ΠΟΙΟΙ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΝΑΟΥΣ;

19072018 2Πρωτοπρ. Κυριακοῦ Τσουροῦ
Γραμματέως τῆς Σ. Ε. ἐπὶ τῶν αἱρέσεων

Πολλὰ ἀπὸ τὰ «νεοεθνικά» ρεύματα, ποὺ δραστηριοποιοῦνται καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἰσχυρίζονται συχνά, ὅτι oι χριστιανοὶ κατέστρεψαν τοὺς ναούς,τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ἀγάλματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, καταστρέφοντας, ἔτσι, ἔργα τέχνης καὶ μνημεῖα πολιτισμοῦ. Γιὰ νὰ στηρίξουν αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμό τους, ἐπιστρατεύουν μεμονωμένα περιστατικὰ καὶ προβάλλουν περιπτώσεις ἀκραίας συμπεριφορᾶς ὡς τὴν ἐπίσημη γραμμὴ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῆς ἀρχαίας θρησκείας.

«Ἡ Ὀρθοδοξία κατέστρεψε τοὺς ναούς μας», λένε. Σὲ ἐρώτηση: «Τί πρόσφερε ἡ Ὀρθοδοξία στοὺς Ἕλληνες;», δίδεται ἡ ἀπάντηση: «Τὴν καταστροφὴ ὅλων τῶν ναῶν, τῶν ἔργων τέχνης καὶ τῶν βιβλιοθηκῶν». Οἱ χριστιανοὶ «ἔκαψαν ὅσα βιβλία δὲν τοὺς βόλευαν, βεβήλωσαν τὰ ἑλληνικὰ ἱερά, κομμάτιασαν τὰ ἀγάλματα, γκρέμισαν τοὺς ἑλληνικοὺς ναούς, καταλῄστεψαν τὸν ἐθνικὸ πληθυσμό». Σὲ συκοφαντικὸ ἄρθρο κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑποστηρίζεται γιὰ τοὺς χριστιανούς, ὅτι «Ἡ πρώτη τους κίνηση ἦταν νὰ καταστρέφουν τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἀγάλματα τῶν Ἑλλήνων στερώντας ἔτσι τὸν κόσμο ἀπὸ ἀνεπανάληπτα δημιουργήματα τῆς ἀρχαίας τέχνης, γιὰ νὰ μὴ μείνει ἴχνος ἀπὸ τὴ "βδελυρὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων"». Ὑπῆρχε, λένε, ἕνα κατευθυντήριο «σχέδιο», τὸ ὁποῖο κατηύθυνε τὶς «χριστιανικὲς μᾶζες» ὥστε νὰ καταστρέψουν ὅ,τι ἑλληνικό. «Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνᾶμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες», γράφουν, «ὅτι τὰ ἀκρωτηριασμένα ἀγάλματα ποὺ θαυμάζουμε σήμερα στὰ μουσεῖα, οἱ ἐρειπωμένοι ναοὶ μπροστὰ στοὺς ὁποίους ἐκστασιάζονται οἱ καλλιτεχνικὲς φύσεις καὶ οἱ ἀρχαιόφιλοι... δὲν εἶναι παρὰ τὰ φτωχικὰ λείψανα τρομερoὺ μακελλειoὺ ποὺ σπάραξε τὴν ἑλληνικὴ χώρα (καὶ ὄχι μόνο αὐτή) ἀπὸ τὸν 4ο ὡς τὸν 6ο τουλάχιστο αἰῶνα τῆς χρονολογίας μας».

Συχνά, γιὰ νὰ ἐνοχοποιήσουν τὸ Βυζάντιο, ἐπικαλούνται τις ἐπιδρομὲς τοῦ Ἀλάριχου κατά τῆς Ἑλλάδος τὸ 396 μ.Χ. καὶ τὶς καταστροφὲς ποὺ προξένησε στοὺς ἀρχαίους ναούς. Ὅμως, ἕνα τέτοιο «ἐπιχείρημα» ἀποδεικνύεται ἕωλο, «δεῖγμα τῆς πιὸ χονδροειδοῦς προπαγάνδας ἢ ἄγνοιας» ἐκ μέρους τῶν «νεοεθνικῶν». Καὶ τοῦτο διότι, ἀποκρύπτουν ὄτι ὁ Ἀλάριχος δὲν ἦταν Βυζαντινὸς ἀλλά Γοτθος, ὄπως καὶ oι μοναχοὶ ποὺ τὸν συνόδευαν στὶς καταστροφὲς ἦταν αἱρετικοὶ ἀρειανοί, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ὁ Θεοδόσιος εἶχε καταδιώξει ἕνα χρόνο πρίν.

Βεβαίως, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ὑπῆρξαν, κατὰ τὴν πορεία τῆς ἐπικράτησης τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ περιπτώσεις ἀνεξέλεγκτης ἐκδικητικῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἐπὶ αἰῶνες καταδιωκομένων Χριστιανῶν κατὰ τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων τῶν πρώην διωκτών τους. Ή, ἀκόμη, καὶ αὐστηρὲς αὐτοκρατορικὲς ἀποφάσεις ἐναντίον ἐκπροσώπων τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἢ νόμοι ποὺ ἐπέβαλλαν τὸ κλείσιμο τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Β' ὑπέγραψε καὶ νόμο μὲ ἐντολὴ καταστροφῆς ναῶν καὶ ἱερῶν τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Ὅμως, ὅλα αὐτά, δὲν ἦταν οὔτε μία γενικευμένη τακτικὴ ἔναντι τῶν ἀρχαίων ναῶν, οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Χριστιανισμὸς ἀρχίζει νὰ ἐπικρατεῖ στὰ χρόνια τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Τὸ ἐρώτημα, λοιπόν, ποὺ τίθεται εἶναι: ἀπὸ τότε καὶ στὸ ἑξῆς καταστράφηκαν oἱ ἀρχαῖοι ναοὶ ἢ μήπως πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς ἦταν ἤδη κατεστραμένοι ἢ ἐγκαταλελειμμένοι; Γιατί, γιὰ νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ καταστροφὲς ἀρχαίων ναῶν ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς πρὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ειναι ἐξ ὁλοκλήρου παράλογο.

Σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ἔχουν ἀπαντήσει εἰδικοὶ καὶ ἐγκρατεῖς τῶν ἱστορικῶν πραγμάτων ἐπιστήμονες. Ἐμεῖς ἐδῶ θὰ περιοριστοῦμε νὰ ἐπιστρατεύσουμε κείμενα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους ὀπαδοὺς καὶ ἐκπροσώπους τοῦ σύγχρονου πολυθεϊσμοῦ, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποία ἀποδεικνύεται περίτρανα, ὅτι πολλοὶ ναοὶ καὶ Ἱερὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας εἶχαν ὑποστεῖ ὁλοκληρωτικὲς καταστροφὲς καὶ βανδαλισμοὺς αἰῶνες πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Πρωτίστως, θὰ ἐπικαλεσθοῦμε κείμενα ἐπιφανοῦς ἐκπροσώπου τού «Ὑπάτου Συμβουλίου τῶν Ἑλλήνων Ἐθνικῶν», ὀ οποῖος καίτοι τάσσεται μ' ἐκείνους ποὺ ἰσχυρίζονται, ὅτι oι χριστιανοὶ κατέστρεψαν τὰ ἀρχαία μνημεῖα, ἐν τούτοις, ὁμολογεῖ, καταγράφοντας Ἱστορικὰ γεγονότα, ποιὰ ἦταν πράγματι ἡ κατάσταση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν Ἱερῶν μερικοὺς αἰῶνες πρὶν ὁ Χριστιανισμὸς ἑδραιωθεῖ, ὡς ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία. Καὶ βεβαίως, ἡ γνώμη τοῦ εἶναι ἰδιαιτέρως βαρύνουσα, γι' αὐτὸ θὰ μεταφέρουμε ἐδῶ αὐτούσια τὰ δικά του κείμενα.

Ὁ συγγραφέας, λοιπόν, στὸ τρίτομο ἔργο τοῦ «Ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων νόσου», τόμ. Γ', «Ἡ συρρίκνωση τῆς ἀρχαίας ψυχῆς», (ὁ τρίτος τόμος τοῦ βιβλίου φέρει τὸν ὑπότιτλο «Ἒς ἔδαφος φέρειν»), μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸν 3ο π. Χ. αἰῶνα ἀρχίζει ἡ καταστροφὴ ἑλληνικῶν πόλεων καὶ ἱερῶν ἀπὸ ἐπιδρομεῖς. Ἐπικαλούμενος τὸν Κυρ. Σιμόπουλο, γράφει ὄτι πρῶτοι οἱ Αἰτωλοί, τὸν 3ο π.Χ. αἰῶνα, «ἀπογύμνωσαν ἢ κατέστρεψαν τὰ ἱερὰ καὶ τοὺς τόπους λατρείας ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν κυριότερο συνδετικὸ ἱστό, τὸν θρησκευτικὸ δεσμὸ μεταξὺ τῶν κρατουπόλεων... Το 219 π. Χ. ὁ στρατηγὸς τῆς αἰτωλικῆς Συμπολιτείας Σκόπας, κυριεύει τὸ Δίον τὴν ἱερὴ πόλη τῶν Μακεδόνων καὶ καταστρέφει τὰ πάντα. Γκρεμίζει ὅλα τὰ κτίσματα, πυρπολεῖ καὶ τοὺς χώρους λατρείας. Τα ἴδια καὶ στὸ ἱερό της Δωδώνης ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῶν Αἰτωλῶν Δωρίμαχο. Καταπάτησε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο γράφει ὁ Πολύβιος».

Στὴν συνέχεια, ὁ Φίλιππος μὲ τοὺς Μακεδόνες του, σὲ ἀντίποινα, «πυρπόλησαν καὶ κατεδάφισαν τὰ ἱερὰ και ανέτρεψαν ἡ κατέστρεψαν 2.000 ἀνδριάντες». Καὶ δὲν περιορίστηκαν μόνο στὴν Αἰτωλία, ἀλλὰ προχώρησαν καὶ στὴν Ἀττική, τὸ 200 π. Χ., όπως ἐξιστορεῖ ὁ Λίβιος, ὅπου «Κατέστρεψαν καὶ τὰ μνημεῖα καὶ ἀνέσκαψαν τοὺς τάφους διασκορπίζοντας τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν».

Ἀκολουθοῦν οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ρωμαίων, ποὺ κράτησαν δυὸ ὁλόκληρους αἰῶνες καὶ ἔφεραν πράγματι «ἒς ἔδαφος» πόλεις, ναούς, ἱερὰ καὶ ἀγάλματα σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα. Τὸ 194 π. Χ., ὁ Τίτος Φλαμίνιος, μετὰ τὴν νίκη τοῦ κατὰ τοῦ Φιλίππου, «στέλνει καραβιὲς ὁλόκληρες ἀπὸ κλεμμένα μαρμάρινα καὶ χάλκινα ἀγάλματα γιὰ νὰ κοσμήσουν τὸ θρίαμβό του στὴ Ρώμη».

Τὸ 189 π.Χ., «ὁ Μᾶρκος Φούλβιος Νοβιλίορ λεηλατεῖ σύμφωνα μὲ τὴν καταγραφὴ τοῦ Πολύβιου τὴν Ἀμβρακία συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν Ἱερῶν της καὶ στέλνει σὰ λάφυρα στὴ Ρώμη, ἀγάλματα, ἐπιγραφὲς καὶ θησαυρούς». Το 181 π.Χ., «ἡ Σύγκλητος εἶχε ρίξει στὴν πυρὰ τὰ ἔργα τῶν Πυθαγορείων».

Τὸ 87 π.ἅ.χ.χ, «ὁ ἄξεστος Σύλλας, καταστρέφει τὴν Ἀθῆνα ποὺ εἶχε συμπαραταχθεῖ μὲ τὸν Μιθριδάτη, καὶ ἀμέτρητα ἀγάλματα, πίνακες ζωγραφικῆς καὶ θησαυροί, γίνονται ἀντικείμενα λεηλασίας καὶ μεταφέρονται στὴ Ρώμη, συμπεριλαμβανομένης τῆς ὀνομαστῆς βιβλιοθήκης τοῦ Ἀπελλικῶνος καὶ τοῦ περίφημου πίνακα τοῦ Ζεύξιδος... Ο ἴδιος ἅρπαγας στρατοκράτης ἦταν ἐπίσης αὐτὸς που άρπαξε τὸ χρυσελεφάντινο ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς τοῦ Ἀλαλκομένειου ἱεροῦ της Βοιωτίας, ἔβαλε χέρι στὰ ἱερά της Ἐπιδαύρου... τῆς Ὀλυμπίας καὶ τῶν Δελφῶν».

Τὸ 55 π.ἅ.χ.χ., «ὁ φοβερὸς Βέρρης... λεηλάτησε τὰ καλλιτεχνήματα καὶ τοὺς θησαυροὺς ὅλης της νότιας Ἑλλάδας, ἔκλεψε τὸ χρυσὸ ἀπὸ τὸν Ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς στὴν Ἀθῆνα... ἅρπαξε ἀπὸ τὴν Τένεδο τὸ λατρευτικὸ ἄγαλμα τοῦ τοπικοῦ ἡμίθεου Τέννητος, καταλῄστεψε τὸν πανάρχαιο Ναὸ τῆς Ἥρας στὴ Σάμο, τὸ Ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Πέργαμο, λεηλάτησε ὅλα τὰ μνημεῖα τῆς Ἀσπένδου στὴν Παμφυλία».

«Ὁ Αὔγουστος... κλέβει ἀπὸ τὴν Τεγέα καὶ μεταφέρει στὴ Ρώμη τὸ περίφημο ἄγαλμα τῆς Ἀλέας Ἀθηνᾶς... Ὁ Καλιγούλας διάλεγε ἑλληνικὲς προτομές καὶ πρόσταζε νὰ τὶς ἀποκεφαλίζουν καὶ νὰ προσθέσουν σὲ αὐτὲς τὸ δικό του κεφάλι... Ὁ Νέρωνας, κλέφτης ἐπίσης πεντακοσίων χάλκινων γλυπτῶν ἀπὸ τοὺς Δελφούς...».

Συμπερασματικά, ὁ ἐν λόγῳ συγγραφέας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ Ρωμαῖοι «μέσα σὲ λιγώτερο ἀπὸ δυὸ αἰῶνες τὴ μετέτρεψαν (τὴν Ἑλλάδα) σὲ ἐρειπωμένη ἐπαρχία τους, σὲ μιὰ χώρα ὅπου "οἱ λίθοι μόνον" θύμιζαν "τὴ σεμνότητα καὶ τὸ μέγεθος τῆς Ἑλλάδος" (Δίων Χρυσόστομος)». Καὶ καταλήγει: «ὁ Παυσανίας (σσ. 2ος μ. Χ. αἵ.) οὐσιαστικὰ θὰ δεῖ καὶ θὰ περιγράψει μία χώρα ἐρειπωμένη καὶ ὀλιγάνθρωπη, τῆς ὁποίας ἀρκετὲς πόλεις εἶναι ἤδη ἔρημες, τὰ δὲ ἱερὰ εἴναι κατα πλειοψηφία χορταριασμένα καὶ μὲ γκρεμισμένες τὶς στέγες... Ο Ρωμαῖος ποιητὴς Γιουβενάλλης... θὰ γράψει ἐπίσης καὶ τὰ ἑξῆς:... Σήμερα δὲν μπορεῖς νὰ ἁρπάξεις ἀπὸ αὐτούς, ὅταν πατήσεις τὸ φτωχό τους τόπο, τίποτε ἄλλο ἀπὸ μερικὰ βόδια καὶ φοράδες, τοὺς ἐφέστιους Θεοὺς ἀπὸ τὸ σπιτικό τους καὶ κανένα περίεργο ἄγαλμα, ἂν ἔχει μείνει κανένα στὰ ἱερά τους...»1.

Αὐτὰ ἐξιστορεῖ μὲ ἐθνικὸ πόνο ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Τ.Σ.Ε.Ε. καί μας βρίσκει συμπάσχοντας, γιατί ἔχει ἀπόλυτο δίκιο. Όμως, πὼς συμβιβάζονται ὅλα αὐτὰ μ' ἐκεῖνα τὰ «ἀποφθεγματικά» ποὺ ἀκούσαμε πιὸ πάνω, ὅτι οἱ χριστιανοὶ «ἔκαψαν ὅσα βιβλία δὲν τοὺς βόλευαν, βεβήλωσαν τὰ ἑλληνικὰ ἱερά, κομμάτιασαν τὰ ἀγάλματα, γκρέμισαν τοὺς ἑλληνικοὺς ναούς, καταλῄστεψαν τὸν ἐθνικὸ πληθυσμό», καὶ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία προσέφερε «Τὴν καταστροφὴ ὅλων τῶν ναῶν, τῶν ἔργων τέχνης καὶ τῶν βιβλιοθηκῶν»;

Παρόμοιες «ὁμολογίες» συναντᾶμε καὶ σὲ ἄλλα περιοδικά. Επιλεκτικά μεταφέρουμε ἐδῶ δυὸ ἀκόμη ἀντιπροσωπευτικὰ κείμενα ποὺ προέρχονται ἀπὸ περιοδικά του «νεοεθνικοῦ» νεοπολυθεϊστικοῦ «χώρου»: «Οἱ πληροφορίες ποὺ παραδίδουν ὁ Παυσανίας, ὁ Στράβων καὶ ὁ Πολύβιος γιὰ τὶς ἐκτεταμένες ἐπιχειρήσεις ἁρπαγῆς ἑλληνικῶν ἔργων τέχνης ἐντυπωσιάζουν, ὅσον ἀφορᾶ στοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὴν ἀξία τῶν μνημείων, ποὺ μεταφέρθηκαν στὴ Ρώμη. Πεντακόσια ἀγάλματα ἀπὸ τοὺς Δελφούς, τρεῖς χιλιάδες ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ ἑκατοντάδες γλυπτὰ καὶ ἔργα ζωγραφικῆς ἀπὸ τὴν Κόρινθο ἔγιναν λεία κατακτητῶν. Ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει μέχρι τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ Βυζαντίου, ἔγινε στόχος γιὰ καταστροφὴ ἀπὸ τὸ νέο μισελληνικὸ καθεστώς, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ ὁποίου «ἁλώνιζαν» ὀρδὲς βαρβάρων καὶ λαφυραγωγοῦσαν, ὅ,τι εὕρισκαν στὸ δρόμο τους. Ἐκτὸς ἀπ' αὐτοὺς ὅμως καὶ οἱ χριστιανοὶ τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου δὲν ἦταν ἄμοιροι μιαρῶν πράξεων. Ὄχι μόνον κατέστρεφαν κτήρια καὶ ἀκρωτηρίαζαν ἀγάλματα, ἀλλὰ πωλοῦσαν "δι' ὀλίγα τάλλαρα" τὰ τεμάχιά τους σὲ ξένους ἐπισκέπτες».

Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνει καὶ ἄλλο περιοδικὸ τοῦ «χώρου»: «Ἡ λεηλασία τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ προσλαμβάνει δραματικὲς διαστάσεις ἐπὶ Νέρωνος, ὁ ὁποῖος "Πεντακόσιας θεῶν τὲ ἀναμὶξ ἀφείλετο καὶ ἀνθρώπων εἰκόνας χαλκάς" (Παυσανίας, Φωκικὰ 71). Μεταξὺ τῶν κλοπιμαίων ἤσαν καὶ ἡ πασίγνωστη Κόρη τοῦ Anzio, ἡ Κασσάνδρα, ὁ ἔρως τοῦ Πραξιτέλους, ὁ θνήσκων Γαλάτης, ὁ ὁ Ἀπόλλων τοῦ Σκόπα, ἡ «εὔκνημα» Ἀμαζόνα τοῦ Στρογγυλίωνος καὶ ἕνα μικρὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὸ ὁποῖο εἶχε ἐπιχρύσωση... Οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πλούσιοι Ρωμαῖοι, ἀφοῦ πρῶτα ἔσβηναν τὰ ἐπιγράμματα ἀπὸ τὶς βάσεις τῶν ἀγαλμάτων, ἔκοβαν τὰ κεφάλια καὶ στὴ θέση τοὺς ἔβαζαν τὸ μαρμάρινο ὁμοίωμα τοῦ δικοῦ τους κεφαλιοῦ».

 

Ἃς σημειωθεῖ, ὅτι ἡ μαρτυρία τοῦ Παυσανία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἰδιαιτέρως βαρύνουσα, ἀφοῦ τὸ ἔργο τοῦ «Περιήγησις τῆς Ἑλλάδος», ἔχει γραφεῖ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 160 καὶ 180 μ. Χ.

Αὐτά, λοιπόν, μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἑλληνικῶν «νεοεθνικῶν» ρευμάτων, οἱ ὅποιοι στὴ συνέχεια καταγγέλλουν τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὸν μοναδικὸ διώκτη καὶ καταστροφέα ἀρχαίων ναῶν, ἀγαλμάτων καὶ βιβλιοθηκῶν. Δηλαδή, οἱ Ρωμαῖοι δὲν κατέστρεψαν τοὺς ἀρχαίους ναοὺς ἀφήνοντας «μόνον τοὺς λίθους»; Οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες δὲν ἀποκεφάλιζαν τὰ ἀγάλματα γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὶς κεφαλές τους μὲ τὰ ὁμοιώματα τῶν δικῶν τους «ἄμυαλων» κεφαλῶν; Δὲν ἔκαψαν βιβλία καὶ βιβλιοθήκες20, δὲν ἔφεραν «ἒς ἔδαφος» τὰ ἀριστουργήματα τῆς ἑλληνικῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸ ἴδιο τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό; Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαναν μόνον οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες καὶ οἱ χριστιανοί; Ἂν εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ λέγεται ἱστορία καὶ ἀντικειμενικότητα!

Καὶ δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι οἱ Χριστιανοί, μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὄχι μόνον βρίσκονταν κάτω ἀπὸ φρικτοὺς καὶ αἱματηροὺς διωγμούς, ποὺ ἀνέδειξαν 11 ἑκατομμύρια μάρτυρες τῆς Πίστεως μέσα στοὺς τρεῖς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ ἀποτελοῦσαν τὸν 4ο μ. Χ. αἰῶνα τὸ 5% μόνον τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποσοστὸ ποὺ δὲν ἄλλαξε σημαντικὰ ἀκόμη καὶ τοὺς πρώτους χρόνους μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Διερωτᾶται κανείς: ἄραγε τὸν 4ο αἰῶνα, ποὺ ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ ὁ Χριστιανισμός, ὅλοι αὐτοὶ οἱ κατεστραμένοι ναοί, τὰ ἱερά, καὶ τὰ ἀγάλματα εἶχαν πάλι ἀνακατασκευαστεῖ;

Ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι, ὅσοι σῴζονται ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ναοὺς οἱ περισσότεροι τὸ ὀφείλουν στὸ γεγονὸς ὅτι πέρασαν στὴ χρήση τῶν Χριστιανῶν. Ἄν σῴζεται σήμερα ὁ Παρθενῶνας τὸ σπουδαιότερο ἀρχαιοελληνικὸ μνημεῖο ὁ ναὸς τοῦ Ἡφαίστου (Θησεῖο), τὸ Ἐρεχθεῖο, τὸ ὡρολόγιο τοῦ Κυρρήστου καὶ τόσοι ἄλλοι ναοὶ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ ἔξω ἀπ' αὐτόν, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι μετατράπηκαν σὲ χριστιανικοὺς ναούς. Πολλὰ δὲ ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα τέχνης ποὺ διασώθηκαν καὶ κυρίως ἀγάλματα, ὀφείλουν τὴ διάσωσή τους στὴ μεταφορά τους στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴ διακόσμησή της.

Παρατηρεῖ ὁ κ. Ἰωάν. Τσέντος: «Οἱ Βυζαντινοὶ φύλασσαν ὅλους αὐτοὺς τοὺς θησαυροὺς εὐλαβικά, καὶ τοὺς θεωροῦσαν στολίδι τῆς πρωτεύουσάς τους, πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύει πρώτον μὲν ὅτι δὲν ἔτρεφαν αὐτὸ τὸ ὑποτιθέμενο μῖσος πρὸς ὅ,τι τὸ ἀρχαῖο, ἀλλὰ θεωροῦσαν αὐτὰ τὰ ἀγάλματα μέρος τῆς πολιτιστικῆς τους κληρονομιᾶς, καὶ δεύτερον ὅτι εἶχαν τὴν αἰσθητικὴ ποὺ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀξία τους... δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς ὅποιο μνημεῖο τὸν ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ σῴζεται σήμερα στὴν Ἑλλάδα, ὀφείλει τὴ σωτηρία του στὴν προστατευτικὴ ἀσπίδα τὸν Βυζαντίου».

Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ καταλογισθεῖ ἡ εὐθύνη τῶν σημερινῶν ἐρειπίων ἀρχαίων ναῶν στοὺς Χριστιανούς. Μήπως δὲν ὑπάρχουν σήμερα καὶ ἀναρίθμητοι Χριστιανικοὶ ναοὶ ἐρειπωμένοι ἢ ἐξαφανισμένοι; Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἵ. ἕως καὶ τὸν 6ο αἵ. μ. Χ., μόνο στὴν Ἀθῆνα καὶ τὰ περίχωρα, ὑπῆρχαν εἴκοσι δυὸ χριστιανικὲς Βασιλικές. Πολλὲς ἀπ' αὐτὲς εἶναι γνωστὲς σήμερα μόνον ἀπὸ τὰ ἐρείπιά τους. Ἀσφαλῶς οἱ παλαιοχριστιανικὲς αὐτὲς Βασιλικὲς δὲν ὀφείλουν τὴν ἐρήμωσή τους σὲ ἀντιχριστιανικοὺς διῶκτες καὶ καταστροφεῖς. Ὁ χρόνος, ἠ φθορά, τὰ φυσικὰ φαινόμενα συνετέλεσαν στὴν ἐρήμωσή τους, καίτοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὶς οἰκοδόμησαν, ὄχι μόνον ὑπῆρχαν τότε γιὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιήσουν στὴ λατρεία τους, ἀλλὰ καὶ ἀποτέλεσαν πλέον τὸ μόνο θρησκευτικὸ στοιχεῖο τῆς Ἑλλάδος. Ὡς παραδείγματα μερικῶν ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐρειπωμένες παλαιοχριστιανικὲς Βασιλικές, ποὺ δὲν ὑπάρχουν σήμερα, ἀναφέρομε τὶς Βασιλικὲς τῆς Ἄγ. Τριάδος (δυτικὰ τοῦ Παρθενῶνα), τοῦ Ἀσκληπιείου (νότια του βράχου τῆς Ἀκρόπολης), τοῦ Ἄγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη (δυτικὰ τῆς Ἀκρόπολης), τοῦ Ἰλισσοῦ (ἀνατολικὰ τῶν Στηλῶν τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς Ἀρδηττοῦ), τοῦ Ὀλυμπιείου (βόρεια τῶν Στήλων τοῦ Ὀλυμπίου Διός), τῆς Παναγιᾶς τῆς Πέτρας (στὸν Ἰλισσό) κ.ἅ..

Θέλουν νὰ ἀγνοοῦν, δηλαδή, οἱ σύγχρονοι «παγανιστές» ὅτι οἱ περισσότεροι ἀρχαῖοι ναοί, ὅπως καὶ οἱ παλαιοχριστιανικοὶ ἀργότερα, καταστράφηκαν ἀπὸ κατακτητές, ἀπὸ πολεμικὲς συγκρούσεις, ἀπὸ λεηλασίες καὶ πυρκαγιές, ἀπὸ σεισμοὺς καὶ θεομηνίες καὶ ἄλλα φυσικὰ φαινόμενα.

Οἱ ἰσχυρισμοὶ ὅμως τῶν σημερινῶν πολυθεϊστῶν, ἀποδεικνύονται μεροληπτικοί, ἀντιϊστορικοί, προκατειλημμένοι, καὶ ἀστήρικτοι. Γενικεύουν αὐθαίρετα ἀκραία καὶ μεμονωμένα περιστατικὰ καὶ διαστρεβλώνουν βάναυσα τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια. Ἐπαναλαμβάνομε, ὅτι δὲν ἀρνούμαστε περιπτώσεις βίαιης συμπεριφορᾶς καὶ φανατισμοῦ ἀπὸ μέρους τοῦ Χριστιανικοῦ ὄχλου καὶ καταστροφὲς ναῶν καὶ ἀγαλμάτων. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ οἱ καταπιεσμένοι Χριστιανοὶ κατέστρεψαν ἀρχαίους ναοὺς καὶ ἀγάλματα. Ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι μποροῦμε να γενικοποιούμε τα πρᾶγμα τὰ καὶ νὰ ἀποδίδουμε τὴν φυσικὴ φθορὰ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας καὶ τῶν ἱερῶν της σὲ μιὰ τακτικὴ καὶ σ' ἕνα «σχέδιο» τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ τὴν ἐπικράτησή του.

Ὅπως σημειώνει ὁ κ. Ἰωάν. Τσέντος, «εἶναι ἐντελῶς σαφὲς ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλείσει τὸ ἐνδεχόμενον νὰ ὑπῆρξαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ κάποιες ἐκδηλώσεις φανατισμοῦ. Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅμως ὅτι οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ Βυζάντιο προέβησαν φερ' εἰπεὶν σὲ συστηματικὴ καταστροφὴ τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, ἀποτελεῖ ἀσύστολο ψεῦδος».

 

Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος παρατηρεῖ: «Ὁπωσδήποτε, οἱ καταστροφὲς τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν στὴν Ἑλλάδα δὲν ὀφείλονταν σὲ θρησκευτικὲς συγκρούσεις. Ἡ Ἑλλάδα εἶχε σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ρημάξει καὶ καταστραφεῖ, πρὶν τὴν ἀναγνώριση τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς θρησκείας, ὅταν ἀκόμη οἱ χριστιανοὶ ἤσαν θύματα μεγάλων διωγμῶν ἢ καὶ δὲν εἶχαν κὰν ἐμφανισθεῖ στὴν ἱστορία. Ἤδη στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή, δὲν εἶναι λίγες οἱ πόλεις ποὺ εἶχαν μετατραπεῖ σὲ μικρὴ ὁμάδα χαμόσπιτων, μὲ σπασμένα ἀγάλματα καὶ ἐρειπωμένους ναούς».

«Τὸ μαντεῖο τῆς Δωδώνης εἶχε σταματήσει πρὸ πολλοῦ νὰ λειτουργεῖ καὶ ἦταν ἐρείπια, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Στράβων στὰ Γεωγραφικά του, τὰ ὁποία εἶχαν ἤδη ὁλοκληρωθεῖ περίπου τὸ 7 π.Χ. Ὁ Στράβων, ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι ὄχι μόνο τὸ μαντεῖο τῆς Δωδώνης, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαντεῖα τῆς Ἑλλάδος εἶχαν οὐσιαστικὰ σβήσει στὰ χρόνια του».

Ὁ καθηγητὴς κ. Βάσ. Μπακοῦρος σημειώνει: «Ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἔγκυρη ἐπιστημονικὴ ἔρευνα μὲ βάση ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα (...., βλ. Ν. Παπαχατζή, Ἡ θρησκεία στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθῆνα 1996) τὰ περισσότερα εἰδωλολατρικὰ ἱερὰ ἢ ναοὶ δὲν καταστράφηκαν οὔτε μετασκευάστηκαν σὲ χριστιανικὰ τεμένη, ἁπλῶς ἐγκαταλείφθηκαν»25.

Καὶ ὁ π. Γεώργ. Μεταλληνὸς ὑπογραμμίζει: «Τὶς παρατηρούμενες καταστροφὲς ἀποδίδουν οἱ ἀρχαιολόγοι στοὺς σεισμούς, τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς (4ο - 6ο αἵ.) καὶ τὴν ἐγκατάλειψη. Τὰ ἀρχαία μνημεῖα τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῶν Δελφῶν ἔμειναν ἀπείραχτα ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Ἡ μετατροπή τους σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες δείχνει περίτρανα τὴ συνείδηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας. Ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ δὲν ἱκανοποιεῖ τοὺς σημερινοὺς ἀρχαιολάτρες».

Σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνό, ὁ ἀρχαιολόγος Ἄγγ. Χωρέμης γράφει: «Αὐτὸ ποὺ πράγματι ἔγινε εἶναι καταστροφὲς καὶ ἀκρότητες σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, ἀπὸ φανατικοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πολιτικοὺς παράγοντες, κυρίως ἐναντίον ἀγαλμάτων ἀρχαίων θεοτήτων μὲ συνηθέστερο τὸ φαινόμενο τῆς ρινοκοπῆς καὶ καταστροφῆς τῶν προσώπων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐξαγρίωναν τὸν ὄχλο, πρᾶγμα ὄχι δύσκολο, ἂν σκεφτοῦμε ὅτι μόλις 75-80 χρόνια χώριζαν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς τῶν Διοκλητιανοὺ καὶ Γαλερίου (+311) καὶ 55-60 χρόνια ἀπὸ τὸν "ἠπιότερο" διωγμὸ τὸν Λικινίου (310-324), τὸν ἐξαγριωμένο αὐτὸν ὄχλο τὸν ἐξαπέλυαν νὰ κάψει καὶ νὰ καταστρέψει ὀ,τιδήποτε "ἐθνικό" εὕρισκε μπροστά του. Αὐτὸ ὅμως οὐδέποτε ὑπῆρξε πολιτικὴ τὸν Μεγάλου Θεοδοσίου καί, ὅταν ἔγινε, προσπάθησε νὰ τὸ σταματήσει καὶ νὰ τὸ θεραπεύσει».

Κλείνομε τὴν σύντομη αὐτὴ ἐπισκόπηση μὲ τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ κ. Θαν. Παπαθανασίου, σὲ ἐμπεριστατωμένη μελέτη τοῦ δημοσιευμένη στὸ περιοδικὸ «Σύναξη». Μεταξὺ τῶν ἄλλων, γράφει: «σὲ ὅλο τὸ σῶμα τῶν ἱερῶν κανόνων... ἀπουσιάζουν ἀπολύτως κανόνες ποὺ νὰ ἐπιβάλλουν τὸν "ἐκχριστιανισμό" τῶν ἐθνικῶν καὶ σχεδὸν ἀπολύτως κανόνες ποὺ νὰ ἐπιτάσσουν τὴν καταστροφὴ τῶν παγανιστικῶν ἱερῶν». Γιὰ τὶς διατάξεις νη' καὶ πδ' τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης (419 μ.Χ.), μὲ τὶς ὁποῖες ζητεῖται ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς νὰ ἐξαλείψουν «τὰ ἐγκαταλείμματα τῶν εἰδώλων τὰ κατὰ πᾶσαν τὴν Ἀφρικήν», παρατηρεῖ ὅτι «πρόκειται γιὰ τοπικοῦ χαρακτῆρα πρωτοβουλία, ποὺ ἀφοροῦσε συγκυρίες τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας στὴ Βόρεια Ἀφρική». Ἡ ἴδια σύνοδος, ἐξ' ἄλλου, ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους νὰ καταστρέψουν καὶ τὰ «χριστιανικὰ ναΐδρια», ποὺ εἶχαν ἀνεγερθεῖ αὐθαίρετα ἀπὸ δεισιδαίμονες χριστιανοὺς (κανὼν πγ')28.

Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ἐθελοτυφλοῦν, οἱ σύγχρονοι «ἐθνικοί», προσπαθώντας ἐπίμονα νὰ βροῦν ὀργανωμένο «σχέδιο» τῶν Χριστιανῶν γιὰ τὴν καταστρφή τῶν ἀρχαίων ναῶν καί μεθοδεύσεις.


Εκτύπωση   Email