Βάπτισμα ἀποκαλεῖται τό Ἱερό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κατά τό ὁποῖο ὁ πιστός διά τριπλῆς καταδύσεως καί ἀναδύσεως ἐξ ὕδατος, καί ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀναγεννᾶτε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποθέμενος τήν φύση τῆς ἁμαρτίας καί εἰσαγόμενος σέ μία νέα ἀναγεννητική ζωή ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Τό βάπτισμα ἐξαλείφει τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, συνάμα καί τό προπατορικό ἁμάρτημα, δίνοντας τή δυνατότητα στόν πιστό νά μετέχει τῶν ὑπολοίπων Ἱερῶν Μυστηρίων. Γί αὐτό καί ἀποκαλεῖται καί "λουτρό παλιγγενεσίας".
Τό βάπτισμα εἶναι Μυστήριο τό ὁποῖο συστήθηκε ἀπό τόν Κύριο ἀφοῦ ὁ ἴδιος μιλώντας πρός τούς μαθητές τούς ἀνέφερε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἐνῶ καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει πώς «ἐάν μή τίς γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Τό βάπτισμα εἰσάγει τούς ἀνθρώπους ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί γιά κάθε χριστιανό σημαίνει ἀναγέννηση στό θάνατο καί τήν ἀνάστασή Του. Ἀποτελεῖ ἐγκεντρισμό στή ζωή καί γέννηση σέ αὐτή, πού κατά τήν Κυριακή ρύση στό κέντρο τῆς τοποθετεῖται τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καί τελικῶς ὁ ἐκκλησιολογικός χαρακτήρας του. Διαφέρει μάλιστα ἀπό τό ἀντίστοιχο βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, τό ὁποῖο ἦταν βάπτισμα μετανοίας, καθότι αὐτό ἀποκαταστά τή φύση τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπαλείφει τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τίς προσωπικές ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Δίχως τό βάπτισμα τό μέλος παραμένει δέσμιο τῆς φθορᾶς καί τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Ἡ νοσοῦσα φύση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀνάγκη ἀναγεννήσεως, εἰδάλλως δέν ἀπελευθερώνεται καί δέν ἀναγεννᾶτε ἀπό τόν "παλαιό ἄνθρωπο". Γί αὐτό ἀπό τούς πατέρες τῆς ἐκκλησίας γίνεται διαρκής ἐπισήμανση καί διασύνδεση τοῦ θεσμοῦ αὐτοῦ μέ τό θάνατο τοῦ Κυρίου, τονίζοντας πώς μέ τό βάπτισμα ἐνδύεται τήν "ὑπόσταση τῆς θεογεννεσίας". Τό νέο μέλος μέσω τοῦ Μυστηρίου ἀναγεννᾶ τήν ὕπαρξή του, γίνεται μία ἐπώνυμη προσωπική ἑτερότητα, ἐξ αἰτίας τῆς χάρης πού ἀπορρέει ἀπό τήν κοινωνία καί τήν ἀγαπητική σχέση μέ τό ζωοδότη Θεό. Παύει ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἀτομικό ἁπλῶς εἶδος, κρίκος βιολογικῆς μόνο διαδοχῆς, μονάδα ἑνός συνόλου. Ἐντάσσεται στήν κοινωνία τῶν ἁγίων, τήν τριαδική πραγματοποίηση τῆς ζωῆς. Τά πράγματα ὅμως ποτέ δέν μποροῦν νά νοηθοῦν μέ ἕνα μαγικό χαρακτήρα. Ὅπως ὁ νεογέννητος αὐξάνεται καί προκόβει, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή θεογεννεσία. Τό βάπτισμα λοιπόν εἶναι τό πρῶτο καί ἀπαραίτητο στάδιο τῆς ἀνάπτυξης τοῦ νεοεισελθόντος καί μάλιστα νοεῖται ὡς χάρισμα ἀπολειστικό. Ἐξ αὐτοῦ του λόγου δέ συμβάλλει ἡ βούληση στήν πραγμάτωση τοῦ Μυστηρίου.
Τό βάπτισμα μέσω τῆς θείας χάριτος ἐπανορθώνει τή φύση τοῦ ἀνθρώπου, τό "εἶναι" δηλαδή τῶν λογικῶν πλασμάτων, δίχως τή συνεργία τῆς βούλησης. Τό "εὖ εἶναι" ὅμως, δηλαδή ἡ πνευματική ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου, ἐξαρτᾶται ἀφενός μέν ἀπό τή θεία χάρη, ἀφετέρου ἀπό τή θέλησή του. Ἔτσι νοεῖται ὡς ἀπαρχή τῆς ἀνάστασης. Νοεῖται ὡς μία προίκα πού δίνει ὁ θεός στά πλάσματά Του μέ στόχο τά ἴδια νά τήν ἀξιοποιήσουν. Γί αὐτό καί ἡ μετοχή στή θεία βασιλεία, ἡ ὅραση τοῦ θεοῦ, ἡ συνύπαρξη μέ τό Χριστό ἀποτελοῦν τρυφή τῆς θέλησης.
Κάθε ἐξωτερικός τύπος καί σύμβολο ἔχει ἕνα πραγματικό νοητό περιεχόμενο. Ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τό νερό καθαρίζει σῶμα καί τό πνεῦμα ἀνακαινίζει τήν ὕπαρξη. Τό βάπτισμα ὡς ἐγκεντρισμός τῶν ὄντων στή θεία ζωή εἶναι μυστηριακή πράξη ἀπό κτίσεως κόσμου, ἐνῶ τά μυστήρια, ὅπως καί τό βάπτισμα, ἀποτελοῦν ἐντάξεις στό σῶμα τῆς ζωῆς καί διαδραματίζονται στήν ἴδια τήν ἱστορία. Χαρακτηριστικός ἔπ αὐτοῦ εἶναι καί πάλι ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὁ ὁποῖος ἀπαριθμεῖ συνολικά ὀκτώ βαπτίσματα στήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό κτίσεως κόσμου. Τό βάπτισμα τελικῶς ἀποκαταστά τή φύση, ἀναιρεῖ τό προπατορικό ἁμάρτημα, τό ὁποῖο λογίζεται ὡς φθορά καί θάνατος, ὁδηγώντας τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἀρραβώνα πού γίνεται κτῆμα μόνο σέ μία τελειωτική πορεία.
Νηπιοβαπτισμός
Ὁ νηπιοβαπτισμός εἶναι μία ἀρχαία συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διακρίνει σαφῶς μεταξύ βούλησης καί φύσης, ἔτσι ὥστε τά μυστήρια νά διαφαίνεται σαφῶς πώς δέν ἔχουν σχέση μέ τό μαγικό χαρακτήρα τῶν τελετῶν τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας καί τῆς ἀνατολῆς. Ἡ θεία χάρη ἐπανορθώνει τή φύση καί τό "εἶναι" τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δίχως τή συνεργία τῆς βούλησης δέν ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν τελείωση. Γί αὐτό τό βάπτισμα πού εἶναι γέννηση, ὅπως καί ἀνάσταση, ὡς ἀναπλαστική δημιουργία μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Καί αὐτό δέν ἀποτελεῖ κανενός εἴδους μαγική διαδικασία, ὅπως ἄλλωστε ὡς μαγική διαδικασία δέν νοεῖται ἡ δημιουργία καί ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται δίχως τῆς συμβολή τῆς ἐλευθερίας του. Τό βάπτισμα λοιπόν, ὅπως καί ἡ φυσική γέννηση εἶναι δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ, πού σκοπό ἔχει τή διόρθωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἀποτελεῖ ἐπανόρθωση τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου μέ ἀποτέλεσμα ἡ βούληση νά μή διαδραματίζει κανένα ἀπολύτως ρόλο σέ αὐτή τήν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Τελικά ὁ ἄνθρωπος μετέχει στή ζωοποιό δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ὅπως ὅλοι θά ἀναστηθοῦν δίχως τήν ἐλεύθερη βούλησή τους, θέλοντας καί μή, συμμετέχοντας στή τριαδική ζωή, ἔτσι ἀνασταίνονται καί ἀνορθώνονται ἀπό τή χάρη πού ἀπορρέει ἀπό τό μυστήριο αὐτό.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία λοιπόν δέχεται τή μακαριότητα τῶν νηπίων, μίας καί ἡ βάπτιση ἀποκαθιστᾶ τή φύση τους, τή στιγμή πού αὐτή δέν κλίνει πρός τήν ἀλλοτρίωση (τή φθορά, τή ροπή πρός τό κακό) καί συνάμα δίχως νά βιάζει τή βούλησή τους. Ὁ ἀνάδοχος μάλιστα δέν ἀντικαθιστᾶ τή βούληση-θέληση τοῦ νηπίου, ἀλλά εἶναι ὁ ἐγγυητής μιᾶς χριστιανικῆς διαπαιδαγώγησης.
Σέ ὅτι ἀφορᾶ τό ζήτημα περί σωτηρίας τῶν νηπίων τό μόνο διασωθέν κείμενο τῆς πατερικῆς γραμματολογίας εἶναι τό κείμενο τοῦ Γρηγορίου τοῦ θεολόγου. Κατά τό θεοφόρο πατέρα αὐτό:
«Εἰ κρίνεις φόνου φονικόν ἐκ μόνου τοῦ βούλεσθαι, καί δίχα φόνου, βεβάπτισθω σοί καί ὁ θελήσας τό βάπτισμα δίχα τοῦ βαπτίσματος, εἰ δέ οὐκ ἐκεῖνο, πώς τοῦτο, συνιδεῖν οὐκ ἔχω. Εἰ βούλει δέ οὕτως, εἰ ἀρκεῖ σοί πρός δύναμιν τοῦ βαπτίσματος ὁ πόθος, καί διά τοῦτο δικάζη περί τῆς δόξης, ἀρκείτω σοί καί πρός δόξαν ἡ τῆς δόξης ἐπιθυμία. Καί τίς σοί βλάβη τό μή τυχεῖν ταύτης τήν ἔφεσιν ἔχοντι;».