τοῦ Ἰωάννου Ἐλ. Σιδηρᾶ Θεολόγου-Ἱστορικοῦ-Νομικοῦ
Ὁ Μακεδονομάχος Παῦλος Μελᾶς ὑπῆρξε ὄντως τὸ «ἱερὸν σφάγιον» καὶ μάλιστα ὁ «ἐθελόθυτος ἀμνὸς τῆς Μακεδονίας», ὁ ὁποῖος κινούμενος καὶ ὠθούμενος ἐξ ἐνὸς ἄδολου καὶ γνήσιου «πατριωτικοῦ φιλομακεδονικοῦ ἔρωτος» ἀπαρνήθηκε τὰ τοῦ κλεινοῦ ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν ἐγκόσμια καὶ τερπόψυχα. Ὁ Παῦλος Μελὰς οὐδέποτε συμβιβάστηκε μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἀνοδικῆς στρατιωτικῆς καριέρας καὶ τῶν κοινωνικῶν δημοσῖων σχέσεων τῶν σαλονιῶν τῆς Ἀστικῆς ἐλιτίστικης Ἀθήνας, ἀλλὰ «ἀκουσίως καὶ ἐθελουσίως», «ἐλευθέρως καὶ ἀγογγύστως», ἐπέλεξε ὄντως ὡς «ἐθελόθυτος ἀμνός» καὶ «ἐθελόθυτον θῦμα» τὴ ζωὴ τοῦ Μακεδονομάχου, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὸν «ἐν τιμῇ θάνατον» ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν.
Ὁ γυναικάδελφος τοῦ Παύλου Μελᾶ, ὁ λόγιος καὶ ἐμφιλόσοφος Ἴων Δραγούμης κακίζοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ ρᾳθυμία ἢ ἀδράνεια ἔγραφε στὸ προσωπικό του Ἡμερολόγιο: «Ἴσως δὲν ἔχω ἀρκετὴ πίστη στὴν ἰδέα τῆς πατρίδας γιὰ νὰ κάμω ὅ,τι ἔκαμε ὁ Παῦλος». Καταδεικνύεται λοιπὸν ὅτι ἡ ἀκλόνητη καὶ ἀμετάθετη πίστη ποὺ ἔτρεφε ὁ Παῦλος Μελὰς στὸ «ταμεῖον τῆς ψυχῆς» του γιὰ τὴν ἰδέα τῆς Πατρίδος, ὑπῆρξε ἡ κινητήριος δύναμη, καίτοι μὴ καταγόμενος ἐκ Μακεδονίας, νὰ ἀπαρνηθεῖ «πᾶσαν τὴν βιοτικὴν μέριμναν» αὐτοῦ καὶ νὰ αὐτοθυσιασθεῖ γιὰ τὴ λατρευτή του Μακεδονία. Ἐξάλλου, ὁ ἴδιος ὡς περήφανος Ἕλληνας, ὡς ἔντιμος ἀξιωματικὸς καὶ κυρίως ὡς γνήσιος πατριώτης, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρει ἐνδομύχως καὶ συνειδησιακῶς τὴν ἐπονείδιστη γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἧττα τοῦ ἀποτυχημένου ἑλληνοτουρκικοῦ πολέμου τοῦ 1897, εἶχε στρέψει ὅλη τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἐναγώνια σκέψη του στὴ σωτηρία τῆς Μακεδονίας καὶ στὴν πρὸς τοῦτο ἀφύπνιση τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων καὶ τοῦ βαρέως καθεύδοντος «ἐθνικοῦ κέντρου» ποὺ παρακολουθοῦσε ἐκ τοῦ μακρόθεν τὰ γενόμενα σὲ βάρος τοῦ ἀκραιφνοῦς μακεδονικοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ὁ μακεδονικὸς θρῦλος «Μίκης Ζέζας»
Ὁ Παῦλος Μελᾶς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἕλληνας ἀξιωματικὸς ποὺ πέρασε στὴν ὀθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, ἡ ὁποία ὑπῆρξε τὸ «μῆλον τῆς ἔριδος» πολλῶν μνηστήρων, ἤτοι Βουλγάρων, Σέρβων καὶ Ρουμάνων, καὶ θυσιάστηκε ὡς ὑπέρμαχος ἀντάρτης ὑπὲρ τῶν «μακεδονικῶν βωμῶν καὶ ἑστιῶν». Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἦταν ἀρκετὸ νὰ γίνει ὁ Παῦλος Μελᾶς ἕνα «πρόσωπο-σύμβολο» τῆς Μακεδονίας καὶ ἐν γένει τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Μελᾶς δὲν ἤξερε τὸν πόλεμο. Ἀπ’ ὅπου περνοῦσε, περνοῦσε φανερὰ καὶ χαμογελοῦσε… Ὅμως ἴσως αὐτὸ τὸ φανερό του πέρασμα μαζὶ μὲ τὸ γλυκὸ χαμόγελο καὶ τὴ συγχώρεση, ἔφερε τὴν ἀνάσταση στὶς καρδιὲς τῶν Μακεδόνων. Ἔτσι ὁ Παῦλος Μελᾶς ἔγινε ὁ μακεδονικὸς θρῦλος Μίκης Ζέζας… Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1904 ὁ Παῦλος Μελᾶς πάτησε τὸ αἰματόβρεχτο καὶ εὐλογημένο χῶμα τῆς μακεδονικῆς γῆς ἦταν ὡσὰν νὰ ἐδέχθη τὸ «ἀόρατον σφράγισμα» τῆς θείας πρόνοιας νὰ ἀγωνισθεῖ καὶ νὰ θυσιασθεῖ χύνοντας τὸ ἑλληνικὸ αἷμα τοῦ ὡς «ἄξιον τέκνον τῆς πατρῴας ἑλληνικῆς γῆς τῶν Μακεδόνων» ὅπου ἡ ἱστορία γράφεται μόνο μὲ τὸ «αἷμα ἁγίων, μαρτύρων καὶ ἡρῴων».
Ἀνεκλάλητη ὑπῆρξε ἡ χαρὰ τοῦ Πάπα-Σταύρου Τσάμη ἀπὸ τὸ Πισοδέρι ὅταν εἶδαν τὰ μάτια τοῦ τὸν Παῦλο Μελὰ τὸν ὁποῖο οἱ κληρικοὶ ὑποδέχονταν ὡς «Μεσσίαν τῆς Μακεδονίας». Ὅταν ὁ Μελὰς μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ ἔφθασαν στὸ χωριὸ Καρυὲς (Ὄρνοβικ) καὶ τοὺς ὑπεδέχθη ὁ Πάπα-Στέφανος, εἶπε χαμηλόφωνα στὸν Μελά: «Σὲ ξέρω. Ὁ Πάπα-Τσάμης μου εἶπε πὼς σὰν ἔρθει αὐτός, τότε θὰ γίνουν μεγάλα πράγματα… ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήσει παιδί μου». Κι ὁ Παῦλος Μελᾶς ἀναφέρει συγκλονισμένος σὲ μία ἐπιστολή: «Ἦταν τόση ἡ χαρὰ του διὰ τὴν ἀνακάλυψιν τοῦ σωτῆρος τῆς Μακεδονίας ὥστε λυπόμουν νὰ τὸν διαψεύσω». Ποτὲ δὲν ἤθελε νὰ διαψεύσει τοὺς μακεδόνες ἀγωνιστὲς συναισθανόμενος βαρυτάτη τὴν εὐθύνη στοὺς ὤμους του, ὅπως ὅταν ἐξέθετε στοὺς συνεργάτες-μέλη τῆς «Ἀμύνης τῆς Κοζάνης» τοὺς στόχους τῆς παρουσίας του στὴ Μακεδονία, γράφοντας ἔπειτα σὲ μιὰ ἐπιστολή του: «Ἔβαλα εἰς τὴν ὁμιλίαν μου ὅλην τὴν πειστικότητα, ὅλον τὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ τὴν φλόγα τῆς ψυχῆς μου. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν προθυμότεροι καὶ ἀπὸ ἐμὲ νὰ ἐργασθοῦν ἀλλὰ δὲν ἐγνώριζαν τὸ πώς, ἐνθουσιάστηκαν ἀλλὰ δὲν ζήτησαν τὴν γνώμη μου». Καὶ ἀλλοῦ ἐναγωνίως γράφει: «Πρέπει νὰ τοὺς ὁμιλήσω, νὰ τοὺς ἐμπνεύσω ἐνθουσιασμόν, πατριωτισμόν, θάρρος καὶ πεποίθησιν. Θεέ μου βοήθησε μέ. Μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις. Εἶμαι μόνος, χωρὶς βοήθεια οὐδαμόθεν, χωρὶς εἰδήσεις, χωρὶς συνεννοήσεις…».
Ὁ Παῦλος Μελᾶς στὶς 14 Αὐγούστου 1904 ὁρίζεται ἀπὸ τὸ Μακεδονικὸ Κομιτάτο τῆς Ἀθήνας ὡς γενικὸς Ἀρχηγὸς τῶν σωμάτων στὴν περιοχὴ Μοναστηρῖου-Καστοριᾶς καὶ λίγες μέρες ἀργότερα καθὼς ξεκινοῦσε νὰ μεταβεῖ στὴ Μακεδονία, ἔγραφε ἀπὸ τὴ Λάρισα, τὴν 21η Αὐγούστου 1904, στὴ σύζυγο τοῦ Ναταλία: «Ἀναλαμβάνω αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ ὅλην μου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ἀναλάβω. Εἶχα καὶ ἐγὼ τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν ὅτι δυνάμεθα νὰ ἐργασθῶμεν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ νὰ σώσωμεν πολλὰ πράγματα. Ἔχων δὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην, ἔχω καὶ ὑπέρτατον καθῆκον νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν ὅπως πείσω καὶ κυβέρνησιν καὶ κοινὴν γνώμην περὶ τούτου».
Ὁ Μητροπολίτης Καστοριᾶς Σεραφείμ, διάδοχος τοῦ μεγίστου ἐκείνου Μακεδονομάχου Μητροπολίτου Καστοριᾶς Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, μὲ ἔμφαση ὑπογραμμίζει ὅτι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Παύλου Μελᾶ ἦταν ἡ ἄδολη ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ πρὸς τοῦτο μνημονεύει τὴ σχετικὴ ἐπιστολή, τὴν ὁποία ἀπέστειλε στὴ γυναῖκα τοῦ Ναταλία, γράφοντας μεταξὺ ἄλλων: «Ἀδελφοί, ἡμεῖς ποὺ ἤλθομεν ἀπὸ τᾶς Ἀθήνας διὰ νὰ σᾶς βοηθήσωμεν, ἐφέραμε μαζί μας μόνον ἀγάπη, πατριωτισμὸν καὶ παλληκαριά… θὰ σᾶς βοηθήσωμεν νὰ ὑπερασπισθῆτε κατὰ τῶν ἀτιμιῶν τῶν Βουλγάρων καί, ἂν εἶναι ἀνάγκη, καὶ κατὰ τῶν ἀτιμιῶν τῶν Τούρκων. Ἠμεῖς δὲν θὰ σᾶς βιάσωμεν νὰ μᾶς ἀκολουθήσετε, ὅπως σας ἔκαμαν οἱ Βούλγαροι. Αὐτοί… τὸ καλοκαῖρι διὰ τῆς βίας σας ἐσήκωσαν μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ δείξουν εἰς τὴν Εὐρώπην ὅτι ἡ Μακεδονία εἶναι βουλγαρικὴ καὶ ὁλόκληρος ἐπανεστάτησε καί… ἄφησαν τοὺς Τούρκους καὶ ἔκαψαν τὰ χωριά σας. Ἐμεῖς ὅπλα θὰ δώσωμεν δωρεὰν εἰς ὅσους μας ζητήσουν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ δὲν θὰ μᾶς ζητήσουν, θὰ τοὺς ἀγαπῶμεν καὶ θὰ τοὺς προστατεύωμεν… θὰ πολεμοῦμε στῆθος μὲ στῆθος καὶ πρῶτα θὰ πέφτωμεν ἠμεῖς καὶ ἔπειτα σεῖς».
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ Μητέρα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς προσωπικότητος τοῦ «Παλικαριοῦ τῆς Μακεδονίας» Παύλου Μελᾶ, ὅπως γράφει ὁ Μητροπολίτης Καστοριᾶς Σεραφείμ, ἦταν ἡ ἀγάπη τοῦ πρὸς τὴ Μητέρα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πρὸς τὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ «τρίπτυχο» ποὺ ἀποδίδει ἀψευδῶς τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἥρωος καὶ μάρτυρος Ἀνδρὸς ἦταν: 1) Ἀγάπη στὴν Ἐκκλησία, 2) Σεβασμὸς στοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, 3) Συμμετοχὴ στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Στὶς 24 Αὐγούστου 1904 ὁ Παῦλος Μελᾶς μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες τοῦ ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μερίτσας, ὅπου ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς νὰ τοὺς μεταλάβει. Σὲ σχετικὴ ἐπιστολὴ του γράφει τὰ ὅσα βίωσε στὰ ἐνδόμυχά της ὑπάρξεώς του, μὲ τὰ ἑξῆς συγκινητικὰ καὶ καρδιόβγαλτα λόγια: «Ἐπήγαμε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς. Εἶναι παλαιοτάτη, βυζαντινή. Οἱ τοῖχοι κατάμαυροι σχεδόν, σκεπασμένοι μὲ εἰκόνας Ἁγίων. Ἀκούσαμεν τὸν ἑσπερινὸν πρῶτα καὶ κατόπιν μας μετέλαβεν ὁ γέρων χωρικός, ἱερεὺς τῆς Μονῆς. Οὐδέποτε μὲ τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ὁ νοῦς μου διαρκῶς ἐστρέφετο πρὸς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος χάριν ἠμῶν καὶ τῆς θείας θρησκείας Τοῦ ὑπέστη τὸ μαρτύριον. Τὸ μέγεθος τῆς Θυσίας Του, τὸ μέγεθος τῆς Ἀποστολῆς Του, μ’ ἔκαναν νὰ αἰσθάνωμαι πόσο μικροὶ καὶ πόσον μακρὰν Αὐτοῦ εὐρισκόμεθα, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μὲ ἐνεθάρρυναν. Πάντοτε τὸν ἐλάτρευσα διὰ τὴν θρησκείαν του καὶ τὸν ἐθαύμασα διὰ τὴν θυσίαν του. Ἐλπίζω νὰ μᾶς βοηθήσει. Αἰσθάνομαι τώρα ἰσχυρός, γενναῖος καὶ καλύτερος. Ἕτοιμος νὰ κάνω τὰ πάντα».
Ὅταν τελείωσε τὸ ἱερὸ προσκύνημα στὸ Μοναστῆρι καὶ ἄρχισε ἡ ἠρωϊκὴ καὶ μαρτυρικὴ πορεία του, ὁ ἴδιος ἔγραψε: «Ἐκάμαμεν τὸν σταυρόν μας καὶ ξεκινήσαμεν…». Εἶχε βαθύτατη τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀποστολὴ ὅλων ἦταν ἱερὴ καὶ γι’ αὐτὸ πάντοτε συμβούλευε τοὺς συντρόφους του νὰ τηροῦν εὐλαβικὰ τὰ παραγγέλματα τῆς θρησκείας καὶ νὰ μὴ βλασφημοῦν. Γράφει μάλιστα σὲ ἐπιστολή του: «Βάσιν τοῦ πολέμου, τὸν ὁποῖον ἀναλάβαμεν θὰ ἔχωμεν τὴν θρησκείαν. Διότι ἐναντίον αὐτῆς πρὸ πάντων ἐπιτίθενται οἱ Βούλγαροι».
Ἡ θυσία τοῦ Παύλου Μελᾶ ὡς ἔμπνευση γιὰ τὸν Ἀγῶνα
Ὁ ἐθελόθυτος Ἀμνὸς τῆς Μακεδονίας, τὸ ἱερὸν σφάγιον, ὁ Παῦλος Μελάς, τὴν 13η Ὀκτωβρίου 1904 βρίσκεται μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του στὴ Σιάτιστα, ὅταν ξαφνικὰ δέχονται πυρὰ ἀπὸ ὀθωμανικὸ ἔνοπλο ἀπόσπασμα ποὺ τοὺς εἶχε ἐντοπίσει. Μιὰ σφαῖρα τὸν πῆρε στὴ μέση. Ἀφοῦ ἔπεσε κάτω, ἔβγαλε τὸ σταυρό του καὶ τὸν παρέδωσε στὸν πιστὸ καὶ ἀχώριστο σύντροφό του Πύρζα, λέγοντας: «Τὸν σταυρὸ νὰ τὸν δώσεις στὴ γυναῖκα μου καὶ τὸ τουφέκι μου, ὅπως σου εἶπα, τοῦ Μίκη καὶ νὰ τοὺς πεῖς ὅτι τὸ καθῆκον μου ἔκαμα», καὶ σὲ λίγο ἄφησε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ πλάστου καὶ δημιουργοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ ὁ νεκρὸς ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι δὲν γνώριζαν ποιὸς ἀκριβῶς ἦταν ὁ ἄνδρας ποὺ εἶχαν σκοτώσει, οἱ σύντροφοι τοῦ Μελᾶ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή του, τὴν ὁποία μὲ θρήνους καὶ οἰμωγὲς ὁ Πάπα-Σταῦρος Τσάμης ἐκήδευσε κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Πισοδέρι. Τὸ δὲ νεκρὸ σῶμα μετεφέρθη στὴν Καστοριά, ὅπου ὁ ἀτρόμητος καὶ γενναιόφρων Μητροπολίτης Γερμανὸς σχεδὸν ἀπειλώντας τὸν Ὀθωμανὸ Καϊμακάμη παρέλαβε ἀπαρηγόρητος τὸν λατρεμένο τοῦ Παῦλο Μελὰ καὶ μὲ θρήνους ἐναπέθεσε τὸ λείψανο στὸ μικρὸ βυζαντινὸ παρεκκλήσιο τῶν Παμμέγιστων Ταξιαρχῶν, ὅπου ἀνεφώνησε. «Ὁ Παῦλος Μελᾶς δὲν πέθανε. Τώρα ἀρχίζει ἡ πραγματική του ζωή. Ἡ θυσία του θὰ ἐμπνεύσει ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ὁ Ἀγῶνας θὰ φουντώσει ὡς τὴν ἐπιτυχία».
Ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Γερμανὸς περιγράφοντας τὰ τῆς κηδεύσεως τοῦ σώματος τοῦ Παύλου Μελᾶ ἔγραφε στὴν μὲ ἡμερομηνία 26 Νοεμβρίου 1904 ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν Ἴωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο τοῦ Μελᾶ, τὰ ἑξῆς:
«Φίλτατε ἀδελφέ,
Μαθῶν ὅτι ἐφτάσατε εἰς Ἀθήνας, ἐν συγκινήσει ψυχῆς καὶ φρικτὴ δοκιμασία τεθλιμμένης καρδίας, ὑποβάλλω τὴ Ὑμετέρα Ἀγάπη θερμὰ συλλυπητήρια ἐπὶ τὴ ἐθνικὴ ἀπωλεία τοῦ ἐνδόξου ἥρωος, ἐνθουσιωδῶς πατριώτου, πολυκλαύστου ἀδελφοῦ μου, πολυτίμου γαμβροῦ σου καὶ πρωτομάρτυρος τῆς ἐθνικῆς ἠμῶν παλιγγενεσίας. Ἐγὼ τὸν ἐθρήνησα καὶ τὸν θρηνῶ εἰσέτι ἀπαρηγόρητος. Φαντάζομαι δὲ μακρόθεν ὁποία καταιγὶς φρικώδης ἐνέσκηψεν εἰς τὸν δεδοξασμένον οἶκον σας καὶ ποὶαν πληγὴν κατήνεγκεν εἰς τὴν τρυφερᾶν σου καρδίαν καὶ νὰ παρηγορήση χήραν καὶ ὀρφανὰ ἐν τῇ φρικώδει δοκιμασία».
Εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ ἠρωϊκὸς θάνατος τοῦ πρωτομάχου Μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ ἀφύπνισε τοὺς ἡγέτες τοῦ ἐθνικοῦ κέντρου τῶν Ἀθηνῶν καὶ σύσσωμο τὸν ἑλληνικὸ λαό. Τοῦτο καταγράφει στὸ προσωπικό του ἡμερολόγιο ὁ ἄλλος γυναικάδελφος τοῦ Παύλου Μελᾶ, Φίλιππος Δραγούμης, ὅπου διαβάζουμε: «22 Ὀκτωβρίου, τὴν ἄλλη μέρα: Σήμερον τὸ πρωὶ γίνεται τὸ μνημόσυνο τοῦ Παύλου εἰς τὴν Μητρόπολιν. Πολὺ πλῆθος σπεύδει πρὸς αὐτήν… ὅλοι ἔκλαιον, εἰς τὸ τέλος ὅλοι ἐκράυγασαν: Αἰωνία σου ἡ Μνήμη, ἔψαλλε ὁ χορὸς καὶ συγχρόνως ἔπαιζεν ἡ μουσικὴ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο. Ὅταν ὅλα ἐσίγησαν ἠκούσθη μιὰ γενικὴ κραυγὴ «Ζήτω ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία». Ὤ, βλέπω, εἶμαι πλέον βέβαιος ὅτι θὰ ὠφελήσει ὁ θάνατός του».
Στὴν περίπτωση τοῦ Παύλου Μελᾶ ἐπαληθεύεται ἡ ρήση: «Ὅταν πεθάνει ἕνας γενναῖος, ἀνασταίνεται ἕνας λαός». Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Δούφλιας συμπληρώνει: «Οἱ γέροντες στὴ Δυτικὴ Μακεδονία τὸν θυμοῦνται καὶ βουρκώνουν. «Ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Μεγαλεξάνδρου», μοῦ εἶπε κάποιος. Κι ἕνας ἄλλος στὰ Κορέστια κομπιαστά: «Ἦταν ὁ Ἁγιώργης τῆς Μακεδονίας». Ἀκόμα τὰ χορτάρια εἶναι κόκκινα πάνω στὸ Βίτσι, ἐκεῖ ὅπου τὸ αἷμα του ἀνακατώθηκε μὲ τὰ δάκρυα τῶν Μακεδόνων. Ἐκεῖ ποὺ τὸν ἔκλαψε ὁ Πάπα- Σταῦρος κι ὕστερα διάβηκε κι αὐτὸς τὸ πάνθεο τῶν ἡρῴων. Ἔτσι λένε στὰ χωριὰ τῆς Καστοριᾶς καὶ τῆς Φλώρινας. Κι ἔτσι τραγουδοῦν. Καὶ τὰ κόκκινα χορτάρια τὰ ὀνομάζουν «Λούδια τ’ Μελᾶ». Τὸν τραγουδοῦν καὶ λένε:
«Παῦλος Μελᾶς κι ἂν πέθανε
Τὰ παλικάρια ζοῦνε
Θὰ φέρουνε τὴ λευτεριὰ
Στὴ χώρα ποὺ ποθοῦμε».