Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης
Τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ παρὰ μόνο μὲ παραβολές. Μιὰ τέτοια παραβολὴ εἶναι καὶ αὐτὴ τοῦ σπορέα. Οἱ παραλληλισμοὶ ἐξηγοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Γεωργὸς ὁ Θεός, σπόρος ὁ λόγος Του, ἀγρὸς-χωράφι ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς καὶ τόπου, ἀγκάθια τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα ἐμπόδια τῆς καρποφορίας τοῦ κηρύγματος.
Ὅπως ὁ σπόρος, αὐτὸ τὸ δυναμικὸ στοιχεῖο τῆς φύσης, κρύβει μέσα του τὸ μυστήριο τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ζωῆς, ἔτσι καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς μεταμορφώνει ἐσωτερικὰ καὶ μᾶς μεταγγίζει τὴν «ὄντως ζωή». Ὁ σπόρος εἶναι ἴδιος, πέφτει ὅμως σὲ διάφορα μέρη, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι διαφορετικό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προσφέρεται καὶ ἀπευθύνεται σὲ κάθε ἄνθρωπο ἀδιακρίτως. Δὲν εἶναι προνόμιο κάποιων, ἀλλὰ δικαίωμα καὶ δωρεὰ ὅλων. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «ἀεὶ σπείρων τὸν σπόρον τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ὅταν, λοιπόν, ὁ Θεὸς μᾶς μιλᾷ μὲ τὸν λόγο Του, καθὼς ἀκοῦμε τὴν φωνή Του μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, μέσα ἀπὸ τοὺς προφῆτες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς φανερώνει τὴν προσωπική Του ὕπαρξη. Μᾶς λέει ποιὸς εἶναι καὶ τί θέλει ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ τότε αἰσθανόμαστε τὴν ἀγάπη νὰ μᾶς ἀγγίζει καὶ νὰ μᾶς ἑλκύει. Μετέχουμε στὴν χάρη Του, ἡ ὁποία μᾶς γαληνεύει καὶ μᾶς σκεπάζει, νιώθουμε τὴν δύναμή Του νὰ μᾶς ἐνισχύει στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δεν εἷναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, εἶναι «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου», θεϊκὴ ἀποκάλυψη καὶ σοφία «ἄνωθεν κατερχομένη», ποὺ ὑπερβαίνει ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ ὁδηγεῖ στὴν πνευματικὴ ὁλοκλήρωση καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τελικά, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐνεργεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ὅποια ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης ἐκφορᾶς Του, διεισδύει στὴν καρδιά μας καὶ σὲ χρόνο ἀνύποπτο βλαστάνει καὶ καρποφορεῖ.
Ἡ παραβολὴ τονίζει τὴν εὐθύνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀκοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τοποθετηθοῦν ἀπέναντι σὲ αὐτόν. Ὑπογραμμίζει τὴν ποιότητα τῆς γῆς ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὁ καθένας μας. Πολλὲς φορὲς οἱ ἀτέλειωτες καὶ ἀγχώδεις βιοτικὲς μέριμνες δὲν ἀφήνουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσχωρήσει κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς μας. Ἀναπόφευκτα, λοιπόν, ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καταπατεῖται καὶ ἀφανίζεται ἀπὸ τὰ «πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ μεταβάλλουν τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο σὲ ἕναν σκληρὸ πεζόδρομο, ποὺ ἰσοπεδώνει τὶς πνευματικές μας εὐαισθησίες. Τὸ πετρῶδες ἔδαφος εἶναι ἡ εἰκόνα μιᾶς ἐπιφανειακῆς ζωῆς, ἀνώριμου καὶ ἐπιπόλαιου ἐνθουσιασμοῦ, χωρὶς βαθιὲς ῥίζες, χωρὶς σταθερὲς ἀξίες καὶ ἀρχές. Τὰ ἀγκάθια ἀντιπροσωπεύουν ὁτιδήποτε περιστασιακὸ καὶ φευγαλέο πνίγει τὴν ὕπαρξή μας, καθὼς ἡ ζωὴ προχωρᾷ χωρὶς προτεραιότητες καὶ ἀξιολογήσεις, χωρὶς οὐσία καὶ ἀλήθεια.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί μᾶς λέει ὁ Χριστός, πρέπει νὰ νιώσουμε ὅτι ὁ λόγος Του ἀπευθύνεται στὸν καθένας μας προσωπικὰ καὶ ξεχωριστά. Κατακλυζόμαστε καθημερινὰ ἀπὸ ἐντυπώσεις, γεγονότα, ἰδέες, εἰδήσεις, μὲ μιὰ πρωτοφανῆ ταχύτητα καὶ ἐναλλαγή, ποὺ ὅλο ἀκοῦμε καὶ συνεχῶς ξεχνᾶμε. Γι’ αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία νὰ μὴν ἀκοῦμε ἁπλῶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ τὸν κατέχουμε, νὰ τὸν κατανοοῦμε βαθύτερα καὶ νὰ τὸν βιώνουμε ὅλο καὶ περισσότερο. Γιὰ νὰ γίνει, ὅμως, κάτι τέτοιο, ἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη ἐσωτερικὴ διάθεση, μιὰ ἀνοιχτὴ καὶ πρόθυμη καρδιὰ στὸ μήνυμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ γινόμαστε δεκτικοὶ στὴν χάρη Του. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση αὐξάνει τὴν ἐσωτερική μας ἀκοή, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε αὐτὸ ποὺ ὁ Ἁγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος εἶπε μόλις στὰ βαθιὰ του γεράματα, ἂν καὶ μαθήτευσε ἀπὸ τὰ παιδικὰ του χρόνια στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ διδασκαλία: «νῦν ἄρχομαι μαθητὴς εἶναι», τώρα ἀρχίζω νὰ εἶμαι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας εἶναι προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς μας ἀνάπτυξης καὶ ὡρίμανσης. Εἶναι ἡ γῆ ἡ καλὴ καὶ ἀγαθή, ὥστε νὰ δεχόμαστε καὶ νὰ καρποφοροῦμε μὲ ὑπομονὴ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τοὺς φόβους καὶ τὶς προκαταλήψεις μας πρὸς κάθε τί καινούργιο. Γιὰ νὰ κάνουμε τὸν διαχρονικὸ καὶ ζωοποιὸ λόγο τοῦ Θεοῦ προσιτό, κατανοητό, ἐπίκαιρο καὶ λυτρωτικὸ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας. Ἀμήν.