Βίος τῆς Ἁγίας ἐνδόξου Μυροφόρου καὶ Ἰσαποστόλου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς

madeleineἩ ἁγία ἔνδοξος καὶ πανεύφημος Μαρία ἡ Μα­γδαληνὴ ὑπῆρξε ἡ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη Μαθήτρια τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκόλουθός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Διακόνισσα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ ἐκλεκτὴ Μυροφόρος, ἡ Εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως, ἡ Ἰσαπόστολος καὶ κήρυκας τῆς πί­στεως. Σ' αὐτὴν δόθηκε ἡ χάρις νὰ δεῖ πρώτη μετὰ τὴν Ἀνάσταση, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, τὸν Ἀναστάντα Ἰη­σοῦ. Αὐτὴ εὐαγγελίσθηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δοξά­ζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους τέσσερις Εὐαγγελιστές, ὡς πρώ­τη μετὰ τὴν Θεοτόκον, Μαθήτρια καὶ Μυροφόρος. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τὴν χαρακτηρίζουν σε­μνὴ καὶ σοφὴ παρθένον μὲ ψυχικὴ ὡραιότητα. Ἡ ἀ­γία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶναι «ὡραῖο καὶ εὐγενικὸ παράδειγμα γυναικείας ἀφοσιώσεως, ποὺ φθάνει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὸν ἡρωισμό. Γιατί ἂς μὴν ἔχη ἡ γυναῖκα τὴν μυϊκὴ δύναμη τοῦ ἀνδρός, ἔχει ὅμως πλοῦτο αἰσθημάτων. Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς τοὺς ἤρω­ες δὲν τοὺς κάνει ἡ σωματικὴ ρώμη, ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ εὐψυχία. "Ἠρίστευσαν γυναῖκες τῷ σῷ Σταυρῶ κρατυνθεῖσαι, Χριστὲ παντοδύναμε" ψάλλει ἡ Ἐκκλη­σία μας».

Ἡ καταγωγή της

Πατρίδα της ἦταν ἡ πόλη Μάγδαλα, γι' αὐτὸ ὀ­νομάσθηκε Μαγδαληνή, ἐκ τοῦ τόπου καταγωγῆς της. Τὰ Μάγδαλα, κατὰ πάσα πιθανότητα, εὐρίσκοντο στὴν Γαλιλαία, ἐπὶ τῆς δυτικῆς ὄχθης τῆς λίμνης Τιβεριάδος. Καταγόταν ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπιφανῆ οἰκο­γένεια. Οἱ γονεῖς της, ὁ Σύρος καὶ ἡ Εὐχαριστία, ἦταν ἐξαιρετικὰ ἐλεήμονες καὶ φιλεύσπλαχνοι. Ζοῦσαν μὲ φόβο Θεοῦ, τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου (Μωσαϊκοῦ), γιατί αὐτὸς ὁ Νόμος ἐπικρατοῦσε τότε, ἂν καὶ πλησίαζε τὸ τέλος του. Γεννοῦν, λοιπόν, οἱ μα­κάριοι αὐτοὶ γονεῖς τὴν μακαρία Μαρία. Ὅταν ἄρχι­σε αὐτὴ νὰ μεγαλώνη, διάλεξε νὰ ἐπιδοθῆ στὶς σπουδὲς καὶ πῆγε κοντὰ σὲ διδάσκαλο νὰ μάθη γράμματα, κατὰ τὸν βιο­γράφο της Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Ἔτσι μελέτησε ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαιτέρως ἀ­γάπησε τὸ Ψαλτήριον καὶ τὶς Προφητεῖες. Ἐντρυφώντας στὰ βιβλία αὐτά, ἀνίχνευε τὶς προρρήσεις τῶν Προφητῶν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ Μεσσίου. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων της, συνέ­χισε νὰ ζῆ μὲ μελέτη καὶ προσευχή. Μοίραζε τὰ πλούτη της καὶ τὰ ὑπάρχοντά της σὲ ὅποιους εἶχαν ἀνάγκη. Διάλεξε νὰ ἀκολουθήση τὸν δρόμο τῆς ἁγνείας καὶ παρθενίας.

Περὶ τῶν ἑπτὰ δαιμονίων

Ἀπὸ τὰ ἑπτὰ πονηρὰ πνεύματα ὁ Κύριος τὴν ἐθεράπευσε καὶ τὴν ἐλύτρωσε. Διότι ἡ μακαρία πλησίασε τὸν Δεσπότη καὶ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ θερμὴ καρδιὰ καὶ πίστη καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σωμάτων τὴν ἴαση καὶ θεραπεία.

Διαβάζομε στὸ κατὰ Λουκᾶν ἅγιο Εὐαγγέλιο (Λουκ. η', 1-3) «Κατὰ τὸν χρόνο ποὺ ἀκολούθησε, περνοῦσε ὁ Κύριος κάθε πόλη καὶ χωριό, καὶ ἐκήρυττε καὶ ἐδίδασκε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μαζὶ μὲ αὐτὸν ἦταν καὶ οἱ δώδεκα μαθητὲς καὶ μερικὲς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες εἶχαν θεραπευθῆ ἀπὸ Αὐτὸν ἀπὸ νόσους καὶ βασανιστικὲς παθήσεις καὶ ἀπὸ πνεύματα πονηρὰ καὶ ἀπὸ ἀσθένειες. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἐλέγετο Μαγδαληνή, καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν ἐκδιωχθῆ ἑπτὰ δαιμόνια καὶ ἡ Ἰωάννα, σύζυγος τοῦ Χουζᾶ, ὁ ὁποῖος ἦτο οἰκονομικὸς διαχειριστῆς τοῦ Ἡρῴδη καὶ ἡ Σουσάννα καὶ ἄλλες πολλές, οἱ ὁποῖες ὑπηρετοῦσαν Αὐτὸν καὶ προσέφεραν γιὰ τὴν συντή­ρηση Αὐτοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους».

Μαθήτρια τοῦ Κυρίου Ἀκόλουθος τῆς Θεοτόκου

Ὁ φιλάγαθος λοιπὸν καὶ φιλεύσπλαγχνος Κύ­ριος τὴν ἐθεράπευσε διὰ τῆς χάριτός Του καὶ τὴν ἐ­λευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια. Καὶ αὐτὴ συναισθα­νόμενη τὴν μεγάλη εὐεργεσία, γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀξιώθηκε, ἄφησε τὰ πάντα καὶ ἄρχι­σε νὰ ἀκολουθῆ τὸν Σωτῆρα καὶ Διδάσκαλο, ὅπως ἔ­καναν οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι. Γιὰ τὰ ἐπίγεια καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς καθόλου πλέον δὲν ἐνοιάζετο. Ἔβλεπε τοὺς χωλοὺς νὰ θεραπεύονται, τοὺς τυ­φλοὺς νὰ ἀναβλέπουν, τὰ δαιμόνια νὰ ἐκδιώκονται, νὰ ἐπιτιμῶνται καὶ νὰ διασκορπίζονται ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστό, τοὺς παραλύτους νὰ περπατοῦν. Ἀπὸ ὅλα αὐ­τὰ καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν Γραφῶν καταλάβαινε ὄ­τι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος ἐλευθερωτὴς τοῦ Ἰσ­ραήλ. Αὐτὰ ὅλα, ποὺ μὲ τέτοια ἐξουσία διαπράττει, εἶναι γνώρισμα τῆς θεϊκῆς Του δεσποτείας καὶ δυνάμεως. Ἔτσι ἡ μακαρία κατε­νόησε πλήρως καὶ ἐπίστεψε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ Τὸν ἀκολουθοῦσε πιστὰ καὶ ἀφο­σιωμένα, ὑπηρετώντας Αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές Του καὶ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦσαν. Τὰ πλούτη της, τὴν πε­ριουσία της, ὅλα τὰ διέθεσε στὴν διακονία τῶν Μαθη­τῶν καὶ τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Μητέρα Του, Θεοτόκο Παρθένο Μαριάμ, συνδέθηκε μὲ σύνδεσμο φιλίας καὶ ἀγάπης καὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς της. Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό, ὅλη τὴν συνοδεία τῶν Μαθητῶν καὶ Μαθητριῶν. Μάλιστα, ξε­χώρισε μέσα στὴν συνοδεία τῶν Μαθητριῶν ὡς πρώ­τη μετὰ τὴν Θεοτόκο, ὅπως ὁ Πέτρος ξεχώριζε ὡς πρῶτος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἀποστόλων.  «Ὅπως ἀκριβῶς, λέγουν, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἀποστό­λων ὀνομάσθηκε Πέτρος γιὰ τὴν ἀσάλευτη πίστη ποὺ εἶχε στὸν Χριστό, τὴν Πέτρα, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἔγινε ἀρ­χηγὸς τῶν Μαθητριῶν γιὰ τὴν καθαρότητά της καὶ τὸν πόθο ποὺ εἶχε πρὸς Αὐτόν, καὶ Μαρία ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, ὀμωνύμως πρὸς τὴν Μητέρα Του. Καὶ ὅπως τὸν Δεσπότη ἀκολουθοῦσε ὁ χορὸς τῶν Μαθητῶν, ἔτσι τὴν Δέσποινα καὶ Μητέρα τοῦ Κυ­ρίου, ἀκολουθοῦσε ὁ χορὸς τῶν μαθητευομένων γυ­ναικῶν. Διότι στὸ Εὐαγγέλιο γράφει "ἐθαύμαζον γάρ, ποτὲ οἱ Μαθηταὶ ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει". Δηλ. ἀ­ποροῦσαν καὶ ἐθαύμαζαν οἱ Μαθητὲς γιατί εἶδαν τὸν Κύριο νὰ συνομιλῆ μὲ γυναῖκα. Διότι ὁ Κύριος δὲν συνήθιζε νὰ συνομιλῆ μὲ γυναῖκες. Ἀλλὰ τὸν εὐαγγε­λικὸ δρόμο τῆς Μητρὸς τοῦ Δεσπότου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ διέτρεχε μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Δημιουργό Της, καὶ αὐτὲς ἀκολουθοῦσαν μαζί της. Καὶ διακονού­σαν τὸν κοινὸν Δεσπότην καὶ Κύριον καὶ τοὺς Μαθη­τές Του ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους, σὲ ὅ,τι ἐχρειάζοντο», γράφει ὁ ἅγιος Μόδεστος, ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων.

 

Στὸ ἄχραντον πάθος

«Σταυρῷ καθηλούμενον Χριστόν, καθορώσα ἔκλαιες Μαγδαληνὴ καὶ ἐκραύγαζες. Τί τὸ ὀρώμενον; ἡ ζωὴ πὼς θνήσκεις, καὶ ἡ κτίσις βλέπουσα κλονεῖται καὶ φωστῆρες σκοτίζονται;»

Μέχρι τὸ ἄχραντον Πάθος τοῦ Κυρίου ἀκολου­θεῖ ὡς πιστὴ Μαθήτρια καὶ διάκονος. Τὴν νύκτα τῆς προδοσίας, ὅταν ὁ μαθητὴς προδίδει τὸν Διδάσκαλο καὶ τὸν παραδίδει στὰ χέρια τῶν ἀχάριστων καὶ ἀσε­βῶν Ἰουδαίων, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο Μαρία σπαράζουν ἀπὸ πόνο καὶ ἀγωνία. Νὰ πὼς παρουσιάζουν πο­λὺ παραστατικὰ οἱ ἅγιοι Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος, Μᾶρκος καὶ Ἰωάννης τὴν παρουσία τῆς ἁγίας Μα­ρίας Μαγδαληνῆς στὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου: «Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ πολλὲς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀπὸ μακρυὰ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα. Αὐτὲς ἀκολού­θησαν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία καὶ Τὸν ὑπηρε­τοῦσαν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσή, καὶ ἡ μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου» (Ματθ. κζ' 55-56). «Ἦσαν δὲ καὶ μερικὲς γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰα­κώβου τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ Ἰωσή, καὶ ἡ Σαλώμη. Αὐ­τὲς καὶ ὅταν εὐρίσκετο ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαία Τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ Τὸν ὑπηρετοῦσαν. Ἤσαν ἀκό­μη καὶ πολλὲς ἄλλες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀνεβῆ μαζὶ μὲ Αὐτὸν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα» (Μάρκ. Ιε', 40-41).

«Οἱ στρατιῶτες αὐτὰ ἔκαναν. Στάθηκαν δὲ πλη­σίον εἰς τὸν Σταυρὸν τοῦ Ἰησοῦ ἡ μητέρα Του καὶ ἡ ἀδελφή της μητέρας Του, Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή» (Ἰω. ιθ', 25).

Ἀπὸ ἀπόσταση στὴν ἀρχὴ παρακολουθοῦν δακρυ­σμένες, μὲ πόνο καὶ σπαραγμὸ ψυχῆς οἱ Μαθήτριες μὲ τὴν Θεοτόκο τὴν πορεία τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Γολ­γοθὰ καὶ τὴν ἀνάρτησή Του ἐπὶ τοῦ Σταύρου. Μαζί τους, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πονεμένη ἀλλὰ ἄ­φοβη, παρακολουθεῖ τὸ δρᾶμα τοῦ Διδασκάλου. Συ­μπαραστέκεται στὴν θλιμμένη Μητέρα Του καὶ προ­σπαθεῖ νὰ τὴν παρηγόρηση. Δίπλα στὸν Σταυρό, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυ­ρίου, Ἰωάννη, ζεῖ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ θείου Δράμα­τος.  Ἐκεῖ, ἀκούει τὸν Κύριο νὰ ἀρθρώνη τὶς τελευ­ταῖες Του λέξεις. Νὰ ἀπευθύνη τὸν τελευταῖο Του λό­γο στὴν Μητέρα Του, λέγοντας: «Μήτηρ, ἰδοὺ ὁ Υἱός Σου» καὶ στὸν ἀγαπημένο μαθητὴ Ἰωάννη: «Ἰωάννη, ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ι', 26-27).

Μυροφόρος

Ἔρρανε τὸν Τάφον ἡ πρώτη Μυροφόρος Μαγδαληνὴ Μαρία. Κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, στέκεται ἡ θαυμαστὴ Μα­ρία καὶ περιμένει ἀκλόνητη. Στέκεται στὸν Γολγοθὰ καὶ περιμένει μὲ δέος. Βλέπει μὲ προσοχὴ τί γίνεται. Δυὸ κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἐμφανίζονται, ὁ βου­λευτὴς Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος. Ἔχουν πάρει ἄδεια ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο νὰ θάψουν τὸ Σῶμα τοῦ Διδασκάλου. Ἀποκαθηλώνουν τὸ Πανάγιο Σῶμα ἀπὸ τὸν Σταυρό, τὸ τυλίγουν μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ στὸ λευκὸ σενδόνι. Τὸ ἀλείφουν μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη. Τὸ ἐνταφιά­ζουν μέσα στὸ λαξευμένο καινούργιο μνῆμα, σ' ἕνα κῆπο δίπλα στὸν Γολγοθά. Καὶ οἱ Μαθήτριες τοῦ Κυ­ρίου «ἐθεώρουν ποὺ τίθεται».

«Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεῖ ἣν Παρασκευή, ὁ ἔστι προσάββατον, ἐλθῶν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἣν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ἠτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ... καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελῶν αὐτὸν ἐνείλησε τὴ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὁ ἣν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσὴ ἐθεώρουν ποὺ τίθεται» (Μάρκ. ἰε'42-47). «Καὶ λαβῶν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρὰ καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείω ὁ ἐλατόμησεν ἐν τὴ πέτρα καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τὴ θύρα τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. Ἣν δὲ ἐ­κεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμε­νοι ἀπέναντι τοῦ τάφου» (Μάτθ. κζ' 59-61). Οἱ δυὸ Μαθητές, Νικόδημος καὶ Ἰωσὴφ ἐνταφία­σαν τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ τὸ ἄλειψαν μόνον μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη. Ἀρώματα δὲν ἐπρόφθασαν νὰ βά­λουν, γιατί ἐπλησίαζε ἤδη ἡ νύκτα. Μετὰ τὸν ἐνταφια­σμὸ ἀποχωροῦν. Οἱ Μαθήτριες ὅμως δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸν Τάφο. Δὲν μποροῦν νὰ ἀποχωριστοῦν τὸν λατρευτό τους Διδάσκαλο καὶ Σωτῆρα, ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ Ἐκεί­νος εἶναι νεκρός. Τώρα πιὸ πολὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐκφρά­σουν τὴν ἀγάπη τους. Θρῆνοι, ἀναφιλητά, ἀνακατεμένα μὲ προσευχές, μὲ ψιθύρους, μὲ ἀναστεναγμούς. Σιγά-σιγὰ ἀρχίζει νὰ πέφτη ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι νὰ ἁπλώνεται μέσα στὸν κῆπο. Οἱ Μαθήτριες πρέπει νὰ φύγουν. Ὄχι ὅμως γιὰ νὰ κρυ­φθοῦν. Οἱ Ἀπόστολοι κρύφθηκαν «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Αὐτὲς θὰ ἐπιστρέψουν στὸν Τάφο, Μυρο­φόρες, φέρνοντας μύρα καὶ ἀρώματα ἀκριβὰ καὶ πολύ­τιμα, γιὰ νὰ «μυρίσουν» τὸ ἄχραντο Σῶμα δήλ. νὰ τὸ ἀ­λείψουν μὲ ἀρώματα καὶ μύρα. Νὰ προσφέρουν στὸ Πανάγιο Σῶμα Του τὶς νεκρικὲς τιμές, τὸ λατρευτικό τους τελευταῖο ἱερὸ καθῆκον στὸν Διδάσκαλο.

'Ἔτσι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ μὲ τὶς ἄλλες γυναί­κες ἐπιστρέφουν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀγοράζουν ἀμέ­σως τὰ μύρα ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδυ, διότι τὸ Σάββατο ὑπῆρχε ἀργία, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο. Τὸ ἐ­σπέρας τοῦ Σαββάτου, ὅταν ἡ ἀργία θὰ λήξη, θὰ ἀγο­ράσουν κι ἄλλα ἀρώματα. «Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ. Ὑποστρέψασαι δὲ ἠτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Καὶ τὸ μὲν Σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐ­ντολήν» (Λουκ. κγ', 55-56). Περιμένουν νὰ περάση ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἡσυχάζουν τὴν ἡμέρα τῆς ἀρ­γίας ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Νόμος. Μὲ ὑπομονή, μὲ σύνεση, μὲ ὡριμότητα, καρτερικὲς καὶ συγκρατημένες. Καὶ ἡ θαυμαστὴ Μαρία ἡ Μα­γδαληνή, μὲ θάρρος, μὲ αὐταπάρνηση, ἄφοβη, τὸ βρά­δυ τοῦ Σαββάτου, ἐνῷ ξημερώνει ἡ Κυριακή, ξεκινᾶ γιὰ τὸν Τάφο τοῦ Ἰησοῦ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφό­ρες γυναῖκες. «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν Σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἠτοίμασαν ἀ­ρώματα, καὶ τίνες σὺν αὐταῖς» (Λουκ. κδ', 1). Βρίσκο­νται οἱ ἅγιες καὶ ἡρωικὲς αὐτὲς γυναῖκες σ' ἕνα ξένο τόπο. Διατρέχουν τόσους κινδύνους. Τίποτε, ὅμως, δὲν τὶς σταματὰ στὸν δρόμο τους. Δὲν ὑπολογίζουν θυσίες, δὲν ὑπολογίζουν τὴν ζωή τους. «Τὸ ἀσθενέστερον γένος ἀνδρειότερον ἐφάνη τότε», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

«Μάθε ἐξ ἡμῶν, πόση εἶναι ἡ προθυμία τῆς γυναι­κείας φύσεως εἰς τὰ καλὰ ἔργα καὶ πόση ἡ τῶν ἀν­δρῶν. Τῶν γυναικῶν τὴν καλὴν βουλὴν ( = ἀπόφαση) δὲν ἠδυνήθη νὰ τὴν ἐμποδίση οὔτε ἡ ἀσθένεια τῆς γυ­ναικείας φύσεως, οὔτε ἡ δυσφημία ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ εἰς ὄσας περιπατούσι τὴν νύκτα, οὔτε ὁ κοινὸς φόβος, ὅστις ἐκράτει ( = κυρίευσε) τότε ὅλους τους φίλους του Χριστοῦ, οὔτε ἡ ἔχθρα τῆς συναγωγῆς, οὔτε ἡ μέ­θη τῶν στρατιωτῶν, οὔτε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πιλάτου, οὔ­τε ἡ βαρεῖα βουλὴ τῶν ἀρχιερέων, οὔτε ὁ ἐπικείμενος μέγας λίθος εἰς τὸ μνῆμα. Πάντα τὰ δύσκολα ἔδειξεν ἡ προθυμία τῶν γυναικῶν εὔκολα. Τοὺς κινδύνους ἐθεώρησεν κέρδος, τᾶς ζημίας ἀμοιβήν. Ὅλην τὴν μεγάλην προθυμίαν τῶν ἀνδρῶν ἔσβεσε μία μικρὰ ἀπει­λή παιδίσκης».

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος β'. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Μύροις τῶν θερμῶν σου πρεσβειῶν, ὢ Μαγδαλη­νῆ Μυροφόρε, Χριστὸν ἰλέωσαι, τὸν φιλανθρωπότατον, Θεὸν δεόμεθα, ὅπως πάσης ρυώμεθα, ἀνάγκης καὶ βλάβης, καὶ ποικίλων θλίψεων, καὶ περιστάσεων, πάντες οἱ τὴ σὴν προστασία, σπεύδοντες ἐν πίστει Μαρία, καὶ τοὺς σοὺς καμάτους μακαρίζοντες.

  Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ

Ὡς Μυροφόρον του Σωτῆρος καὶ Μαθήτριαν Μαγδαληνὴ καὶ Ἀποστόλων ἰσοστάσιον. Ἀνυμνοῦμεν σὲ Μαρία καὶ ἐκβοῶμεν. Παρρησίαν κεκτημένη πρὸς τὸν Κύριον. Καθικέτευε λυτρούσθαι πάσης θλίψεως Τοὺς βοώντας σοί. χαίροις Λόγου Μαθήτρια.


Εκτύπωση   Email