Οἱ τρεῖς πτώσεις στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους

agioustinos Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη καλὸς διὰ τοῦ ἐαυτοῦ του τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη τέλειος διὰ τοῦ ἐαυτοῦ του. Ἀλλὰ τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται μὲ τὸν διάβολον. Διότι καὶ αὐτὸς ἤθελε νὰ γίνη Θεὸς διὰ τοῦ ἐαυτοῦ του, νὰ ἀντικαταστήση τὸν Θεὸν μὲ τὸν ἐαυτόν του. Καὶ εἰς τὴν ὑψηλοφροσύνην του αὐτὴν διὰ μιᾶς ἔγινε διάβολος, τελεῖος κεχωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅλος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας, λοιπόν, πάσης ἁμαρτίας συνίσταται εἰς αὐτὴν τὴν ἀλαζονικὴν αὐταπάτην. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ αὐτοῦ τοῦ διαβόλου, τοῦ Σατανᾶ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο τί παρὰ τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ μένη εἰς τὴν φύσιν του, τὸ νὰ μὴ θέλη ἐντὸς του τίποτε, ἐκτὸς τοῦ ἐαυτοῦ του. Ὁ διάβολος εὑρίσκεται ὅλος εἰς αὐτό: εἰς τὸ νὰ μὴ θέλη καθόλου τὸν Θεὸν μέσα του, εἰς τὸ νὰ θέλη νὰ εἶναι πάντοτε μόνος, πάντοτε νὰ ἀνήκη εἰς μόνον τὸν ἐαυτόν του, πάντοτε ὅλος εἰς τὸν ἐαυτόν του, ὅλος διὰ τὸν ἐαυτόν του, πάντοτε ἐρμητικῶς κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς ὅτι ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τί εἶναι αὐτό;

Τοιοῦτος εἶναι κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ οὐμανιστικὸς ἄνθρωπος: ὅλος μένει εἰς τὸν ἐαυτόν του, μὲ τὸν ἐαυτόν του, διὰ τὸν ἐαυτὸν του∙ πάντοτε πεισμόνως κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Εἰς αὐτὸ ἔγκειται ὁ κάθε οὐμανισμός, ὁ κάθε χομινισμὸς.

Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ φιλαυτία ἐνηγκαλισμένα εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα, δηλαδὴ ἡ κόλασις. Τοιοῦτος εἶναι κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ οὐμανιστικὸς ἄνθρωπος: ὅλος μένει εἰς τὸν ἐαυτόν του, μὲ τὸν ἐαυτόν του, διὰ τὸν ἐαυτὸν του∙ πάντοτε πεισμόνως κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Εἰς αὐτὸ ἔγκειται ὁ κάθε οὐμανισμός, ὁ κάθε χομινισμός. Κορύφωμα τοῦ διαβολοποιημένου οὐμανισμοῦ εἶναι τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη καλὸς διὰ τοῦ κακοῦ, νὰ γίνη θεὸς διὰ τοῦ διαβόλου. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ὑπόσχεσις τοῦ διαβόλου πρὸς τοὺς προπάτοράς μας μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, ὅτι δηλαδὴ μὲ τὴν βοήθειάν του «ἔσονται ὡς θεοί» (Γεν. 3,5).

Ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν ὡς δυνάμει θεάνθρωπος, διὰ νὰ οἰκοδομήση ἑκουσίως διὰ τοῦ Θεοῦ τὸν ἐαυτὸν τοῦ εἰς θεάνθρωπον ἐπὶ τὴ βάση τῆς θεοειδείας τῆς φύσεώς του. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐλευθέραν ἐκλογὴν τοῦ ἐπεζήτησε τὴν ἀναμαρτησίαν διὰ τῆς ἁμαρτίας, τὸν Θεὸν διὰ τοῦ διαβόλου. Καὶ ἀσφαλῶς ἀκολουθῶν τὴν ὁδὸν αὐτὴν θὰ ἐγίνετο ἰδιότυπος διάβολος, ἐὰν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἄμετρον φιλανθρωπίαν Του καὶ κατὰ «τὸ μέγα ἔλεός» Του δὲν ἐπενέβαινε.

Γενόμενος ἄνθρωπος, δηλαδὴ Θεάνθρωπος, ὠδήγησεν οὕτω τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸν Θεάνθρωπον∙ τὸν εἰσήγαγε διὰ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματός Του, εἰς τὸν ἆθλον τῆς θεανθρωποιήσεως διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Καὶ τοιουτοτρόπως ἔδωσεν εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν δυνατότητα νὰ φθάση «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 4, 11). Νὰ ἐπιτύχη δηλαδὴ τὸν θεῖον προορισμόν του, νὰ γίνη ἑκουσίως Θεάνθρωπος κατὰ χάριν.

Ἡ πτῶσις τοῦ πάπα ἔγκειται εἰς τὸ νὰ θέλη νὰ ἀντικαταστήση τὸν Θεάνθρωπον μὲ τὸν ἄνθρωπον.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Ιουστινου Πόποβιτς: «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 212-213, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία.


Εκτύπωση   Email