Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς μᾶς λέει ὅτι οἱ θεραπευθέντες λεπροὶ ἐμπιστεύθηκαν τὸν ἑαυτό τους στὸν ἐγωισμό τους καὶ ξέχασαν τὸν εὐεργέτη Κύριο, ἀφοῦ δὲν αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας μαζί Του. Καὶ δὲν εἶναι μόνο οἱ ἐννέα. Εἶναι μιὰ σειρὰ ἀτέλειωτη ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ βιάζονται καὶ φεύγουν, σημαδεμένοι ἀπὸ μιὰ ἄλλου εἴδους ἀρρώστια, τὴν ἀχαριστία. Ἡ ἀχαριστία ἀποτελεῖ μιὰ παρὰ φύσιν κατάσταση, καθὼς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν αὐτοκαταστροφή. Ἡ ἀχαριστία παραμερίζει τὸν Θεὸ καὶ προβάλλει τὸ θεοποιημένο «ἐγώ» τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Δεχόμαστε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἀπορρίπτουμε τὸν Ἴδιο. Τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό μας, ἡ αὐτάρκειά μας, ἡ φαινομενικὴ αὐτοπεποίθησή μας, ἔχουν μέσα τους τὴν σφραγῖδα τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου. H ἀχαριστία λειτουργεῖ σὰν παραλογισμός, σὰν μιὰ διαστροφὴ ποὺ παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, καθὼς θέλει μόνο νὰ παίρνει καὶ σπάνια ἢ σχεδὸν ποτὲ νὰ μὴν δίνει καὶ νὰ προσφέρει. Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ξεχνᾷ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Μεγάλος του εὐεργέτης, ποὺ τοῦ ἐμπιστέυθηκε ἕναν ὁλόκληρο κόσμο καὶ ἐκεῖνος τὸν καταστρέφει. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ χάρισε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ζωὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν περιφρονεῖ. Εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ πρόσφερε τὸ αἷμα τῆς λυτρωτικῆς Του θυσίας, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν διὰ τοῦ αἵματος αὐτοῦ»( Ἐφ. 1:7) «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», καὶ ὁ ἄνθρωπος Τὸν ἀρνεῖται καὶ Τὸν βλασφημεῖ. Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀχαριστία του; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ καλλιεργήσουμε βαθιὰ τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς εὐχαριστίας «ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» ( Α΄ Θεσσαλ. 5:18) στὸν Θεὸ καὶ στοὺς συνανθρώπους, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς μας, γιατί αὐτοὶ μας εὐεργετοῦν περισσότερο ἀπὸ τοὺς φίλους, καθὼς ἀποκαλύπτουμε τὰ ἐσωτερικὰ κενὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες μας.
Τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας στὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀπάντησή μας στὶς ἄπειρες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, στὸ δῶρο τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς προσφέρει εἶναι τὸ μεγάλο εὐχαριστῶ. Ἕνα εὐχαριστῶ εὐγνωμοσύνης. Εἶναι κάτι ποὺ τὸ βλέπουμε καὶ τὸ ψηλαφίζουμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας. Ἀντιμετωπίζουμε κατὰ καιροὺς φοβερὲς δοκιμασίες. Ἀτυχήματα, ἀρρώστιες, οἰκονομικὲς δυσκολίες, κοινωνικὲς καὶ προσωπικὲς ἀδικίες, ἐπαγγελματικὰ καὶ οἰκογενειακὰ ἀδιέξοδα. Καὶ τότε ἀπελπιζόμαστε, κλαῖμε, ἱκετεύουμε καὶ ὑψώνουμε τὴν φωνή μας :«Ἰησοῦ ἐλέησον ἡμᾶς» Κύριε χανόμαστε, ἀπὸ πουθενὰ δὲν ἐλπίζουμε βοήθεια. Ὅταν ὅμως ἔρθει ἡ πολυπόθητη λύση τοῦ προβλήματος, τότε περιοριζόμαστε ἁπλὰ σὲ ἕνα «δόξα σοι ὁ Θεός», περισσότερο σὰν ἕναν ἀναστεναγμὸ ἀνακούφισης, παρὰ σὰν μιὰ προσευχὴ δοξολογίας. Οἱ περασμένες δυσκολίες ὑποτιμῶνται καὶ ὁ εὐεργέτης λησμονεῖται. Ὅταν ὑπερνικήσουμε τὶς δυσκολίες καὶ ξεπεράσουμε τὰ ἀδιέξοδα, ἑρμηνεύουμε τὰ πράγματα γύρω μας ὀρθολογιστικὰ Καὶ τὸ τραγικότερο εἶναι ὅτι δὲν βλέπουμε πουθενὰ τὸν Θεό. Δὲν βλέπουμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βρίσκεται πίσω ἀπὸ ὅλες ἐκεῖνες τὶς περίφημες συμπτώσεις καὶ τὰ θεωρούμενα ἀπρόοπτα τῆς ζωῆς μας. Καὶ τότε Τὸν παραμερίζουμε καὶ Τὸν ξεχνᾶμε. Καθημερινὰ στὴν ζωὴ μας δεχόμαστε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Προοπτικές, εὐκαιρίες, δυνατότητες, χαρίσματα ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τόσο συνεχεῖς καὶ ἀδιάκοπες, ὥστε νὰ τὶς θεωροῦμε αὐτονόητες καὶ δεδομένες καὶ νὰ μὴν νιώθουμε καμιὰ ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα καὶ γιὰ τίποτε. Ἡ ὑγεία, ἡ καθημερινή μας τροφή, ἡ οἰκογενειακή μας γαλήνη καὶ τόσες ἄλλες.
Γι’ αὐτὸ ἂς τὶς ἀναλογιζόμαστε καὶ αὐτὲς καὶ τόσες ἄλλες φανερὲς καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίες, ὅπως λέμε σὲ κάθε θεία λειτουργία «τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν σου τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» καὶ κυρίως αὐτῶν τῶν ἀφανῶν καὶ ἀνεπίγνωστων σὲ ἐμᾶς ποὺ μᾶς ὠφελοῦν περισσότερο.
Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ποῦμε ὅτι οἱ εὐεργετηθέντες δὲν αἰσθάνθηκαν εὐεργετημένοι καὶ ὅμως μόνο ὁ ἕνας βρῆκε τὸν δρόμο πρὸς τὸν εὐεργέτη. Πολλὲς φορὲς τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα. H ὀργάνωση τῆς ζωῆς εἶναι τέτοια, ὥστε δὲν ὑπάρχει συνήθως χῶρος οὔτε γιὰ τὴν αὐθόρμητη προσφορὰ οὔτε γιὰ πηγαία εὐχαριστία. Μόνο ὅταν ἐπανασυνδεθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ, θὰ ξαναβροῦμε τὴν ψυχική μας ὑγεία καὶ εὐγένεια, τότε θὰ μπορέσουμε καὶ νὰ προσφέρουμε καὶ νὰ δεχόμαστε καὶ νὰ εὐεργετοῦμε καὶ νὰ εὐγνωμονοῦμε, μέσα ὡς οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρώτου καὶ μεγάλου Εὐεργέτη μας.