Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ

kyriakityflou                                                                    Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς                    

 Εὐαγγέλιο: Ἰωάν. θ΄1-38

Μέγας εἶναι ὁ Θεός μας, μεγάλα τὰ ἔργα Του! Δὲν ὑπάρχει ἀρχὴ καὶ τέλος στὰ θαυμάσιά Του (πρβλ. Ψάλμ. ὀστ΄13,14)! Δὲν ὑπάρχουν μάτια ποὺ νὰ ’χουν δεῖ ὂλ’ αὐτὰ τὰ θαυμάσια, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τα διηγηθεῖ, μὰ οὔτε καὶ νοῦς νὰ τὰ συλλάβει.

Τὰ μάτια εἶδαν κι ὅταν ᾖρθε ὁ θάνατος ἔκλεισαν. Ἡ γλῶσσα διηγήθηκε καὶ μουγγάθηκε. Ὁ νοῦς συνέλαβε κι ἔπειτα ὅλα τὰ κάλυψε ἡ λήθη. Ποιὸς μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ θαυμάσια καὶ ν’ ἀγνοεῖ τὸ θαυματουργό; Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ θαυματουργὸ καὶ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ζεῖ;

Ὅλη ἡ φωτιὰ ᾖρθε στὴ γῆ κι ἐξακολουθεῖ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἥλιο. Γιατί δὲν κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος στὴ γῆ, ἀντὶ νὰ παρουσιάζεται λίγο στὴ γῆ, λίγο στὸ νερό, λίγο στὸν ἀέρα, λίγο στὰ δάση καὶ λίγο στὰ ζῷα; Γιατί σὲ κάθε μερικὴ παρουσίασή του ὁ ἥλιος κρύβεται πίσω ἀπὸ ἕνα σκοῦρο καὶ κρύο παραπέτασμα; Γιατί δὲν κατέβηκε ὁλόκληρος στὴ γῆ γιὰ νὰ φτιάξει τὰ πράγματα ποὺ γίνονται μὲ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ φῶς του, φορώντας σάρκα καὶ περιορισμένος μέσα στὴ σάρκα; Ἐπειδὴ ἂν πλησίαζε κοντὰ πολὺ κοντά, ἡ γῆ θὰ ἕλιωνε, θὰ ἐξαφανιζόταν σὰν ἀτμός, θὰ χανόταν.

Ποιὸς θνητὸς θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν ἥλιο καὶ νὰ ζήσει; Καὶ ὁ ἥλιος δὲν εἶναι παρὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁ ἥλιος εἶναι σὰν σκοτάδι. Ποιὸς ἑπομένως θὰ μποροῦσε νὰ κοιτάξει τὸ Θεὸ τῶν θαυμασίων καὶ νὰ ζήσει;

Καὶ σοὺ εἶναι εὔκολο νὰ κατανοήσεις ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔπρεπε νὰ κρύψει τὴν ἀστραφτερὴ λάμψη τῆς θεότητάς Του κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρωπίνης σάρκας; Ποιὸς ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε ν’ ἀντέξει καὶ νὰ ἐπιζήσει μπροστὰ στὴν παρουσία Του;

Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἂν δὲν εἶχε περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς Του, ποιὸς ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ; Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ἂν κάτι θὰ ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, αὐτὸ ἦταν σίγουρα νὰ περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς Του, παρὰ νὰ τὴ φανερώσει.

Ἀκριβῶς λοιπὸν ἐπειδὴ περιόρισε μὲ πολλὴ σοφία τὴ δόξα τῆς θεϊκῆς Του δύναμης, ἡ ζωή Του στὴ γῆ ἦταν ἡ τέλεια ἁρμονία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο.

Ἀδελφοί μου! Σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι λιγότερο θαυμαστὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὡς Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶναι θαυμαστός, εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Δὲν εἶναι ὅμως κάποιο θαῦμα ποὺ ἔγινε ἀπὸ μαγεία, μαντεῖα ἢ κάποιο ἐπιδέξιο τέχνασμα. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τῆς δύναμις καὶ τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Ὁ Κύριος δὲν ἔκανε θαύματα γιὰ νὰ τὸν ἐγκωμιάσουν οἱ ἄνθρωποι. Μήπως πηγαίνει κάποιος ἀπό μας σὲ νοσοκομεῖο καὶ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα σὲ τρελούς, κουφούς, ἄλαλους καὶ λεπροὺς γιὰ νὰ λάβει τὸν ἔπαινό τους; Μήπως ὁ βοσκὸς θεραπεύει τὸ πρόβατό του, γιὰ ν’ ἀκούσει τὸ ἐγκωμιαστικὸ βέλασμά του; Τὰ θαύματα Του ὁ Κύριος τὰ ἔκανε μόνο γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀπελπισμένους καὶ νὰ δείξει ἔτσι πὼς ὁ Θεὸς φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ μεγάλη Του ἀγάπη.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Θεός. Μὲ αὐτὸ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν, ἀλλ’ ἀποκαλύπτεται γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾶ κι ἡ θεότητά Του.

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, «παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς» (Ἰωάν. θ΄1). Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀναφέρεται πὼς οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν πάρει πέτρες γιὰ νὰ ρίξουν στὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν στὸ ναό, ἐπειδὴ μιλοῦσε τὴν ἀλήθεια. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ κακοῦργοι Ἰουδαῖοι σκέφτονταν μόνο πὼς θὰ κάνουν κακὸ στὸν Κύριο, Ἐκεῖνος σκεφτόταν μόνο πὼς θὰ εὐεργετήσει τοὺς ἀνθρώπους.

Ἕνας ἄνθρωπος καθόταν ἐκεῖ ζητώντας ἐλεημοσύνη. Κανένας ἀπὸ τοὺς κακεντρεχεῖς διῶκτες τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἐπαίσχυντους ἄρχοντες καὶ πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, δὲν ἦταν πρόθυμος ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν φτωχὸ αὐτὸν ἄνθρωπο. Ἀκόμα κι ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ἔριχνε λίγα νομίσματα στὰ χέρια του, τὸ ἔκανε περισσότερο γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ ἄνθρωποι, παρὰ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Μωυσῆ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιότερα γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους: «Γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἲς οὐκ ἔστι πίστις» (Δευτ. λβ΄20). Ὁ στοργικὸς Κύριος στάθηκε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο αὐτόν, ἕτοιμος νὰ τὸν βοηθήσει πραγματικά.

«Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες ραββί, τὶς ἤμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἶνα τυφλὸς γεννηθεῖ;» (Ἰωάν. θ΄2). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε θεραπεύσει τὸν παραλυτικὸ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα καὶ τοῦ εἶχε πεῖ: «Μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. ε΄14). Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια του Χριστοῦ πὼς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν τόσα πολλὰ χρόνια ἀνάπηρος, ἔφταιγε ὁ ἴδιος μὲ τὶς ἁμαρτίες του γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Ἡ περίπτωση τοῦ γεννημένου τυφλοῦ ὅμως ἦταν ἀσαφὴς καὶ γι’ αὐτὸ οἱ μαθητὲς ρώτησαν τὸ Χριστό: Τὶς ἤμαρτεν;

 

Τὸ ὅτι πολλὰ παιδιὰ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν γονιῶν τους, ἔχει ξεκαθαριστεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει μερικὲς φορὲς νὰ ὑποφέρουν τὰ παιδιὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν γονιῶν τους, ἔχει κι αὐτὸ ξεκαθαριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ (Α΄ Βάσ. ια΄ 12, κά΄ 29). Αὐτὸ μπορεῖ νὰ φανεῖ ἄδικο μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ θεωροῦν τοὺς ἀνθρώπους σὰν ξεχωριστὲς ὀντότητες, σὰ νὰ ’ναι τελείως ἀποκομμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὡς ἕναν ὀργανισμό, δὲ θὰ τὸ λογαριάσει αὐτὸ οὔτε ἄδικο οὔτε ἀφύσικο.

Ὅταν ἕνα ἁμαρτωλὸ μέλος τραυματίζεται, τὰ ἄλλα μέλη ποὺ δὲν ἔχουν ἁμαρτήσει, ὑποφέρουν. Εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ἐξηγήσεις πὼς καὶ πότε μπορεῖ νὰ ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, παρὰ νὰ ὁρίσεις τὴν αἰτία τῆς τυφλότητας. Σὰν ἁπλοὶ ἄνθρωποι οἱ ἀπόστολοι δέχτηκαν τὴ δεύτερη αὐτὴ ἐκδοχή, χωρὶς νὰ σκεφτοῦν ἂν ὑπάρχει καὶ τρίτη. Σ’ αὐτοὺς φαινόταν πιὸ πιθανὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ ν’ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ. Θυμήθηκαν ὅμως τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν παραλυτικὸ (μηκέτι ἁμάρτανε), καὶ συνέδεσαν κατὰ κάποιο τρόπο τὴ μιὰ περίπτωση μὲ τὴν ἄλλη. Ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγαν: Ἦταν καθαρὸ σὲ μᾶς τότε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια Σου, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος προκάλεσε μόνος του τὴν ἀρρώστια. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση; Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος ἁμάρτησε ὁ ἴδιος ἢ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του;

Ἂν ὁ Κύριος ἔκανε τὴ στιγμὴ αὐτὴ στοὺς μαθητὲς τοῦ τὴν ἐρώτηση: «Πῶς νομίζετε πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἁμαρτήσει γιὰ νὰ γεννηθεῖ τυφλός;», οἱ μαθητές Του θὰ βρίσκονταν σὲ ἀμηχανία. Σὰν τελευταῖο ἐπιχείρημα ἴσως ἐπικαλοῦνταν τὴν κοινὴ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ὅπως λέει ὁ Ψαλμῳδός: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. ν΄5).

Ἡ πιθανότητα ν’ ἀναφέρονταν οἱ μαθητὲς στὸ σκεπτικὸ ὁρισμένων γραμματέων καὶ φαρισαίων (ποὺ δὲν ἦταν δικό τους, τὸ εἶχαν δανειστεῖ ἀπὸ τὴν Ἄπω Ἀνατολή), πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, προτοῦ γεννηθεῖ, εἶχε πιθανῶς ζήσει σὲ κάποιο ἄλλο σῶμα καὶ πὼς σ’ αὐτὴν τὴν προηγούμενη ζωὴ εἶχε ζήσει μὲ τρόπο ποὺ ἄξιζε ν’ ἀνταμειφθεῖ ἢ νὰ τιμωρηθεῖ σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, εἶναι πολὺ μικρή. Αὐτὴ εἶναι μιὰ φιλοσοφικὴ ὑπόθεση, ποὺ δὲ θὰ ’ταν δυνατὸ νὰ τὴν ἤξεραν οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ πιστοὶ Γαλιλαίοι ψαράδες.

Ὁ σοφὸς Διδάσκαλος ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν: «Οὔτε οὖτος ἤματρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἶνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ΄2). Δηλαδή, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «τί ἁμάρτησε αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ αἰτία τῆς τυφλότητας» Γιὰ τὸν Ἰὼβ δὲν εἰπώθηκε ἂν ἁμάρτησε ὁ ἴδιος ἢ οἱ γονεῖς του ποὺ τὸν βρῆκαν τόσες συμφορὲς κι ἀρρώστιες, ὥστε ἀναγκάστηκε νὰ κραυγάσει: «Φύρετε δέ μου τὸ σῶμα ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων, τήκω δὲ βώλακας γῆς ἀπὸ ἰχῶρος ξύων» (Ἰώβ, ζ΄ 5).

Γιὰ τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀρρώστιες ποὺ βρίσκουν τὸν ἄνθρωπο στὴ γῆ, ἴσως ὑπάρχουν κι ἄλλες αἰτίες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἴδιου ἢ τῶν γονιῶν του. Στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ἡ αἰτία ἦταν ἶνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.

Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πάνω τοὺς φανερώνονται τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν ψυχική τους σωτηρία. Εὐλογημένος εἶναι ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ποὺ ὅταν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὸν κάνει πλούσιο καὶ διάσημο, ἐκεῖνος νιώθει καὶ δέχεται τὸ ἔλεός Του μὲ εὐχαριστία. Εὐλογημένος εἶναι ὁ ἀπελπισμένος ἀνάπηρος ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ δίνει τὴν ὑγεία του κι αὐτὸς ὑψώνει τὴν καρδιά του στὸν ἀθέατο Θεό, τὸ μοναδικὸ εὐεργέτη του.

Πόσο ὁρατὰ εἶναι κάθε μέρα στὸν καθένα μας τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ! Τί χαρὰ νιώθουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτὰ ὁ Θεὸς ἀνοίγει τὴν πνευματική τους ὅραση γιὰ νὰ θεωροῦν τὸ Θεό! Ἀλίμονο σὲ κείνους πού, ἐνῷ στὰ χέρια τοὺς ἀφθονοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνοι τοῦ γυρίζουν τὴν πλάτη καὶ ἀκολουθοῦν σὰν τυφλοί τους σκοτεινοὺς καὶ ματαιόδοξους δρόμους τους. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ φανερώνονται σὲ ὅλους μας κάθε μέρα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας κάθε μέρα καὶ ὤρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.

Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ στὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ὅμως συντελοῦν στὴ σωτηρία πολλῶν. Τὰ ἔργα αὐτὰ ἀποκάλυψαν πραγματικὰ πὼς ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ, ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὰ ἔργα αὐτὰ φανέρωσαν πὼς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ζοῦν περισσότεροι πνευματικὰ τυφλοὶ παρὰ σωματικά. Ἀποδείχτηκε ἐπίσης μὲ τὰ ἔργα αὐτὰ πὼς ἕνας συνετὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸ Θεὸ κάποιο σωματικὸ χάρισμα, θὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὴν ψυχή του μὲ ἀληθινὴ πίστη.

Προβλέποντας ὅλους αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὁ Κύριος εἶπε ἱκανοποιημένος στοὺς μαθητές Του: Οὔτε οὖτος ἤμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἶνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἦταν σὰ νὰ ’θελε νὰ πεῖ: Ἀφῆστε κατὰ μέρος τώρα τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιὸς φταίει, ὁ ἴδιος ἢ ὁ πατέρας του. Δὲν ἀξίζει ν’ ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτὸ αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἂν ἁμάρτησε αὐτὸς καὶ οἱ γονεῖς του, μπορῶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ τοὺς συγχωρήσω, νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία πάνω Μου καὶ νὰ τοὺς κηρύξω ἀθῴους. Ὅλ’ αὐτὰ εἶναι δευτερεύοντα τώρα μπροστὰ σ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι νὰ φανερωθεῖ. Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ (ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολλά) θὰ φανερωθοῦν μὲ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ καταγραφεῖ στὸ εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ λειτουργήσει γιὰ τὴ σωτηρία πολλῶν.

Πραγματικά, γιὰ τὰ χρόνια ποὺ ὑπόφερε ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος, θ’ ἀποζημιωθεῖ ἐκατονταπλασίονα. Κι ἡ ἀνταπόδοσης ποὺ δίνει ὁ Θεὸς σὲ κείνους ποὺ ὑπόφεραν γιὰ χάρη Τοῦ εἶναι αἰώνια, ἄφθαρτη. Ὁ Νικηφόρος, ἕνας σοφὸς σχολιαστῆς τοῦ εὐαγγελίου, λέει γιὰ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ἄνθρωπο: «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, θὰ ἔνιωθε πολὺ λιγότερη στενοχώρια ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ κάποτε εἶχε τὴν ὅρασή του κι ἔπειτα τὴν ἔχασε. Ἦταν τυφλὸς κι ἀργότερα ἀποζημιώθηκε γι’ αὐτὴ τὴ μικρὴ καὶ σχεδὸν ἀσήμαντη λύπη του. Καὶ ἔλαβε διπλὴ ὅραση: τὴ φυσικὴ ἀπὸ τὴ μιά, μὲ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ βλέπει καὶ νὰ θαυμάζει τὸν ὁρατὸ κόσμο γύρω του, καὶ τὴν πνευματικὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ὁποία ἀναγνώρισε κι ὁμολόγησε τὸ Δημιουργό του κόσμου.

«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντος μὲ ἕως ἡμέρα ἐστίν ἔρχεται νὺξ ὄτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάν. θ΄4). Αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοὺς ἐξήγησε τὸ κίνητρο γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνει στὸ γεννημένο τυφλὸ ἄνθρωπο. Ἦταν σὰ νὰ ’θελε νὰ πεῖ: «Θεοῦ εἶναι αὐτὸ τὸ ἔργο, ὄχι ἀνθρώπου. Ἐκεῖνος ποὺ μ’ ἔστειλε-εἶπε ἀπὸ ταπείνωση κι ἀγάπη γιὰ τὸν Πατέρα- κάνει τέτοια ἔργα. Ἔτσι κι Ἐγὼ ποὺ εἶμαι μονογενὴς Υἱός Του, μοῦ ἁρμόζει νὰ κάνω μόνο τέτοια ἔργα. Ἡ χρήση δύναμης εἶναι ἀνθρώπινη πρακτική, δὲν εἶναι γιὰ Μένα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ὡς κίνητρα τὴ ζήλεια, τὸ φθόνο καὶ τὴν ἐκδίκηση. Δικά Μου κίνητρα εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἔλεος. Κι ἂν οἱ ἄνθρωποι σηκώσουν πέτρες ἐναντίον Μου, Ἐγὼ θὰ τοὺς δώσω τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς».

Πόσο διάστημα θὰ γίνεται αὐτό; Ἕως ἡμέρα ἐστι, δηλαδὴ ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή. Ἡ νύχτα, δηλαδὴ ὁ θάνατος, ἔρχεται. Καὶ τότε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Αὐτὸ ἔχει μιὰ γενικότητα, ἀναφέρεται σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, μὰ ὄχι στὸν Κύριο. Ὁ Κύριος ἐργάζεται καὶ στὸ θάνατο. Κατεβαίνει στὸν Ἅδη, καταργεῖ τὸ θάνατο κι ἐλευθερώνει τοὺς δίκαιους προπάτορες κι ὅλους ὅσοι εὐαρέστησαν στὸν Κύριο. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀπὸ τὸν ἀόρατο κόσμο, συνέχισε νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα μέχρι σήμερα καὶ θὰ τὰ ἐπιτελεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἡ νύχτα ποτὲ δὲ θὰ σταματήσει τὸν Κύριο νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Ἡ ἡμέρα Τοῦ καλύπτει ὁλόκληρο τὸ χρόνο, τὸν διαπερνάει καὶ φτάνει στὴν αἰωνιότητα. Στὴν πραγματικότητα ὅσο διαρκεῖ ἡ δική Του μέρα, δὲ θὰ παύσει νὰ ἐργάζεται. Γι’ αὐτὸ κι οἱ ἄνθρωποι, ὅσο κρατάει ἡ δική τους μέρα, πρέπει ν’ ἀκολουθήσουν τὸ δικό Του παράδειγμα καὶ νὰ ἐργάζονται, ἀπὸ τὴ γέννηση ὡς τὸ θάνατό τους. Ἡ μεγάλη νύχτα, ὁ θάνατος, θὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τότε κανένας ἄνθρωπος δὲ θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται, ὅπως θὰ ἤθελε.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἅγιοι εἶναι ἐνεργοὶ καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους. Ἐργάζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ βοηθοῦν μὲ διάφορους τρόπους. Τότε ὅμως δὲν ἐργάζονται σύμφωνα μὲ τὴ δική τους θέληση, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐκτελεῖ τὸ θέλημά Του μέσῳ τῶν ἁγίων, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι (οἱ ἅγιοι) ἀγάπησαν τὸ Θεὸ ὅσο ζοῦσαν στὴ γῆ. Κανένας δὲν μπορεῖ μετὰ τὸ θάνατο τὸ νὰ κάνει κάποιο ἔργο ποὺ θὰ ὠφελήσει τὸν ἴδιο σ’ ἐκεῖνον τὸν κόσμο ἢ νὰ βελτιώσει τὴ θέση τοῦ ἐκεῖ. Κανένας δὲν μπορεῖ μετὰ τὸ θάνατό του νὰ κερδίσει κάποια χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Οὔτε κι οἱ ἅγιοι δὲν μποροῦν νὰ κερδίσουν μεγαλύτερη χάρη ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἔχουν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κερδίζεται μόνο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Τὸ πνευματικὸ κεφάλαιο ἢ ἡ πνευματικὴ χρεωκοπία ἐπιτυγχάνονται μόνο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λόγια του Κυρίου, ἔρχεται νὺξ ὄτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι, δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθοῦν ὡς ἔκφραση τῆς δικῆς Του κατάστασης κατὰ ἢ μετὰ τὸ θάνατό Του, ἀλλ’ ὡς μιὰ σοβαρὴ κι ἔγκαιρη προειδοποίηση πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

«Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμὶ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. θ΄5), εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἢ κτίση, δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸν ἄχρονο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν ὅραση τόσο στὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ ὅσο καὶ στὸν τυφλὸ καὶ θνητὸ πηλό, ἀπ’ ὅπου δημιουργήθηκε κάθε ὕπαρξη. Ἔδωσε φῶς στὸν ἥλιο, ὅραση σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ βλέπουν. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ ὅραση, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο καὶ ἐνόραση, τὴν αἴσθηση τῆς γνώσης. Ὁ ἥλιος λάμπει ἀπὸ τὸ δικό Του φῶς. Ἀπὸ τὴν ὅρασή Του βλέπει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό του κόσμου ὁλόκληρου, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος του. Ὡς Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὡς Θεὸς μὲ ἀνθρώπινη σάρκα, ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο ὡς ἕνα νέο φῶς, γιὰ νὰ σκορπίσει τὸ σκοτάδι ποὺ εἶχε συσσωρευτεῖ στὸν κόσμο, νὰ φωτίσει τὸ σκοτισμένο νοῦ τῶν ἀνθρώπων, ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὅραση σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώσει ἡ ἁμαρτία. Μὲ ἄλλα λόγια ᾖρθε γιὰ νὰ γίνει φῶς στοὺς ἀνθρώπους, στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, στὸ σῶμα καὶ στὸ νοῦ. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὤ, εἶπε στοὺς συγχρόνους Του στὴ γῆ, γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς τὸ φῶς ποὺ περίμεναν ἀπὸ παλιὰ καὶ νὰ μὴ παραμείνουν στὸ σκοτάδι. «Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἶνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβη» (Ἰωάν. ιβ΄35).

Ἀλοίμονο σὲ κείνους ποὺ τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, ποὺ τὸν ἀπέρριψαν καὶ παρέμειναν στὸ νεκρικὸ σκοτάδι. Ἡ ἀπάντησή Του ὅμως ἀφορᾶ καί μᾶς. Εἴμαστε καὶ μεῖς σύγχρονοί Του, γιατί παραμένει ζωντανὸς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Σήμερα ἔχουμε τὴ διαβεβαίωση τῶν λόγων Του: Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμὶ τοῦ κόσμου. Ἐνόσω ζεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Ἐνόσω ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ λαό, εἶναι τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἐνόσω ὑπάρχει στὸ σχολεῖο, εἶναι τὸ φῶς τοῦ σχολείου. Ἐνόσω ὑπάρχει στὸ ἐργοτάξιο, εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἐργοταξίου καὶ τῶν ἐργαζομένων. Ἀπ’ ὅπου ἀποσύρει τὴν παρουσία Του, ἐκεῖ κυριαρχεῖ ἀπόλυτο σκοτάδι. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται κόλαση χωρὶς Ἐκεῖνον. Λαὸς χωρὶς Ἐκεῖνον γίνεται ἀγέλη πεινασμένων κι ἀχόρταγων λύκων. Σχολεῖο χωρὶς Ἐκεῖνον μετατρέπεται σὲ φαρμακερὸ ἐργοστάσιο ἀνοησίας. Ἐργοτάξιο χωρὶς τὴν παρουσία Τοῦ μεταβάλλεται σὲ τόπο γογγυσμοῦ καὶ μίσους. Σκέψου τώρα τὰ νοσοκομεῖα καὶ τὶς φυλακὲς χωρὶς Ἐκεῖνον! Δὲν εἶναι παρὰ σκοτεινὰ σπήλαια ἀπόγνωσης. Ὅποιος θυμᾶται πραγματικὰ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του, τὶς μέρες ποὺ ἔζησε χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ τὶς ἄλλες ποὺ ἔζησε μαζί Του, ἔχει μέσα τοῦ τὴ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμὶ τοῦ κόσμου».

«Ταῦτα εἰπῶν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρυσε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῶ ὕπαγε, νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος» (Ἰωάν. θ΄6-7). Ὁ τυφλὸς ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, πλύθηκε στὸ Σιλωὰμ καὶ γύρισε μὲ ἀποκαταστημένη τὴν ὅρασή του. Ὅλα ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στοὺς μαθητὲς Τοῦ ὡς ἐκείνη τὴ στιγμή, τὰ εἶπε μπροστὰ στὸν τυφλὸ ἄνθρωπο, μὲ σαφῆ τὴν πρόθεσή Του ν’ ἀκούσει κι ἐκεῖνος τὰ λόγια Του. Ὁ Κύριος ἔδινε προτεραιότητα στὴν πνευματικὴ ὅραση τοῦ τυφλοῦ. Εἶναι πιὸ δύσκολο ν’ ἀνοίξει κανεὶς τὰ πνευματικὰ μάτια παρὰ τὰ σωματικά? πιὸ δύσκολο ἀλλὰ καὶ πιὸ σπουδαῖο. Γιὰ ν’ ἀποδείξει ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο ν’ ἀποκαταστήσει τὴ σωματικὴ ὅραση καὶ πὼς αὐτὸ εἶναι λιγότερο σπουδαῖο, ὁ Κύριος ἔφτυσε στὸ χῶμα, ἔφτιαξε πηλὸ καὶ ἄλειψε μ’ αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἦταν σὰ να’ λέγε δηλαδή: «Δέστε, πὼς ἀπὸ τὸ περιφρονημένο πτύσμα καὶ τὸ χῶμα, ἀπὸ τὸν τιποτένιο πηλό, θ’ ἀποκτήσει τὴ σωματική του ὅραση καὶ θὰ δεῖ. Πῶς ὅμως θὰ λάβει τὴν πνευματική του ὅραση; Ἐκτιμῆστε περισσότερο τὸ πνευματικὸ παρὰ τὸ σωματικό, γιατί τὸ σῶμα δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἔνδυμα κι ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ πνεύματος».

Ὁ Κύριος ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ θυμίσει στοὺς μαθητὲς τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς. Φανέρωσε ἔτσι πὼς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ Δημιουργὸς ποὺ διαμόρφωσε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλὸ μὲ τὸ νὰ φτιάξει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικό. Ὁ Κύριος ἤθελε ἐπίσης νὰ φανερώσει στοὺς μαθητὲς πὼς ἡ θεϊκή Του δύναμη πηγάζει ἀπὸ τὸ πνεῦμα Του, ὄχι ὅπως γινόταν μὲ τὰ λόγια Του, μὲ τὰ ὁποία ἀνέστησε νεκροὺς κι ἔδωσε τὴν ὅραση σὲ πολλοὺς τυφλούς∙ ὄχι ὅπως μὲ τὰ χέρια Του, ποὺ τὰ ἀκουμποῦσε στοὺς ἄρρωστους καὶ τοὺς ἔκανε καλά∙ ὄχι ὅπως μὲ τὰ ἱμάτιά Του, ποὺ μόλις τ’ ἄγγιξε ἡ γυναῖκα ποὺ εἶχε τὴ ρύση τοῦ αἵματος ἔγινε καλά, ἀλλ’ ἀκόμα καὶ μὲ τὸ πτύσμα Του.

Γιατί ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν τυφλὸ ἄνθρωπο στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ; Γιατί δὲν τοῦ χάρισε ἀμέσως τὴν ὅραση, ἀλλὰ τὸν ἔστειλε νὰ πλύνει σ’ αὐτὸ τὸ νερὸ τὰ μάτια του, ποῦ ἦταν ἀλειμμένα μὲ τὸν πηλό; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φορᾶ στὸ εὐαγγέλιο ποὺ ὁ Κύριος κάνει χρήση γήινων ὑλικῶν γιὰ νὰ θαυματουργήσει. Ἴσως μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος νὰ θέλησε νὰ τιμήσει τὴ δημιουργημένη φύση. Θὰ ’ταν καλὸ στοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀναζητοῦν θεραπεία γιὰ τὶς παθήσεις τους στὰ φυσικὰ φάρμακα καὶ στὰ μεταλλικὰ νερά. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως πρέπει νὰ ξέρουν πὼς ὅλα τὰ φυσικὰ φάρμακα κι ὅλα τὰ μεταλλικὰ νερὰ ὑπηρετοῦν τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ κανένα φάρμακο δὲν εἶναι ἀποτελεσματικὸ καὶ κάθε πηγὴ δὲν ἔχει παρὰ νεκρὸ (φυσικό) νερό. Πόσοι τυφλοὶ ἄνθρωποι εἶχαν πλύνει τὰ μάτια τους στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ ὡς τότε, χωρὶς νὰ λάβουν τὴν ἐπιθυμητὴ ἴαση; Πόσες φορὲς θὰ πρέπει ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος να’ χὲ πλυθεῖ ὁ ἴδιος σ’ αὐτὴν χωρὶς ἀποτέλεσμα; Ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Χωρὶς τὴ δύναμή Του, ὁ τυφλὸς θὰ μποροῦσε νὰ πλένεται κάθε μέρα στὴν κολυμβήθρα αὐτὴ καὶ νὰ ξαναγυρίζει κάθε φορὰ στὸ σπίτι τοῦ τυφλός.

Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος, ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγγελιστής. Τὸ μυστήριο ὄνομα τοῦ θεραπευτικοῦ αὐτοῦ νεροῦ δὲν εἶναι συμβολικὰ τοῦ θαυματουργοῦ Ἰατροῦ, τοῦ Ἀπεσταλμένου ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἂν προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε εὐρύτερη πνευματικὴ διάσταση στὸ γεγονὸς αὐτό, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος ἀντιπροσωπεύει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα κι ἡ κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ ν’ ἀποκαταστήσει τὴν πνευματικὴ ὅραση τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώσει ἡ ἁμαρτία. Κι αὐτὸ μὲ μέσο τὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος.

Πόσο ταπεινὸς κι ὑπάκουος ὅμως ἦταν ὁ τυφλός! Ὄχι μόνο ἄφησε τὸν Κύριο ν’ ἀλείψει τὰ μάτια του μὲ πηλό, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπάκουσε, πῆγε μετὰ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ πλύθηκε. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀνταποκρίθηκε στὸ πνεῦμα τοῦ τυφλοῦ, γιὰ νὰ ἐμφυτέψει μέσα τοῦ τὴν πίστη. Τώρα, μὲ τὸ νὰ τὸν στείλει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ τοῦ διδάσκει τὴν ὑπακοή, γιατί ἡ πίστη εἶναι ἀλληλένδετη μὲ τὴν ὑπακοή. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ὑπακούει ἀμέσως καὶ πρόθυμα στὸ θέλημά Του.

Ἀδελφοί μου! Ἂν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χωρὶς ὑπακοὴ ἀλλὰ μὲ γογγυσμό, ἡ πίστη πολὺ λίγο θὰ μᾶς ὠφελήσει. Προσέξτε τὸν τυφλὸ ἄνθρωπο: Πιστεύει, ἔχει ὑπακοή, πηγαίνει ἀμέσως στὸ Σιλωάμ, ὅπου ἐνίψατο, καὶ ᾖλθε βλέπων. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂν ρωτήσει κάποιος: καὶ πὼς εἶδε, ὅταν ἀπόπλυνε τὸν πηλό, δὲ θ’ ἀκούσει ἀπό μας τιποτ’ ἄλλο, παρὰ μόνο πὼς δὲν ξέρουμε πὼς ἔγινε. Καὶ τί σόι θαῦμα ἦταν αὐτό, ἂν δὲ γνωρίζουμε; Οὔτε ὁ Εὐαγγελιστὴς γνώριζε οὔτε ὁ ἴδιος ὁ τυφλός».

Ἀλλὰ γιατί διερωτώμαστε μόνο γιὰ τὸ περιστατικὸ αὐτό; Ἂν κάποιον τὸν ἐνοχλεῖ αὐτό, ἃς ρωτήσει καὶ γιὰ τὶς ἑκατοντάδες, τὶς χιλιάδες ἄλλες περιπτώσεις ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός. Ἃς διερωτηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλες οἱ γενεὲς ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε ἡ ἱστορία, πὼς ἔγιναν ὂλ’ αὐτά. Ἀπάντηση δὲ θὰ λάβουν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ Ἐκείνου ποὺ τὰ ἔκανε ὅλα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἦταν ἀσύγκριτα πιὸ σοφὸς καὶ πιὸ διαβασμένος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν τυφλό, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει πὼς ὁ ἴδιος, ὡς Σαούλ, τυφλώθηκε καὶ πὼς δέχτηκε τὴν ὅρασή του ὅταν ὁ Ἀνανίας ἔβαλε πάνω τοῦ τὰ χέρια στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔκανε Παῦλο (βλ. Πράξ. θ΄10-18).

Τὸ ὅτι ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος δὲ γνώριζε πραγματικὰ πὼς δέχτηκε τὴν ὅρασή του, φαίνεται τὰ ἴδια τοῦ τὰ λόγια. Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸ Σιλωὰμ μὲ τὴν ὅρασή του ἀποκαταστημένη, πολλοὶ ἀποροῦσαν ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώριζαν πρὶν ὡς τυφλὸ ἢ κάποιος ἄλλος ποὺ τοῦ ἔμοιαζε. Ὅταν ὁ ἴδιος ἀπάντησε ὅτι ἐγὼ εἰμι, οἱ ἄλλοι τὸν ρώτησαν πὼς ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Στὴν ἀπάντησή του ὁ πρώην τυφλὸς περιέγραψε μὲ λίγα λόγια ὅλο τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ ἐξηγήσει πὼς ἔγινε καὶ εἶδε. Ἀπελθών δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα, εἶπε. Ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στοὺς Φαρισαίους κι ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν πὼς εἶδε, ἀπάντησε: «Πηλὸν ἐπέθηκέ μοι (ὁ Ἰησοῦς) ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην καὶ βλέπω» (Ἰωάν. θ΄15). Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ, δίνοντας μιὰ ἀκριβὴ καὶ θαραλλέα περιγραφὴ τοῦ περιστατικοῦ ποὺ εἶχε λάβει χώρα.

Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λάμπει στὸν κόσμο καὶ φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτεται στὰ μάτια μας στὴν πραγματική του λαμπρότητα μόνο ὅταν τὸ βλέπουμε ἀπέναντι στὸ σκοτάδι τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσα ἀκολούθησαν τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ φανερώνουν, στὴν πραγματική τους διάσταση, τὸ παγωμένο σκοτάδι ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα σκοτάδι πού, στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἁπλώνεται σὰν μιὰ βαριὰ σκιὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἀστραφτερὸ φῶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερὸ σκοτάδι ποὺ καλύπτει τὴν τυφλὴ καρδιὰ καὶ τὸν τυφλὸ νοῦ τοῦ Φαρισαίου. Ἐκεῖνοι (οἱ Φαρισαῖοι) ὄχι μόνο δὲ χάρηκαν ποὺ ὁ τυφλὸς ἐπαίτης ποὺ ἔστεκε μπροστὰ στὸ ναὸ τώρα ἔβλεπε, ἀλλὰ καὶ πικράθηκαν, ἔνιωσαν προσβολή. Ὁ δικός τους ναὸς εἶχε ἤδη μεταβληθεῖ σ’ ἕνα κῆπο τοῦ Σαββάτου, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὅλη τους ἡ πίστη εἶχε μετατραπεῖ σὲ λατρεία τοῦ Σαββάτου, σᾶ νὰ ἦταν ἡ μέρα ἐκείνη κάποια θεά. Δὲ ρώτησαν μὲ συμπάθεια τὸν τυφλὸ πῶς ζοῦσε τόσα χρόνια δίχως ὅραση, ἀλλὰ τοῦ ἐπιτέθηκαν μὲ τὸ σκόπιμο ἐρώτημα: Πῶς τόλμησε νὰ δεχτεῖς τὴν ὅρασή σου ἡμέρα Σάββατο; «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγαν, οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὗ τηρεῖ» (Ἰωάν. θ΄16). Γι’ αὐτοὺς ἄνθρωπος «τοῦ Θεοῦ» ἦταν ὅποιος κοιμόταν τὸ Σάββατο, ὅποιος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ περπατήσει, γιὰ νὰ μὴ χαλάσει τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν «τοῦ Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού, ἐνῷ εἶναι Σάββατο, δίνει τὴν ὅραση σὲ τυφλὸ ἄνθρωπο! Σύμφωνα μὲ τὴ διεφθαρμένη λογικὴ τοὺς οἱ πρῶτοι τηροῦσαν τὸ Σάββατο, ὁ δεύτερος ὄχι!

Ὅταν ὅμως ἄνοιξε ἡ συζήτηση ἀνάμεσα στοὺς Φαρισαίους καὶ τὸν τυφλὸ γιὰ τὸ Χριστό, ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν τί γνώμη εἶχε γι’ Αὐτόν. «Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν» (Ἰωάν. θ΄17). Εἶναι φανερὸ πὼς δὲν τὸν ρώτησαν γιὰ νὰ μάθουν ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ τὸν καταδικάζει ἐπειδὴ δὲν τήρησε τὸ Σάββατο. Ὁ τυφλὸς ὅμως ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸ Χριστό, μὲ ὅρους ποὺ ὁ ἴδιος ἀντιλαμβανόταν πὼς ἦταν οἱ καλλίτεροι καὶ πιὸ δυνατοὶ στὸν κόσμο. Οἱ πιὸ καλοὶ καὶ πιὸ δυνατοὶ ἄνθρωποι ἦταν οἱ προφῆτες, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ εἶχε ἀκούσει καὶ θὰ εἶχε μάθει. Γι’ αὐτὸ σκέφτηκε ἔτσι καὶ ἀπάντησε ὅτι προφήτης ἐστίν.

Ὅταν ἔλαβαν αὐτὴν τὴν ἀναπάντεχη καὶ ἀνέλπιστη ἀπάντηση, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ ν’ ἀρνηθοῦν τὸ θαῦμα καὶ νὰ ὑποστηρίξουν πὼς δὲν πίστευαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν κάποτε τυφλὸς καὶ τώρα βρῆκε τὸ φῶς του. «Οὐκ ἐπίστεψαν οὒν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἣν καὶ ἀνέβλεψεν»(Ἰωάν. θ΄18). Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε δημόσια, ἔκαναν πὼς δὲ τὸ ἀναγνώριζαν, ἤθελαν νὰ τὸ ὑποβαθμίσουν καὶ νὰ περιορίσουν τὴ διάδοση τῆς φήμης τοῦ Χριστοῦ ὡς θαυματουργοῦ. Τὸ ὅτι ἐνεργοῦσαν ὑποκριτικὰ ὅταν ἔκαναν πὼς δὲ τὸ πίστευαν, φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάλεσαν τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ τοὺς ρωτήσουν. Κι αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν κατάσταση καὶ νὰ μάθουν τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς οἱ γονεῖς τοῦ θ’ ἀρνοῦνταν τὸ θαῦμα ἢ θὰ τὸ ἀμφισβητουςαν ἢ κατὰ κάποιο τρόπο θὰ τὸ ἀποδυνάμωναν. Οἱ γονεῖς ὅμως, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικοὶ ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς πρεσβυτέρους, διαβεβαίωσαν πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ γιός τους κι ὅτι εἶχε γεννηθεῖ τυφλός, «πὼς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τὶς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει» (Ἰωάν. θ΄21).

Αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀκόμα ἀπογοήτευση γιὰ τοὺς θεομάχους πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων! Τί μποροῦσαν νὰ κάνουν τώρα; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει νὰ βαδίζει στὸ ὑποχθόνιοι σκοτάδι, χωρὶς νὰ θέλει νὰ βγεῖ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ κάνει; παρὰ νὰ περνάει ἀπὸ τὸ ἕνα ζοφερὸ μονοπάτι στὸ ἄλλο.

Οἱ πανοῦργοι Φαρισαῖοι ἔλαβαν κι ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ μιὰ ὁλότελα ἀπρόσμενη, ἀνεπιθύμητη καὶ δυσάρεστη ἀπάντηση. Τώρα δὲν τοὺς ἔμεινε τιποτ’ ἄλλο νὰ κάνουν παρὰ νὰ πάρουν ἐκδίκηση μὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο καὶ ταπεινὸ τρόπο: τὸν ἐκμαυλισμὸ τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης. Κάλεσαν πάλι τὸν τυφλὸ καὶ τοῦ ἔκαναν μιὰ πανούργα καὶ συνάμα ἄτιμη πρόταση: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ? ἠμεῖς οἴδαμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλὸς ἐστιν» (Ἰωάν. θ΄24). Δηλαδὴ ἦταν σὰ νὰ τοῦ λέγανε ὅτι «ἐμεῖς ἔχουμε ἐρευνήσει σὲ βάθος τὰ πράγματα καὶ βεβαιωθήκαμε πὼς ὅλοι ἔχουμε δίκιο, τόσο ἐσὺ ὅσο κι ἐμεῖς. Εἶπες τὴν ἀλήθεια ὅταν εἶπες πὼς ἤσουν τυφλὸς κι ἔπειτα βρῆκες τὴν ὅρασή σου. Ἔχουμε κι ἐμεῖς δίκιο ὅμως ποὺ ἀμφιβάλλουμε πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνοιξε τὰ μάτια σου. Εἴμαστε σίγουροι πὼς εἶναι ἁμαρτωλὸς κι ὅτι δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Ὅσο γιὰ τὸ πὼς ἔγιναν τὰ πράγματα, ἔχουμε τὴν πεποίθηση πὼς μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Γι’ αὐτὸ δὸς δόξαν τῷ Θεῷ καὶ ἀποκήρυξε αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀπὸ τώρα καὶ πέρα νὰ μὴν ἔχεις καμιὰ ἐπαφὴ μαζί του.

Τί ἀνόητοι ποὺ ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι! Μὲ τὸ πάθος ποὺ τοὺς τύφλωνε δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν ὅτι, μὲ τὸ ν’ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, στὴν πραγματικότητα τὸν ὁμολογοῦσαν ὡς Θεό. Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ! Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Μὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὸ ἔκανε, κι αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι Θεός! «Πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί….» (Ψαλμ. ρμ΄10).

Ὁ τυφλὸς τότε ἔδωσε μιὰ πολὺ σοφὴ ἀπάντηση στοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους: «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστι οὐκ οἶδα ἐν οἶδᾳ, ὅτι τυφλὸς ἦν καί ἄρτι βλέπω» (Ἰωάν. θ΄25). Ἐγὼ εἶμαι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἦταν σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε, ἀπαίδευτος, ἐνῷ ἐσεῖς εἶστε σπουδασμένοι, ἐπιτηδευμένοι στὶς συζητήσεις γιὰ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναμάρτητους. Ἐσεῖς κρίνετε τὸ Θεραπευτή μου ἀπὸ τὸ Σάββατο, ἐγὼ ἀπὸ τὸ θαῦμα. Ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ σὲ ποιὰ ἔκταση, σύμφωνα μὲ τὸ ὅριο τοῦ σαββατισμοῦ σας, δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς ἔγινε ἕνα θαῦμα ἀπὸ Ἐκεῖνον σὲ μένα κι αὐτὸ πιστεύω πὼς ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Μέχρι νὰ μοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια, ὁ κόσμος γιὰ μένα ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε.

Οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν διαβεῖ πιὰ ὅλους τους σκοτεινοὺς καὶ καταχθόνιους δρόμους. Τώρα δὲν τοὺς ἔμεινε τίποτ’ ἄλλο. Στάθηκαν πεισματικὰ ὅμως στὰ ἴδια πράγματα καὶ ἐπέμειναν νὰ ρωτοῦν τὸν τυφλό: «Τί ἐποιῆσε σοί; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;» (Ἰωάν. θ΄26). Ἔκαναν κι αὐτὴν τὴν ἐρώτηση μὲ πανούργα διάθεση, μήπως ἀκούσουν κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποβαθμίσει τὸ θαῦμα ἢ νὰ λειτουργήσει σὲ βάρος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὅμως ἦταν ἁπλὸς καὶ τίμιος στὴν κρίση του κι εἶχε φτάσει στὰ ἄκρα, ἕτοιμος ν’ ἀγανακτήσει μὲ τοὺς ταπεινοὺς χειρισμοὺς τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ, ἐκείνους ποὺ ὡς τότε εἶχε μάθει νὰ τοὺς σέβεται κατὰ κάποιο τρόπο, χωρὶς νὰ τοὺς γνωρίζει καλά. Γι’ αὐτὸ κι ἀπάντησε ἀπότομα: «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;» (Ἰωὰν θ΄27). Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει πιὸ ἴσια καὶ κατάλληλη ἀπάντηση. Μετὰ ἀπ’ αὐτὴν οἱ πρεσβύτεροι ἔλαβαν ἀμυντικὴ στάση: «ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον σὺ εἰ μαθητὴς ἐκείνου, ἠμεῖς δὲ τοῦ Μωυσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἠμεῖς οἴδαμε ὅτι Μωυσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός∙ τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» (Ἰωάν. θ΄28-29). Οἱ παμπόνηροι χρησιμοποίησαν τὸ Μωυσῆ γιὰ νὰ δικαιώσουν τὸν ἑαυτό τους. Ἐναβρύνονταν νὰ λένε πὼς ἦταν δάσκαλός τους, πὼς ἐκεῖνοι ἦταν μαθητές του. Ὁ Κύριος ὅμως εἶχε ἤδη ξεκαθαρίσει τὶς ἀπόψεις τοῦ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα: «Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι… φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τᾶς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς…. οὐαὶ δὲ ὑμῖν γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τάς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι» (Μάτθ. κγ΄2, 6, 13). Τί σόϊ μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ ἦταν αὐτοί; Τοὺς εἶπε ἐπίσης ὁ Κύριος: «Οὗ Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον» (Ἰωάν. ζ΄17). Δὲν τηροῦσαν τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, τὸν παραβίαζαν μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἀπληστία τους καὶ ἰσχυρίζονταν πὼς ἦταν μαθητές του, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν παράνομοι καὶ προδότες τοῦ ἴδιου του Μωυσῆ. Ὁ Μωυσῆς δὲν ἦταν πιὰ δάσκαλός τους, εἶχε γίνει κατήγορός τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα? ἔστιν ὁ κατηγορῶν Μωυσῆς, εἰς ὂν ὑμεῖς ἠλπίκατε» (Ἰωάν. ε΄45). Ἡ ἐμπιστοσύνη σας στὸ Μωυσῆ εἶναι μάταιη, γιατί τὸ νόμο τοῦ τὸν κόβετε ἀπὸ τὴ ρίζα. Ἡ ἐμπιστοσύνη σας στὸ Μωυσῆ εἶναι πλαστή, κίβδηλη, γιατί τὸ μόνο ποὺ ἐμπιστεύεστε εἶναι ἡ ἐξουσία κι ὁ πλοῦτος σας, τίποτ’ ἄλλο. «Εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωυσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί. Περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν» (Ἰωάν. ε΄46∙ βλ. Δεύτ. Ἰη΄15-19). Οἱ δεμένες στὴ γῆ ψυχὲς τῶν Φαρισαίων δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ πιστέψουν στὸ Μωυσῆ. Πολὺ λιγότερο μποροῦσαν νὰ πιστέψουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Βλέπετε πῶς χρησιμοποιοῦσαν τὰ ψέματα οἱ Φαρισαῖοι, οἱ αὐτοκαλούμενοι μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ; Σ’ ἕναν ἁπλοϊκὸ ἐπαίτη λένε γιὰ τὸν Κύριο: «..τοῦτον δὲ (τὸν ἄνθρωπον) οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔλεγαν: «ἀλλὰ τοῦτον (τὸν ἄνδρα) οἴδαμε πόθεν ἐστὶν ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν» (Ἰωάν. ζ΄27). Εἴτε γνώριζαν οἱ Φαρισαῖοι ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ὁ Κύριος, εἴτε ὄχι. Ἂν γνώριζαν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ τότε ψεύδονται ὅταν ἔλεγαν στὸν τυφλὸ ἄνθρωπο πὼς οὐδεὶς γιγνώσκει πόθεν ἐστίν. Ἂν δὲ γνώριζαν μετὰ ἀπὸ τόση κατασκοπεία, τόσους διωγμοὺς καὶ φασαρίες ἐναντίον Του, τόση ἔρευνα γιὰ τὴν καταγωγή, τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις Του, αὐτὸ σημαίνει πὼς ἦταν πραγματικὰ ὁ Χριστός. Γιατί ὑπῆρχε ἡ κοινὴ πεποίθηση πὼς ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. Προσέξτε πὼς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾶ τὰ λόγια του προφήτη καὶ βασιλιά: «Πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί….» (Ψαλμ. ρμ΄10).

Ὅλ’ αὐτὰ λειτούργησαν τελικὰ γιὰ νὰ φανερώσουν στὸν ἐπαίτη τὴν ἀπογοητευτικὴ ἠθικὴ κατάπτωση τῶν ἄθλιων αὐτῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐκεῖνος τοὺς κατηγοροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο, ὅπως ἐπίσης ὁμολογοῦσε τὸν Κύριο ὅλο καὶ μὲ περισσότερη παρρησία. Στὰ τελευταῖα λόγια τοὺς ὁ τυφλὸς ἀπάντησε μὲ τὸν τρόπο του: «ἐν γὰρ τουτω θαυμαστὸν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστι, καὶ ἀνέωξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς» (Ἰωάν. θ΄30). Ἦταν δηλαδὴ σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: «Τί σόϊ ἐθνικοὶ ἡγέτες καὶ πρεσβύτεροι εἶστε σεῖς, ποὺ γνωρίζετε τὶς παραμικρότερες λεπτομέρειες τοῦ τελετουργικοῦ καὶ δὲν ξέρετε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποῦ ἔκανε σὲ μένα ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα; Ποιὸς μπορεῖ νὰ ξέρει ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποῦ κάθεστε στὴν καθέδρα τοῦ Μωυσῆ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει στὸ λαὸ γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποὺ κάθε Σάββατο ἑρμηνεύετε τὸν ἱερὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες;» καὶ ὁ ἁπλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος συνέχισε τὴ διδασκαλία τοῦ πρὸς τοὺς ψευδοδιδασκάλους τοῦ λαοῦ: «Οἴδαμε δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐὰν τὶς θεοσεβὴς ἢ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῆ, τούτου ἀκούει» (Ἰωάν. θ΄31). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ ἁπλοϊκὸς τυφλὸς ἀπάντησε στὰ λόγια τῶν Φαρισαίων, ἠμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλὸς ἐστιν. Κι ὁ ἄνθρωπος τώρα τοὺς ἁπαντά: «…ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς».

Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παράδειγμα στὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ νὰ λέει ὅτι ὁ Θεὸς ἀκούει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο κάνει θαῦμα. «Ὅταν ἐκτείνητε τᾶς χεῖρας ὑμῶν πρὸς μέ, λέει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προφήτη Του, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ’ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις» (Ἤσ. α΄15). Ἡ προσευχὴ τοῦ Σαοὺλ τὸν καιρὸ ποὺ ἁμάρτανε, ἦταν μάταιη. Ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἄκουγε. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ πολὺ λιγότερο θαυματουργεῖ μὲ αὐτόν, ἐκτὸς ἂν μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλός, ξεπλύνει τὶς ἁμαρτίες μὲ τὰ δάκρυά του, μισήσει τὴν ἀνομία, ἀποδεχτεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πέσει μετανοημένος κι ἀποφασισμένος μπροστὰ στὰ πόδια Του, μ’ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ μὲ προσευχή. Ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, ὅπως συχώρεσε καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ὅπως τὸν Ζακχαῖο τὸν τελώνη καὶ τὸ λῃστὴ πάνω στὸ σταυρό. Καὶ τότε δὲ θὰ εἶναι πιὰ ἁμαρτωλοί. Τότε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τοὺς ἀκούει ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι μετανιωμένοι. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ προσεύχονται στὸ Θεὸ ἀλλ’ ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία. «Μακρὰν ἀπέχει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀσεβῶν, εὐχαῖς δὲ δικαίων ἐπακούειν» (Παρ. ιε΄ 29).

Ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος δίδαξε τοὺς ψευδοδιδασκάλους ποιὸν ἀκούει ὁ Θεὸς καὶ ποιὸν ὄχι κι ἔπειτα ξεχώρισε τὸ Χριστὸ ὡς τὸ μεγαλύτερο θαυματουργὸ στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.

«Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξε τὶς ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου, εἰ μὴ ἣν οὖτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. θ΄32-33). Ὁ ἄνθρωπος τώρα ἔπλεξε ἕνα πλῆρες ἐγκώμιο στὸ Θεραπευτὴ καὶ Εὐεργέτη του. Τὸ ξεκαθάρισε τώρα πὼς ἦταν κι αὐτὸς ὀπαδός Του. Κι ἀφήνει τοὺς Φαρισαίους νὰ καταλάβουν πὼς ἦταν μάταιες ὅλες οἱ πανοῦργες ἐνέργειές τους ν’ ἀρνηθοῦν τὸ ἐλάχιστο θαῦμα ἢ νὰ τὸ διατρέψουν, μὲ τὸ ἐπιχείρημα πὼς ὁ Κύριος εἶναι ἁμαρτωλός.

Μόλις ἄκουσαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶχε θεραπευτεῖ, οἱ Φαρισαῖοι τοῦ εἶπαν: «Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω» (Ἰωάν. θ΄34). Ὅταν οἱ ὑποκριτὲς κι οἱ ψεῦτες φτάνουν στὴν ἄκρα ἀπόγνωση, δὲν ἔχουν ποὺ ἀλλοῦ νὰ καταφύγουν παρὰ μόνο στὴ βία. Οἱ Φαρισαῖοι εἶδαν πὼς εἶχαν μεθοδεύσει τὰ πάντα, ἀλλ’ ὅλες οἱ πανουργίες τους ἀποδείχτηκαν μάταιες. Καὶ τότε, ντροπιασμένοι καὶ μαινόμενοι, κατηγόρησαν τὸν ἁπλοϊκὸ καὶ τίμιο ἄντρα, τὸν ἀποκάλεσαν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν ἔδιωξαν.

Ὡς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστὴς περιγράφει τὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ σύννεφο ποὺ ἦταν ὁλοφάνερο στὰ πρόσωπα τῶν Φαρισαίων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ καὶ τοῦ θείου Του θαύματος. Τὸ φῶς εἶναι ἀλήθεια∙ τὸ σκοτάδι εἶναι ψέμμα. Τὸ φῶς εἶναι ἀγάπη? τὸ σκοτάδι εἶναι μῖσος. Τὸ φῶς εἶναι δύναμη∙ τὸ σκοτάδι εἶναι ἀπουσία δύναμης.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ φῶς κι ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ τελειώνει μὲ φῶς. Φῶς, ὄχι σκοτάδι. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὸ θαῦμα ἀποχώρησε καὶ ἄφησε τὸν τυφλὸ ποὺ θεράπευσε μόνο τοῦ γιὰ λίγο, ν’ ἀντιμετωπίσει μόνος του τὶς ἐπιθέσεις τῶν Φαρισαίων καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἀλήθεια ἐνάντια στὸ ψέμμα. Μετὰ ἐμφανίστηκε πάλι καὶ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἤθελε νὰ σώσει.

«Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρῶν αὐτὸν εἶπεν αὐτῶ? σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (Ἰωάν. θ΄35). Ὁ θεραπευμένος τυφλὸς εἶχε ἤδη περάσει τὴν πρώτη δοκιμασία. Ἀπέδειξε πὼς ἦταν ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἔστειλε μὲ τὰ μάτια ἀλειμμένα μὲ πηλὸ γιὰ νὰ πλυθεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκιμασία τῆς ὑπακοῆς. Μετὰ πέρασε στὴ δεύτερη δοκιμασία: ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ἐκτεθεῖ καὶ ν’ ἀντέξει στὸν πειρασμό, δὲν πρόδωσε τὸν Κύριος μπροστὰ στὰ ψέμματα τῶν Φαρισαίων. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκιμασία τοῦ πειρασμοῦ. Μετὰ ὁ Κῦρος τὸν πέρασε ἀπὸ τὴν τρίτη καὶ τελευταῖα δοκιμασία. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ μεγαλύτερη. Ἦταν ἡ δοκιμασία τῆς ὀρθῆς πίστης. Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;

«Ἀπεκρύθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἶνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;» (Ἰωάν. θ΄36). Τὸ Χριστὸ τὸν εἶχε γνωρίσει ὡς θαυματουργό. Στοὺς Φαρισαίους τὸν ὀνόμασε προφήτη, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε κάποιο μεγαλύτερο ὄνομα γιὰ νὰ τὸν ὀνομάσει. Δὲν ἦταν ἀκόμα ἕτοιμος νὰ τὸν ὀνομάσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἦταν σὲ ὅλα ὑπάκουος στὸν Κύριο, τὸν λογάριαζε τὸ μεγαλύτερο εὐεργέτη του στὴν γῆ. Ἔτσι ἤθελε ἀπ’ Αὐτὸν ν’ ἀκούσει ποιὸς ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πιστέψει σ’ Αὐτόν.

«Εἶπε δὲ αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐώρακες αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σου, ἐκεῖνος ἐστιν» (Ἰωάν. θ΄37). Ὁ πρώην τυφλὸς ἀπάντησε: «Πιστεύω Κύριε καὶ προσεκύνησε αὐτῶ» (Ἰωάν. θ΄38). Ὁ Κύριος μιλάει ταπεινὰ κι εὐγενικὰ σ’ ἐκείνους ποὺ σῴζει, ὅπως κάνει κι ὁ καλὸς γιατρὸς σ’ ἐκείνους ποὺ θεραπεύει. Δὲν εἶπε στὸν πρώην τυφλό: «Πίστεψε Μέ!», οὔτε τὸν πιέζει μὲ τὰ λόγια: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», τοῦ εἶπε μὲ πραότητα καὶ ἐώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σου, ἐκεῖνος ἐστιν. Στὸν ἐλεύθερο καὶ σκεπτόμενο ἄνθρωπο ὁ Κύριος δίνει χρόνο νὰ σκεφτεῖ καὶ ν’ ἀποφασίσει. Μόλις ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔμαθε πόσο μεγάλος ἦταν ὁ θεραπευτής Του, πολὺ σπουδαιότερος κι ἁπτὸ προφήτη, ἔκραξε ἀμέσως μὲ χαρά: Πιστεύω, Κύριε! Καὶ δὲν τὸ εἶπε μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ ἔπεσε καὶ τὸν προσκύνησε, γιὰ ν’ ἀποδείξει ἔμπρακτα τὴν πίστη του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο (ὁ πρώην τυφλός) ὁμολόγησε τὴ θεϊκή Του δύναμη. Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἡ πίστη τοῦ ἔφτανε ὡς τὰ χείλη του, τὴν ἐπιβεβαίωσε καὶ μὲ τὴν πράξη». Ὅπως νωρίτερα εἶχαν ἀνοιχτεῖ τὰ σωματικὰ τοῦ μάτια, ἔτσι καὶ τώρα ἄνοιξαν τὰ πνευματικά. Τώρα ἔβλεπε καὶ μὲ τὰ σωματικὰ καὶ μὲ τὰ πνευματικὰ τοῦ μάτια καὶ εἶδε μπροστὰ τοῦ τὸ Θεάνθρωπο, τὸ Θεὸ μὲ ἀνθρώπινη σάρκα.

Ὁ Θεὸς εἶναι πραγματικὰ μεγάλος. Μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ ποιῶν θαυμάσια! Πιστεύουμε πὼς εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. Μαζὶ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων στὸν οὐρανό, μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ. Σὲ προσκυνοῦμε, Πανάγιε Κύριε, Ἐσένα καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: Ὁμιλίες γ΄, Ἀναστάσεως Ἡμέρα. Ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, ὡς τήν Πεντηκοστή.


Εκτύπωση   Email