Ἱερά Μονή Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου - Ἁγίας Φιλοθέης Ἀμαρουσίου

Ἡ γῆ τῶν Ἀθηνῶν ἀποτέλεσε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποῦ κήρυξε σὲ αὐτὴν ὁ Ἄπ. Παῦλος «τὸν ἄγνωστο» στοὺς Ἀθηναίους Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τόπο ἁγιοτόκο, ἀλλὰ καὶ ἁγιοβάδιστο. Πολλοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γεννήθηκαν, ἔδρασαν, ἀσκήτευσαν, μαρτύρησαν καὶ ἐτάφησαν σὲ αὐτήν. Μιὰ ἐξ αὐτῶν εἶναι ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία.

 Ἡ Ἁγία ἔδρασε σὲ μία ἀπὸ τὶς σκοτεινότερες περιόδους τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὴν περίοδο τῆς Ὀθωμανοκρατίας, τὸν 16ο αἰῶνα. Μὲ τὴ σύσταση τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἀλλὰ καὶ τῶν διαφόρων μετοχῖων της, στήριξε τὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, προστάτευσε ἑκατοντάδες κορίτσια καὶ γυναῖκες ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν κακοποίησή τους ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς κατακτητὲς καὶ ἡ μοναστική της ζωὴ ἀποτέλεσε φάρο καὶ παράδειγμα πρὸς τὶς μοναχὲς ποὺ ἐγκαταβίωναν μαζί της στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἀλλὰ καὶ στὰ μετόχια της.

 Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (ἤ ἀλλιῶς, μετόχι τῆς Καλογρέζας, ἢ μετόχι τοῦ Πυρσοῦ), ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Ἁγ. Φιλοθέης Ἀμαρουσίου, ἀποτέλεσε μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καὶ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Φιλοθέη τὸ 1571. Ἡ ἴδια ἀναφέρεται στὸ μετόχι αὐτὸ σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε πρὸς τὴ Γερουσία τῶν Βενετῶν τὸ 1583, μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε οἰκονομικὴ ἐνίσχυση γιὰ τὴν ἀποπληρωμὴ δανείου ποὺ εἶχε λάβει προκειμένου νὰ δωροδοκήσει τοὺς Ὀθωμανοὺς γιὰ νὰ μὴν τὸ καταστρέψουν. Πράγματι, μὲ τὴν ἐξαγορὰ τῶν Ὀθωμανῶν τὸ μετόχι τῶν Εἰσοδίων γλίτωσε ἀπὸ τὴν καταστροφή. Σὲ αὐτὸ τὸ μετόχι ἡ Ἁγία ἵδρυσε καὶ σχολεῖο θηλέων. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ καθηγητὴς Τωμαδάκης, τὸ σχολεῖο τοῦ μετοχῖου ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα σχολεῖα θηλέων του Γένους, ἀλλὰ καὶ τῆς Εὐρώπης.

 Μετὰ τὴν κοίμησή της, στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589, ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἐτάφη στὸ μετόχι τῶν Εἰσοδίων. Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ τάφος τῆς Ἁγίας ἄρχισε νὰ μυροβλύζει καί, ὅταν τὸν ἄνοιξαν, διαπίστωσαν πὼς τὸ σῶμα τῆς ἦταν ἀκέραιο καὶ πράγματι μυρόβλυζε. Ἔτσι, τὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ἡ Ἁγία. Ἀναφέρεται, μάλιστα, πὼς ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου της προκάλεσε τὶς ἔντονες ἀντιδράσεις τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τῆς Καλογρέζας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν νὰ παραδώσουν τὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας.

 Ἡ Μονὴ τῶν Εἰσοδίων, χωρὶς πλέον τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός της, ἐξακολούθησε νὰ λειτουργεῖ μέχρι καὶ τὸ 1821. Παράλληλα μὲ τὶς μοναχές, τὸ μετόχι τὸ φρόντιζαν καὶ οἱ ἐπονομαζόμενοι ἐπιστάτες, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξαν οἱ Ἀθηναῖοι προκειμένου νὰ βοηθοῦν τὶς μοναχὲς ποὺ ἐγκαταβίωναν σὲ αὐτὸ στὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦσαν τὴ συντήρησή του καὶ τὴ διαχείριση τῆς κτηματικῆς του περιουσίας, ἡ ὁποία ἦταν σημαντική. Τὸ 1826 ὁ Κιουταχὴς πραγματοποίησε ἐπιδρομὲς στὴν Ἀττικὴ καὶ φαίνεται πὼς προκάλεσε ζημιὲς στὸ μετόχι τῆς Καλογρέζας. Ἴσως τότε νὰ τὸ ἐγκατέλειψαν καὶ οἱ μοναχὲς ποὺ ἐγκαταβίωναν σὲ αὐτό, φοβούμενες τοὺς Τούρκους.

 Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγὸ καὶ τὴν ἐγκατάσταση στὴν Ἑλλάδα τοῦ Ὄθωνα, τὸ μετόχι καὶ ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ περιῆλθε στὰ χέρια ἰδιωτῶν. Αὐτὸ συνέβη ἐξαιτίας ἑνὸς ἀντιμοναστικοῦ διατάγματος, ποὺ ἐξέδωσε ὁ Ὄθων καὶ οἱ προτεστάντες ἀντιβασιλεῖς του στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο οἱ μονὲς ποὺ εἶχαν λιγότερους ἀπὸ ἕξι (6) μοναχοὺς ἔπρεπε νὰ διαλυθοῦν καὶ ἡ περιουσία τους νὰ περιέλθει στὸ λεγόμενο Ἐκκλησιαστικὸ Ταμεῖο, δηλαδὴ στὸ κράτος. Τὸ μετόχι πουλήθηκε στὴν οἰκογένεια Χοϊδά. Οἱ νέοι ἰδιοκτῆτες, χωρὶς νὰ καταστρέψουν τὸ περιτοίχισμα, ἔκτισαν τὸ 1895 στὸ νοτιοδυτικὸ ἄκρο τῆς μονῆς ἕνα διώροφο σπίτι.

 Τὸ 1920 ὁ περίφημος ἀρχαιολόγος Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος, προκειμένου νὰ προστατέψει τὸν Ναὸ τῶν Εἰσοδίων, πέτυχε νὰ κηρυχθεῖ διατηρητέο μνημεῖο. Τὸ 1959, μὲ ἀπόφαση τοῦ ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας, ὁ ναὸς χαρακτηρίσθηκε ὡς «ἱστορικὸν διατηρητέον μνημεῖον» (ΦΕΚ 384/10-10-1959). Σήμερα ἔχουν ξεκινήσει τὰ ἔργα γιὰ τὴν ἀναστήλωση καὶ συντήρησή του ἀπὸ ἐξαίρετους ἐπιστήμονες (συντηρητές, μηχανικοὺς καὶ ἀρχαιολόγους), προκειμένου νὰ ἀποκατασταθεῖ καὶ νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ἐντὸς αὐτοῦ τέλεση τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.

 Τὸ μετόχι τὰ παλαιότερα χρόνια ἦταν περιφραγμένο (μέρος αὐτῆς τῆς περίφραξης σῴζεται μέχρι σήμερα). Στὸ κέντρο του βρίσκεται τὸ Καθολικό, ὁ κεντρικὸς δηλαδὴ ναός, ποὺ τιμᾶται, ὅπως προαναφέραμε, στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ὁ ναὸς ἀνήκει στὸν τύπο τῆς μονόκλιτης θολωτῆς βασιλικῆς καὶ εἶναι διακοσμημένος μὲ ἐξαιρετικῆς τεχνοτροπίας τοιχογραφίες ποὺ χρονολογοῦνται τὸν 16ο αἰῶνα, οἱ ὁποῖες ἐπιζωγραφίσθηκαν τὸν 20ό αἰῶνα κυρίως στὰ πρόσωπα. Στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος δεσπόζει ἡ Πλατυτέρα ἔνθρονη κρατώντας στὰ πόδια Της τὸν Χριστό. Αὐτὴ ἡ τοιχογραφία θεωρεῖται ὡς μιὰ ἀπὸ τὶς παλαιότερές τοῦ ναοῦ. Ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος εἶναι ἁγιογραφημένοι Ἱεράρχες, ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ μυστήριό της Θ. Εὐχαριστίας, σύμφωνα μὲ τὴν τάξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῷ ἰδιαίτερη εἶναι ἡ τοιχογραφία τοῦ Μελχισεδὲκ στὴν Πρόθεση.

 Μέχρι τὸ 1987 τὸ τέμπλο τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς κοσμοῦσαν ἐξαιρετικῆς τεχνοτροπίας εἰκόνες, ποὺ χρονολογοῦνταν ἀπὸ τὸ 1870 (διαστάσεων 80?70 ἐκ.), οἱ ὁποῖες ἐκλάπησαν, μαζὶ μὲ μιὰ κολυμβήθρα (πήλινη μὲ ἀνάγλυφο σταυρὸ καὶ χαραγμένη τὴ χρονολογία 1820), ἕναν ἀσημένιο σταυρό, ἕνα ἐπάργυρο δισκοπότηρο μὲ χαραγμένη τὴ χρονολογία 1800 καὶ πέντε βιβλία ἀνεκτίμητης θρησκευτικῆς καὶ ἀρχαιολογικῆς ἀξίας.

 Στὰ δεξιά τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ ἐξωτερικὰ βρίσκεται ἕνας κίονας ποὺ πιθανὸν εἶναι λείψανο προχριστιανικοῦ ἢ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ναοῦ. Ἔξω ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς μονῆς ὀρθώνονταν καὶ ὑπάρχουν μέχρι καὶ σήμερα πανύψηλα πεῦκα, ἐνῷ λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὸν περίβολο ὑπῆρχε τὸ ὀνομαζόμενο ρέμα τῆς Ροδοδάφνης, ποὺ λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ μοναστῆρι σχημάτιζε καταρράκτη, ὅπως φαίνεται ἀπὸ χάρτες τοῦ 19ου αἰῶνα.

 Τὸ μετόχι τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου δὲν ἀποτελεῖ μόνο ἕναν ἱστορικὸ χῶρο ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τὴ σκοτεινὴ περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἀποτελεῖ κι ἕναν τόπο ὅπου οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ γαληνεύσουν καί, κυρίως, ἕναν ἁγιασμένο τόπο, τὸν ὁποῖο εὐλόγησε μὲ τὴν παρουσία τῆς ἀλλὰ καὶ τὴν ταφή της ἡ «Κυρὰ τῶν Ἀθηνῶν», ἡ Ἁγία Φιλοθέη.

 Ἡ εὐχὴ ἀλλὰ καὶ προσευχὴ τῶν πιστῶν νὰ λειτουργήσει ξανὰ τὸ μετόχι τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ὡς μονὴ πραγματοποιήθηκε.

Μὲ πολὺ πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν ὑπ. ἀριθμὸν 421/2018 ξεκαθαρίστηκε τὸ ἰδιοκτησιακὸ καθεστὼς τῆς μονῆς καὶ ὁρίστηκε ὅτι αὐτὴ ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος. 

Τὸ μετόχι εἶναι σήμερα ἀνδρικὴ Ἱερὰ Μονὴ μὲ Ἡγούμενο τὸ Ἀρχιμανδρίτη π. Γρηγόριο Λιέπουρη καὶ Ἔντεκα (12) μοναχούς.

 
 

Εκτύπωση   Email