γιὰ τίποτε καὶ ἔτσι ὁἕνας κατασπαράσσει τὸν ἄλλο.
Ἐδῶὁ δηγεῖται ὁἄνθρωπος, ποὺ χάνει τὴν ἐλπίδα στὴν ἄλλη ζωὴ, στὴν διάλυση τῆς προσωπικότητας καὶ στὴν ἀποδιοργάνωση τῆς κοινωνίας. Προσωπικότητες ἐπιτυχημένες καὶ κοινωνίες εὐτυχισμένες μόνο μέσα στὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ νὰ ζήσουν. Γι’ αὐτὸἡ ζωὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν θάνατό μας. Αὐτὸ γιὰ τὸν πιστὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι πόρτα τῆς αἰωνιότητας. «Διὸ φιλοτιμούμεθα εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι» (Β΄ Κορ. 5,9), δηλαδὴ γι’ αὐτὸ φιλοτιμούμαστε εἴτε ζώντας εἴτε πεθαίνοντας νὰ εἴμαστε εὐάρεστοι στὸν Θεὸ, μέχρις ὅτου ἡ ζωὴ καταπιεῖ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ζωὴ γιὰ τὸν πιστὸ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση ἀλλὰἡ σχέση του μὲ τὸν Χριστό. Ἂς ἀγωνιζόμαστε, λοιπόν, μὲ πίστη καὶ ἂς ἀνανεώνουμε τὴν ἐλπίδα μας στὴν αἰωνιότητα, ὥστε ἡἐπίγεια παρουσία μας νὰ μὴν εἶναι μιὰ πορεία πρὸς τὸν θάνατο, ἀ