Ἔφθασε καιρὸς, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχὴ, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία˙ δι΄αὐτῆς γὰρ Μωϋσῆς, γενόμενος τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτων, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο, Κύριε, δι΄αὐτῆς ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Δευτέρα τῆς Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν (Καθαρὰ Δευτέρα–Καθαρὰ Ἑβδομὰς) καὶ τελειώνει τὴν Παρασκευὴ τῆς ΣΤ΄ Ἑβδομάδος (πρὸ τῶν Βαΐων). Τὰ τροπάρια αὐτῆς τῆς τελευταίας μέρας στὸ «Τριώδιο», φανερώνουν «τὴν πλήρωσιν τῆς ψυχοφελοῦς Τεσσαρακοστῆς» καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς «ἁγίας ἑβδομάδας τοῦ Πάθους». Εἶναι περίοδος νηστείας, προσευχῆς,ἐγκράτειας, περισυλλογῆς ποῦ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὀνομάζεται Τεσσαρακοστὴ γιατί θεσμοθετήθηκε κατὰ μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. δ΄, 2), ὡς καὶ τῶν σαραντάμερων νηστειῶν τῶν Προφητῶν Μωϋσέως ( Ἐξοδ. λδ΄, 28) καὶ Ἡλιοῦ (Γ΄ Βασ. ιθ΄ 8). Ἐπίσης λέγεται Μεγάλη γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάγεται ἤδη στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καί μαζὶ μὲ τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες καὶ μόνες νηστεῖες, ποῦ ἐπικυρώθηκαν μὲ Κανόνες Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ξθ΄ Ἁγ. Ἀποστ., ε΄ τῆς Α΄, β΄, κθ΄ καὶ πθ΄ τῆς ΣΤ΄). Εἶναι αὐστηρή, ἄνευ καταλύσεως «οἴνου καὶ ἐλαίου». Λάδι καὶ κρασὶ καταλύουμε μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακὲς.
Ψάρι καταλύουμε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τὰ ἀπογεύματα, τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου, ποῦ περιέχει ψαλμούς, τροπάρια καὶ εὐχές. Γνωστὸ εἶναι τὸ τροπάριο «Κύριε τῶν Δυνάμεων».
Κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆ τελεῖται Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Ὀνομάζεται ἔτσι γιατί τὰ Τίμια Δῶρα, ὁ Ἄρτος καὶ ὁ Οἴνος ἔχουν προαγιαστεῖ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς πού προηγήθηκε καὶ εἶναι πιὰ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, τὰ ὁποία προσφέρονται πρὸς μετάληψη. Κάθε Παρασκευὴ ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία. Ψάλλονται κάθε φορά ἕξι οἶκοι καὶ τὴ πέμπτη Παρασκευὴ ὅλοι μαζί.
Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Λέγεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν Εἰκονομάχων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ δὲν ἐδέχοντο νὰ τιμοῦν τὶς ἅγιες Εἰκόνες. Τὸ «Ὡρολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας γράφει: Γιὰ ἑκατὸ καὶ πλέον χρόνια διαταράχθηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ διωγμοὺς ἀπὸ κακοδόξους εἰκονομάχους. Πρῶτος ὑπῆρξε ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ἴσαυρος καὶ τελευταῖος ὁ Θεόφιλος, ἄνδρας τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἡ ὁποία μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου τῆς ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία καὶ στερέωσε πάλι τὴν Ὀρθοδοξία μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο. Ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ὅτι ἀσπαζόμεθα τὶς Εἰκόνες, ὄχι λατρευτικά, οὔτε ὡς Θεούς, ἀλλὰ ὡς εἰκόνες τῶν ἀρχετύπων. Τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν τὸ ἔτος 843, ἡ Θεοδώρα μαζὶ μὲ τὸ γιὸ της αὐτοκράτωρα Μιχαήλ, λιτάνευσαν καὶ ἀνεστήλωσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό. Ἀπὸ τότε ἑορτάζουμε κάθε χρόνο τὴν ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος γιατί καθωρίσθηκε ὁριστικὰ ὅτι δὲν λατρεύουμε τὶς Εἰκόνες, ἀλλὰ τιμοῦμε καὶ δοξάζουμε ὅλους τούς Ἁγίους ποὺ εἰκονίζουν καὶ λατρεύουμε μόνο τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κανένα ἄλλο εἴτε Ἅγιο εἴτε Ἄγγελο.
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε κορυφαῖος Διδάσκαλος τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ ἀκαταγώνιστος πολέμιος τῶν κακοδοξιῶν. Ὁ θεῖος αὐτὸς πατέρας, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀνετράφη ἀπὸ παιδὶ στὴν βασιλικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινούπολης. Τελείωσε τὶς σπουδές του στὴ φιλοσοφία, ρητορικὴ καὶ φυσική. Στὴ λογική, κατὰ τὴν ἀποφοιτήριο διάλεξή του ἐνώπιόν του αὐτοκράτορα καὶ τῶν ἀξιωματούχων, ὁ πρύτανης τοῦ πανεπιστημίου ἀνεφώνησε μὲ θαυμασμὸ ὅτι ἂν ἦταν παρὼν καὶ ὁ ἴδιος Ἀριστοτέλης θὰ τὸν ἐπαινοῦσε.
Μετὰ τὶς σπουδὲς του ὅμως, ἀπέρριψε τὴ προσφορὰ ὑψηλῶν ἀξιωμάτων τοῦ αὐτοκράτορα, ἐγκατέλειψε τὰ βασίλεια καὶ ἀπὸ εἴκοσι χρονῶν ἀσκήτευσε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Πρῶτα στὴν Λαύρα τοῦ Βατοπεδίου κατόπιν στὴ Λαύρα τοῦ Ἀθανασίου καθὼς καὶ στὴν ἐρημικὴ τοποθεσία Γλωσσία, σημερινὴ Προβάτα. Ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ Ὅρος γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ στὴν Θεσσαλονίκη εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἅγιο Δημήτριο ποὺ τοῦ ἀπαίτησε νὰ μείνει καὶ νὰ μονάσει ἐκεῖ κοντά. Ἐμόνασε τότε στὴ Βέροια καὶ τριάντα χρονῶν χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἐκεῖ πλήθη μοναχῶν καὶ λαϊκῶν προσέτρεχαν νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Μετὰ πέντε χρόνια καὶ λόγω εἰσβολῆς τῶν Σέρβων ἐπέστρεψε στὸν Ἄθωνα σὲ κοντινὸ κελὶ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπου ἔφθασε σὲ μεγάλα ὕψη φωτισμοῦ καὶ ἐκεῖ σὲ ὅραμα ἔλαβε ἐντολὴ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ δογματικὰ θέματα. Κατόπιν λόγω τῆς φήμης του ἀναγκάσθηκε νὰ γίνει ἡγούμενος γιὰ ἕνα χρόνο στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης γιὰ δώδεκα χρόνια, ἀλλὰ μόνο στὰ μισὰ παρέμεινε λόγω περιπετειῶν, ἀπὸ τὴ δράση του, μέχρι καὶ φυλακῆς. Παραστάθηκε στὶς συγκροτηθεῖσες συνόδους τοῦ 1341 καὶ 1347 καὶ πολέμησε τὶς κακοδοξίες τῶν δυτικόφρονων Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου. Ἔγραψε πολλὰ θεολογικὰ συγγράμματα ἰδιαίτερα δογματικὰ γιὰ νὰ καταπολεμήσει τοὺς αἱρετικούς, ὅπως περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς καὶ ἐπιστολὲς στοὺς ἀντιησυχαστές, ἐπίσης διάφορα ὁμολογιακὰ κείμενα. Εἶναι ὁ θεολόγος τῆς χάριτος, τοῦ ἀκτίστου φωτός. Μετὰ στασιμότητα πολλῶν αἰώνων ὁ Γρηγόριος πέτυχε νὰ ἀνανεώσει τὴν θεολογικὴ ὁρολογία καὶ νὰ δώσει νέες κατευθύνσεις στὴ θεολογικὴ σκέψη. Ξεκίνησε ἀπὸ προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ ἀπέδειξε ὅτι τὸ ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ τῆς φιλοσοφίας καὶ ἐπιστήμης. Ἀξιολογεῖ τὴν ἔξω σοφία ὡς περιορισμένη, ἀναφέροντας δύο γνώσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη καὶ δύο Θεϊκὰ δῶρα, τὰ φυσικὰ γιὰ ὅλους καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἢ πνευματικὰ ποὺ δίδονται ὅποτε θέλει ὁ Θεὸς καὶ μόνο στοὺς καθαροὺς καὶ ἁγίους, στοὺς τελείους. Ἡ θεολογία ὁλοκληρώνεται διὰ τῆς θεοπτίας. Οἱ ἀντίπαλοί του Παλαμᾶ πίστευαν στὸ χωρίο τοῦ Ἰωάννου ὅτι «τὸν Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε» καὶ κατηγοροῦσαν τοὺς μοναχοὺς ποὺ εἶχαν θεοπτία, ὡς ὀμφαλοσκόπους. Ὁ Γρηγόριος ἀντέτεινε ὅτι ὁ Κύριος εἶπε: «οἱ καθαροὶ στὴν καρδία τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Θεμελιώδης προσφορὰ τοῦ Γρηγορίου στὴν θεολογία εἶναι ἡ διάκρισις στὴν οὐσία καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ συνίσταται σὲ δύο. Στὴν οὐσία Του, ἡ ὁποία εἶναι ἄκτιστη, ἀκατάληπτη καὶ αὐθύπαρκτη καὶ ὀνομάζεται κυριολεκτικὰ θεότης (ἐδῶ ἀναφέρεται τὸ οὐδεὶς ἐώρακε) καὶ στὶς ἐνέργειές Του, οἱ λεγόμενες ἰδιότητες ἢ προσόντα ποὺ εἶναι μὲν ἄκτιστες, ἀλλὰ καταληπτές. Ἄλλο λοιπὸν ἡ θεότης καὶ ἄλλο ἡ βασιλεία, ἡ ἁγιότης κ.λ.π. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων καὶ συγκεφαλαιώνει ὅλη τὴν κτίση. Ἀκολουθώντας τὴν Πατερικὴ γραμμὴ σὲ σύγκριση μὲ τὴ πλατωνικὴ καὶ βαρλααμικὴ ἀνθρωπολογία, θεωρεῖ ὅτι τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πονηρό, ἀλλὰ ἀποτελεῖ κατοικία τοῦ νοῦ, ἀφοῦ μάλιστα καθίσταται καὶ τοῦ Θεοῦ κατοικία, ἔτσι μαζὶ μὲ τὴ ψυχὴ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο σύνολο. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μὲ τὸ βάπτισμα καὶ ἡ ἀνακαίνιση μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία. Εἶναι τὰ δύο θεμελιώδη μυστήρια, τῆς θείας οἰκονομίας. Τὸ οὐσιωδέστερο στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ συνίσταται στὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου ὑπεράνω αὐτοῦ του κόσμου. Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι δυνατὴ ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὴν παράδοξο σύνδεση τοῦ ἱστορικοῦ μὲ τό ὑπεριστορικό. Τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ στὸ Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ καθαροὶ ἡσυχαστὲς σήμερα καὶ ἡ ὑπόστασις τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀποτελοῦν τὶς τρεῖς φάσεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ πνευματικοῦ γεγονότος, σὲ μία ὑπερχρόνια πραγματικότητα. Προβάλλει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία τὴν μνήμη του στὴ δεύτερη Κυριακή, ὡς συνέχεια, τρόπον τινὰ καὶ ἐπέκταση τῆς πρώτης Κυριακῆς, τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι ἕνα εἶδος δευτέρας «Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας» Κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 63 χρονῶν στὶς 14 Νοεμβρίου ἀπὸ ἀσθένεια καὶ ἁγιοποιήθηκε σύντομα.
Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ- ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ
Ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει γιὰ προσκύνηση τὸν Τίμιο Σταυρό, πού εἶναι σύμβολο νίκης καὶ δύναμης, ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς πιστοὺς νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους, ποῦ βρίσκονται περίπου στὸ μέσο τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ψάλλεται τὸ τροπάριο: «Τὸν Σταυρό Σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».
Βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἡ φυσικὴ καὶ πνευματικὴ προσπάθεια, ἂν εἶναι συστηματικὴ καὶ συνεχής, ἀρχίζει νὰ μᾶς γίνεται αἰσθητή, τὸ φόρτωμα νὰ γίνεται πιὸ βαρύ, ἡ κόπωση πιὸ φανερή. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια καὶ ἐνθάρρυνση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἀφοῦ ἀντέξουμε αὐτὴ τὴ κόπωση καὶ ἔχουμε ἀναρριχηθεῖ στὸ βουνὸ μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀρχίζουμε νὰ βλέπουμε τὸ τέλος τῆς πορείας μας καὶ ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Πάσχα γίνεται πιὸ ἔντονη.
Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ σταύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ἡ ἐμπειρία - περιορισμένη βέβαια - ποὺ ἀποκομίζουμε ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούγεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς: «ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του, καὶ ἔτσι ἂς μὲ ἀκολουθεῖ» (Μάρκ.8,34). Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας καὶ ν' ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστὸ ἂν δὲν ἀτενίζουμε τὸ Σταυρὸ ποὺ Ἐκεῖνος σήκωσε γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὁ δικός Του Σταυρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δίνει νόημα ἀλλὰ καὶ δύναμη στοὺς ἄλλους. Αὐτὸ μᾶς ἐξηγεῖ τὸ συναξάρι τῆς Κυριακῆς: Στὴ διάρκεια τῆς νηστείας τῶν σαράντα ἡμερῶν, κατὰ κάποιο τρόπο, καὶ ἐμεῖς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη, ἔχουμε τὴν πίκρα τῆς ἀκηδίας καὶ τῆς πτώσης, γι' αὐτὸ ὑψώνεται ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρός, γιὰ ἀναψυχὴ καὶ ὑποστήριξή μας. Μᾶς θυμίζει τὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ μᾶς παρηγορεῖ.. Εἴμαστε σὰν τοὺς ὁδοιπόρους σὲ δύσκολο καὶ μακρινὸ δρόμο πού, κατάκοποι, κάθονται γιὰ λίγο νὰ ἀναπαυθοῦν. Μὲ τὸ ζωοποιὸ Σταυρὸ γλυκαίνει τὴν πίκρα ποὺ νοιώθουμε ἀπὸ τὴ νηστεία, μᾶς ἐνισχύει στὴ πορεία μας στὴν ἔρημο ἕως ὅτου φθάσουμε στὴν πνευματικὴ Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν ἀνάστασή Του. Ἐπειδὴ ὁ Σταυρὸς λέγεται Ξύλο Ζωῆς καὶ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ξύλο ποὺ φυτεύθηκε στὸν Παράδεισο, γι' αὐτὸ καὶ οἱ θεῖοι Πατέρες τοποθέτησαν τοῦτο στὸ μέσο τῆς Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τοῦ Ἀδὰμ τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν πτώση του ἀπὸ αὐτή, νὰ μᾶς θυμίζει ἀκόμα ὅτι μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ παρὸν Ξύλο δὲν πεθαίνουμε πιὰ ἀλλὰ ζωογονούμαστε.
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς δόθηκε στὴν ἄσκηση ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ. Εἶναι γνωστὸς γιὰ τὸ θαυμάσιο σύγγραμμά του «Κλίμακα». Συνέγραψε τριάντα (30) λόγους περὶ ἀρετῆς, ὅπου ὁ καθένας λόγος περιλαμβάνει καὶ μία ἀρετή, ξεκινώντας ἀπὸ τὶς πιὸ πρακτικὲς καὶ ἀνεβαίνοντας σὰν σκαλοπάτια κατέληξε στὶς θεωρητικὰ ὑψηλές. Στὴ πνευματικὴ ζωὴ ἔχουμε βαθμίδες χαμηλὲς καὶ ὑψηλές, καταστάσεις κατώτερες καὶ ἀνώτερες. Στὸ ἔργο του αὐτὸ ὁ συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικὰ τὶς ἰδέες του γιὰ τὴν κοινοβιακὴ κυρίως, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐρημιτικὴ ζωή, ταξινομώντας αὐτὲς κατὰ τρόπο ποὺ δείχνει πορεία πρὸς τὴν ἠθικὴ τελείωση. Εἶναι γραμμένο σὲ κομψὴ ἑλληνικὴ γλώσσα, καλοδουλεμένη μὲ χάρη καὶ μελωδικότητα. Ἔχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα καὶ παρουσιάζει πλοῦτο ἐκφράσεως, καλαισθησία καὶ εὐγένεια. Στὴ διακόσμηση τοῦ λόγου μὲ εἰκόνες καὶ παρομοιώσεις ὁ ἱερὸς συγγραφέας εἶναι ἀπαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου ἀναδύονται καθὼς καὶ ὡραῖες καὶ ἐπιτυχημένες προσωποποιήσεις.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε στὶς 30 Μαρτίου τὸ 603, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς τὸ σύγγραμμά του διαβάζεται σὲ ὅλα τὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια. Ἐπειδὴ εἶναι παγκόσμιο κειμήλιο ἀναλύσεως ὅλων τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν, ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ἰδιαίτερα σὲ αὐτὴ τὴ πνευματικὴ περίοδο τὸν συγγραφέα ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας καὶ τὸ προτείνει γιὰ ἀνάγνωσμα. Τὴν Πέμπτη τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς ψάλλεται ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁ ὁποῖος περιέχει ἔνδεκα εἰρμούς καί διακόσια πενήντα (250) τροπάρια καὶ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους Κανόνες. Συγγραφέας εἶναι ὁ Ἀνδρέας Ἐπίσκοπος Κρήτης.
Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Αὑτὴ τὴ Κυριακὴ τιμᾶμε τὴ μνήμη τῆς ὁσίας Μητέρας μας ἡ ὁποία ἑορτάζεται καὶ κατὰ τὴν 1η Ἀπριλίου. Τὸ «Ὡρολόγιο» γράφει ὅτι: «Πλησιάζοντας τὸ τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, τάχθηκε νὰ ἑορτάζεται σήμερα ἡ ἁγία πρὸς τόνωση τῶν ραθύμων καὶ ἁμαρτωλῶν σὲ μετάνοια. Ὅταν ἦταν δώδεκα ἐτῶν ἡ ἁγία, ἔφυγε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὅπου ἔζησε γιὰ 17 χρόνια ἀσώτως. Ἔπειτα ἀπὸ περιέργεια ξεκίνησε μὲ πολλοὺς προσκυνητὲς γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ παραβρεθεῖ στὴν ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου ὅμως συνέχισε τὴν ἀκολασία καὶ παρέσυρε πολλοὺς στὴν ἀπώλεια. Θέλησε μάλιστα νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία τὴ μέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀλλὰ αἰσθάνθηκε τέσσερις φορὲς κάποια ἀόρατο δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίζει νὰ εἰσέλθει στὸ Ναό, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμπαιναν ἀνεμπόδιστα. Πληγώθηκε ἀφάνταστα ἡ καρδιά της ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ παρεκάλεσε τὴ Παναγία νὰ τῆς ἐπιτρέψει εἰσέλθει στὸ Ναό καὶ ὅτι θὰ ἀλλάξει ζωή. Ἀμέσως μπῆκε μέσα, προσκύνησε τὸ Τίμιο Ξύλο καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ προχώρησε στὰ βάθη τῆς ἐρήμου, προσευχομένη καὶ ζώντας σκληρὴ ζωὴ μετανοίας γιὰ 47 χρόνια. Ὅταν ἔφθασε τὸ τέλος τῆς ζωῆς της συνάντησε ἕνα ἐρημίτη ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζωσιμᾶ στὸν ὁποῖο ζήτησε καὶ ἐξομολογήθηκε ὅλη τὴ ζωή της καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὴ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Αὐτὸ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τὸ ἑπόμενο ἔτος τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Τὸ μεθεπόμενο ἔτος ἐπανῆλθε ὁ Ζωσιμᾶς νὰ τὴν ξανακοινωνήσει, ἀλλὰ τὴν βρῆκε νεκρὴ καὶ μὲ ἕνα σημείωμα ποὺ ἔγραφε: «Ἀββᾶ Ζωσιμά, θάψε ἐδῶ τὸ σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Πέθανα τὴν ἴδια μέρα ποὺ μὲ κοινώνησες τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Νὰ εὔχεσαι γιὰ μένα» Ἡ ὁσία Μαρία εἶναι ζωντανὸ παράδειγμα τῆς δυνάμεως τῆς μετανοίας. Παρὰ τὸ ὅτι βυθίσθηκε μέχρι τὸ κεφάλι στὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἔπειτα μετανόησε καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἔφθασε στὴ καθαρότητα τῶν Ἀγγέλων. Μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι κατάλευκοι, ὅπως εἴμασταν πρὸ τοῦ βαπτίσματος, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσωμε.
Μέγιστη βοήθεια στόν ἀγῶνα κάθε πιστοῦ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατά την περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ νά ἐπαναλάβουμε πολλές φορές στήν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν τήν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δός∙ πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαι μοὶ τῷ σῷ δούλω. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαι μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμᾶ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»