Ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ γιὰ τοὺς ὁμιλητὲς καὶ γιὰ τούς ἀκροατὲς νὰ γίνεται λόγος μόνο γιὰ τὰ εὐχάριστα, καὶ ὅτι εἶναι χρήσιμο καὶ μεγάλη ἀρετὴ ἡ κατάκριση τῶν ἁμαρτιῶν μας

st john chrysostom

                     τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου

α΄. Ἀρκετά, νομίζω, σᾶς στενοχώρησα πρίν, καὶ σᾶς πλήγωσα βαθύτερα:

πρέπει λοιπὸν νὰ σᾶς φροντίσω σήμερα, νὰ βάλω πάνω στὴν πληγὴ καὶ τὰ πιὸ γλυκὰ φάρμακα. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς θεραπείας εἶναι ἄριστος, νὰ μὴν καθαρίζη κανείς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιδένη τὶς πληγές. Αὐτὸς ὁ νόμος τῆς διδασκαλίας εἶναι θαυμαστός, νὰ μὴν τιμωρῆ μόνο κανείς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπαινῆ καὶ νὰ παρηγορῆ. Ἐτσι πρόσταξε κι ὁ Παῦλος Ἐλεγξε, μάλωσε, παρηγόρησε. Ἄν παρηγορῆ κανεὶς πάντα, κάνει τοὺς ἀκροατὲς πιὸ ἀδιάφορους, κι᾿ ἂν μαλώνη μόνο, τοὺς κάνει σκληρότερους, γιατὶ δὲ μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ φορτίο τοῦ ἀδιάκοπου ἔλεγχου, καὶ ξεφεύγουν ἀμέσως. Γι’ αὐτὸ πρέπει νἄχη ποικιλία ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας. Ἐπειδὴ λοιπὸν πρωτύτερα ὁ λόγος πλήγωσε τὸ λογισμὸ τοῦ καθενὸς μὲ δύναμη, πρέπει σήμερα ἡ διδασκαλία µας νὰ ᾿ναι πιὸ γλυκιά, καὶ ἐμεῖς ποὺ πρὶν σᾶς θυμήσαµε τὶς εὐθύνες, πρέπει νὰ στάξωμε σὰ λάδι τὸν ἤρεμο λόγο, πάνω στοὺς πόνους ποὺ σᾶς ἔφερε ὁ ἔλεγχος.

Σᾶς διάβασα πρὶν τὸ νόμο τοῦ Παύλου περὶ τῆς κοινωνίας τῶν μυστηρίων, ποὺ ὑπάρχει γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς. Κι’ εἶναι αὐτὸς ὁ νόμος, γιατὶ δὲν ἐμποδίζει τίποτα νὰ τὸν διαβάσω καὶ τώρα πάλι: Ἂς ἐξετάζη καθένας τὸν ἑαυτό του, κι ὕστερα νὰ τρώη ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ νὰ πίνη ἀπὸ τὸ ποτήριο. Οἱ πιστοὶ ξέρουν τί λέει μ᾽ αὐτά, καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἄρτος, καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ποτήριο. Διότι αὐτὸς ποὺ τρώει καὶ πίνει, λέει, δίχως νὰ τὸ ἀξίζη ἀπέναντι στὸν Κύριο, ἔνοχος θὰ ᾽ναι γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ τὸ νόμο σᾶς διαβάσαμε, καὶ σᾶς ἐξηγήσαµε τὸ νόημα τοῦ ρητοῦ. Εἴπαμε τί σημαίνει, τὸ ἔνοχος θὰ ᾿ναι γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅτι θὰ τιμωρηθῆ τὸ ἴδιο ὅπως θὰ τιμωρηθοῦν αὐτοὶ ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστό. Γιατὶ ὅπως ἐκεῖνοι, λέει, οἱ φονιάδες, ἔγιναν ἔνοχοι γιὰ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἔτσι κι᾿ αὐτοὶ ποὺ κοινωνοῦν ἀνάξια τὰ μυστήρια. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ἔνοχος θὰ᾽ ναι γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Φάνηκε ὑπερβολικὸς πολὺ αὐτὸς ὁ λόγος κι’ ἀβάσταχτη αὐτὴ ἡ ἀπειλή, μὰ προσθέσαμε καὶ μιὰ σκέψη ἀπὸ παράδειγμα πολὺ σχετικό. Κι’ εἶπα, ὅτι ὅπως ὅταν ξεσκίση κανεὶς τὴ βασιλικὴ πορφύρα καὶ τὴ λερώση μὲ λάσπη, σὰ νὰ ὕβρισε τὸ βασιλιὰ ποὺ τὴ φορεῖ, ἔτσι κι’ ἐδῶ, κι᾿ αὐτοὶ ποὺ φονεύουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, κι’ αὐτοὶ ποὺ τὸ δέχονται μὲ ἀκάθαρτη ψυχή, τὴν ἴδια προσβολὴ κάνουν στὸ ἔνδυμα τὸ βασιλικό. Τὸ θανάτωσαν βέβαια οἱ Ἰουδαῖοι στὸ σταυρό, μὰ καὶ τὸ προσβάλλει ὅποιος τὸ δέχεται μ᾽ ἀκάθαρτη ψυχή. Ὥστε ἂν κι’ ἡ παρανομία εἶναι διαφορετική, ἡ ἁμαρτία ὅμως εἶναι ἴση. Αὐτὸ ἐστενοχώρησε πολλούς, αὐτὸ πολλοὺς ἐτάραξε. Πλήγωσε τὴ συνείδηση τῶν ἀκροατῶν, ἢ καλύτερα, ὄχι μόνο τῶν ἀκροατῶν ἀλλὰ κι᾿ ἐμένα ποὺ τὸ λέω μπροστά σας, γιατὶ ἡ διδασκαλία εἶναι γιὰ ὅλους, καὶ γιὰ ὅλους εἷναι τὰ τραύματα, γι’ αὐτὸ καὶ προσφέρω γιὰ ὅλους τὰ φάρμακα. Αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τοὺς ἴδιους νόμους κι᾿ ὁ ὁμιλητὴς κι’ οἱ ἀκροατές, νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια φύση, τὸ ἴδιο ὑπεύθυνος νὰ ᾿ναι καθένας παραβάτης. Γιατί ; Γιὰ νὰ κάνη μὲ τὸ ἴδιο μέτρο τὸν ἔλεγχο, γιὰ νὰ συγχωρῆ εὔκολα τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ θυμᾶται τὴν ἀδυναμία τους καὶ νὰ μὴν κάνη τὸν ἔλεγχο ἀβάσταχτο. Γι’ αὐτὸ δὲν κατέβασε ὁ Θεὸς ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς νὰ τοὺς βάλη διδασκάλους στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τὴ φύση τους καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀγνοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ὥστε νὰ μὴ μᾶς κατακρίνουν ἀλύπητα. Ἀλλὰ ἔδωσε ἀνθρώπους θνητοὺς γιὰ διδασκάλους καὶ ἱερεῖς, ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν κι᾿ αὐτοὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ὥστε γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀφοῦ τὸ ἴδιο ὑπεύθυνοι εἶναι κι᾿ ὁ ὁμιλητὴς καὶ οἱ ἀκροατές, νὰ συγκρατῆ τὴ γλώσσα του ἐκεῖνος ποὺ μιλάει, καὶ νὰ μὴν ἔχη τὸ δικαίωμα νὰ κατηγορῇ δίχως μέτρο. Κι᾽ ὅτι εἶναι ἀλήθεια αὐτό, ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ποὺ ἔθεσε ἐκεῖνο τὸ νόμο, μᾶς ἐδίδαξε κι’ αὐτὴ τὴν αἰτία, λέγοντας: Διότι κάθε ἱερέας προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, παίρνει τὸ ἀξίωμἀ του γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων, διότι ἔχει τὴ δύναμη νὰ εἶναι συμπαθὴς σ᾽ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀπὸ ἄγνοια καὶ ἀπὸ πλάνη. Γιὰ ποιὸ λόγο; Ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἔχει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Βλέπετε ὅτι ἡ ἀδυναμία γίνεται ἀφορμὴ γιὰ τὴ συμπάθεια, κι᾿ ὅτι αὐτὸς ποὺ κατηγορεῖ, κι᾿ ἂν δὲν ἔχη μεγάλη αἰτία, δὲ μπορεῖ νὰ βγῆ ἔξω ἀπὸ τὸ μέτρο, γιατὶ εἶναι ἄνθρωπος κι᾿ αὐτός ; Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τὰ εἶπα αὐτά ; Γιὰ νὰ μὴ λέτε ὅτι, Ἐσύ, καθαρὸς καθὼς εἶσαι ἀπὸ ἁμαρτίες, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὴ κατηγορία, μᾶς πληγώνεις βαθύτερα μὲ μεγάλο δικαίωµα. Διότι ἐγὼ πρῶτος αἰσθάνομαι τὸν πόνο, ἐπειδὴ κι’ ἐγὼ εἶμαι ὑπεύθυνος γιὰ ἁμαρτίες. Διότι ὅλοι εἴμαστε σὲ κατηγορία καί, Κανείς δὲ μπορεῖ νὰ καυχηθῆ πὼς ἔχει ἁγνὴ τὴν καρδιά του. Ὥστε ὄχι ἐπειδὴ φιλοσοφῶ πάνω σὲ ξένα βάσανα, οὔτε ἀπὸ κάποιο μίσος στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ μεγάλη πρόνοια σᾶς μάλωσα τόσο. Διότι στὴ θεραπεία τῶν σωμάτων, αὐτὸς ποὺ καθαρίζει τὴν πληγὴ καθόλου δὲ νοιώθει τὴν πληγή, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ δέχεται τὸ μαχαίρι, αὐτὸς καὶ μόνος διαλύεται ἀπὸ τοὺς πόνους. Ὅμως στὴ θεραπεία τῶν ψυχῶν δὲ γίνεται αὐτό, ἂν δὲν κάνω λάθος νὰ κρίνω ἀπὸ δικοῦ μου γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ αὐτὸς πρῶτος ὑποφέρει, ὁ ὁμιλητής, κι᾿ ἂς κάνη ἔλεγχο στοὺς ἄλλους. Κι’ οὔτε πονᾶμε τόσο ὅταν μᾶς ἐλέγχουνε οἱ ἄλλοι, ὅσο ὅταν ἐλέγχωμε τοὺς ἄλλους, γιὰ ἁμαρτίες ποὺ κι᾿ ἐμεῖς ἔχομε φταίξει. Διότι μπαίνει στὴ μέση ἡ συνείδηση τοῦ ὁμιλητῆ ποὺ ἔχει τὸ ἀξίωμα νὰ διδάσκη, ὅταν πέφτη στὰ ἴδια ἁμαρτήματα μὲ τοὺς μαθητὲς κι᾿ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἴδιο ἔλεγχο, καὶ κάνει στὸ διδάσκαλο πικρότερο τὸν πόνο.

β’. Καὶ δὲν τὰ θρηνολογῶ τώρα αὐτὰ χωρὶς λόγο, ἀλλὰ ἐπειδὴ πολλοὶ δὲν ἄντεξαν τὸ βάρος ὅσων ἄκουσαν, κι᾽ ἦρθαν στὸ τέλος κι’ ἔκαναν παράπονα, κι’ ἀγανακτοῦσαν. Μᾶς διώχνεις, ἔλεγαν, ἀπὸ τὴν ἅγια τράπεζα καὶ μᾶς ἐμποδίζεις νὰ κοινωνήσωμε. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκα νὰ τὰ πῶ αὐτά, γιὰ νὰ μάθετε ὅτι δὲ διώχνω, ἀλλὰ μαζεύω μᾶλλον. Δὲν ἐμποδίζω οὔτε δυσκολεύω, ἀλλὰ τοὺς κερδίζω μὲ τοὺς ἔλέγχους πιὸ πολύ. Διότι ὁ φόβος τῆς τιμωρίας ποὺ ἀκοῦμε, ὅπως ἡ φωτιὰ στὸ κερί, πιάνει τὴ συνείδηση τῶν ἁμαρτωλῶν, διαλύει καὶ λυώνει τὰ σφάλματά μας, κι᾿ ὅπως παραμένει πάντοτε, καὶ κάνει καθαρὸ κι’ ἀστραφτερὸ τὸ νοῦ, φέρνει μέσα μας πιὸ μεγάλο θάρρος. Κι’ ἀπὸ τὸ θάρρος αὐτὸ καὶ τὴν προθυμία, ὅλο καὶ συχνότερα κοινωνοῦμε τὰ κρυφὰ καὶ φρικτὰ μυστήρια. Κι᾿ ὅπως αὐτὸς ποὺ δίνει πικρὰ φάρμακα στοὺς ἀνόρεχτους, καθαρίζει τοὺς νοσηροὺς χυμοὺς καὶ προκαλεῖ τὴ χαλασμένη ὄρεξη, καὶ τοὺς κάνει πιὸ πρόθυμους νὰ δεχτοῦν τὴ συνηθισμένη τροφή, ἔτσι ἀκριβῶς κι᾿ αὐτὸς ποὺ λέει πικρὰ λόγια, καὶ καθαρίζει τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς τῆς ψυχῆς, βγάζει τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων, κι’ ἀφήνει τὴ συνείδηση ν᾽ ἀναπνεύση, κι᾿ ἑτοιμάζει τὸν ἄνθρωπο νὰ γευθῆ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου μ’ εὐχαρίστηση πολλή. Λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ στενοχωριέται κανεὶς γι’ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἀλλὰ νὰ τὰ παραδέχεται καὶ νὰ συμφωνῆ μ᾽ αὐτά. Κι’ ἂν εἶναι πιὸ ἀδύνατοι μερικοί, καὶ δὲν ἀνέχονται αὐτὴ τὴν ἐξήγησή μας, ἐκεῖνο θὰ ᾿λεγα σ᾽ αὐτούς, ὅτι δὲν ἑρμηνεύω νόμους δικούς μου, ἀλλὰ διαβάζω γράμματα ποὺ κατέβηκαν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Καὶ πρέπει αὐτὸς ποὺ ἀνάλαβε τὴν διακονία αὐτή, ἢ ὅλα τὰ γραμμένα νὰ τὰ πῆ μὲ θάρρος καὶ νὰ ζητᾶ πάντοτε τὸ συμφέρον γιὰ τοὺς ἀκροατὲς του, ἀλλὰ ὄχι τὸ εὐχάριστο, ἢ νὰ ὑπολογίση τὴ δυσαρέσκεια τῶν ἀκροατῶν καὶ ν᾿ ἀψηφίση τὴ δική του καὶ τὴ δική τους σωτηρία, γιὰ νὰ φανῆ πρόσκαιρα εὐχάριστος. Διότι εἶναι ἐπικίνδυνο πολὺ καὶ γιὰ τὸν ὁμιλητὴ καὶ γιὰ τοὺς ἀκροατὲς νὰ κρύβουν τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, κι᾿ εἷναι σὰ νὰ κάνουν φόνους οἱ διδάσκαλοι ὅταν δὲν ἑρμηνεύουν ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ χωρὶς δισταγμό, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν Παῦλο πάλι θὰ σᾶς φέρω μάρτυρα. Γι’ αὐτὸ συχνὰ καταφεύγω στὴν ἁγία ἐκείνη ψυχή, γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα, διότι τὰ λόγια τοῦ Παύλου εἶναι σὰ χρήσιμοι καὶ θεῖοι νόμοι. Καὶ δὲν εἶναι ὁ Παῦλος ποὺ μιλάει, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ κινεῖ τὴν ψυχἠ του, γιατὶ μὲς ἀπὸ τὸν Παῦλο τὰ λέει ὅλα ὅσα ἐκεῖνος εἶπε. Τί λέει λοιπὸν ὁ Παῦλος; Κάλεσε τοὺς κατοίκους τῆς Ἐφέσου καὶ μιλῶντας τους γιὰ τελευταία φορά, ἐπειδὴ ἦταν νὰ μακρύνη πιὰ ἀπ᾽ αὐτούς, δίδασκε τοὺς ὁρισμένους γιὰ νὰ τοὺς φροντίζουν, ὅτι ὅπως αὐτοὶ ποὺ χύνουν τὸ αἷμα τῶν χριστιανῶν, ἔτσι κι᾽ ὅσοι δὲν τοὺς λένε ὅ,τι τοὺς ὠφελεῖ πνευματικά, εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ καταδίκη καὶ τιμωρία, κι᾿ εἶπε: Καθαρὸς εἶμαι ἐγὼ ἀπ᾽ ὅλων τὸ αἶμα. Γιατί; Διότι δὲ δίστασα νὰ σᾶς φανερώσω ὅλα ὅσα θέλει ὁ Θεός. Σὰ νὰ μὴν ἦταν καθαρὸς ἀπὸ τὸ αἷμα τους ἂν δίσταζε νὰ τὰ φανερώση, σὰ νὰ λογαριαζόταν τότε φονιάς, καὶ πολὺ σωστά. Διότι ὁ φονιὰς τὸ σῶμα φονεύει μόνο, ἐνῶ ὅποιος διδάσκει γιὰ εὐχαρίστηση μόνο, καὶ κάνει πιὸ ἀδιάφορους τοὺς ἀκροατές, καταστρέφει τὴν ψυχή. Κι’ ἐκεῖνος βέβαια παραδίνει στὸν προσωρινὸ θάνατο, ἐνῶ αὐτὸς καταστρέφει τὴν ψυχὴ καὶ στέλνει στὶς ἀθάνατες καταδίκες καὶ τιμωρίες. Μήπως ὅμως μόνο ὁ Παῦλος τὸ λέει αὐτό; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Παῦλο, πάλι ὁ Θεὸς μὲ τὸν προφήτη τὸ ἴδιο φανερώνει ὅταν λέη : Σ᾽ ἔχω δώσει σκοπὸ γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Τί σημαίνει, Σκοπό ; Σκοπὸς λέγεται ὅταν τὰ στρατόπεδα εἶναι χαμηλὰ κι᾽ ἕνας πιάνη ὑψηλὸ καὶ ἀκρινὸ τόπο, κι᾿ ἀπὸ ἐκεῖ κατασκοπεύη τοὺς ἐχθροὺς ποὺ ἔρχονται, καὶ δίνη μήνυμα σ᾽ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται χαμηλὰ γιὰ τὴν ἔφοδο, κάνοντάς τους νὰ παραταχθοῦν γιὰ τὸν πόλεμο, ὥστε νὰ μὴν τοὺς βροῦν ξένοιαστους οἱ ἐχθροὶ καὶ τοὺς σκοτώσουν μὲ κάθε εὐκολία. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐμεῖς ποὺ βαδίζομε χαμηλά, δὲ βλέπομε πολλὰ ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς ἔρχονται, ἐφρόντισε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ βρίσκωνται πάνω στὸν ψηλό, νὰ ποῦμε, τόπο τῆς προφητείας, οἱ ἅγιοι προφῆτες, καὶ νὰ μᾶς δίνουν μήνυμα ἀπὸ μακριὰ γιὰ τοῦ Θεοῦ τὴν ὀργὴ ποὺ μέλλει νὰ μᾶς χτυπήση, γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τοὺς ἑαυτούς µας μὲ τὴ μετάνοια, νὰ στήσωμε ψηλὰ τὴν πεσμένη ψυχή μας καὶ ν᾽ ἀποκρούσωμε μακριὰ τὴν πληγὴ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς στέλνει. Γι’ αὐτὸ λέει· Σκοπὸ σ᾽ ἔχω δώσει γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ· νὰ εἰδοποιήσης γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ εἶναι νἄρθη, ὅπως ἐκεῖνος γιὰ τοὺς ἐχθρούς. Καὶ βάζει τιμωρία ὄχι μικρὴ σ᾽ αὐτὸν ποὺ δὲν προμηνάει γιὰ τοῦ Θεοῦ τὴν ὀργή. Ποιὰ τιμωρία ; Τὶς (ψυχὲς ἐκείνων ποὺ χάνονται, λέει, θὰ τὶς ζητήσω ἀπὸ τὸ χέρι σου. Ποιὸς λοιπὸν εἶναι τόσο σκληρὸς κι᾿ ἀπάνθρωπος κι’ ἄπονος, ποὺ νὰ κατηγορῆ αὐτὸν ποὺ μιλάει καὶ λέει διαρκῶς γιὰ τοῦ Θεοῦ τὴν ὀργή, καὶ ποὺ ἂν σωπάση, τόσο σκληρὰ πρόκειται νὰ τιμωρηθῆ ; Κι’ ὅτι λοιπὸν δὲ συμφέρει σ᾽ ἐμᾶς ποὺ διδάσκομε, νὰ σωπαίνωμε γι’ αὐτά, αὐτὸ ἀρκετὰ μᾶς τὸ ἔδωσε νὰ τὸ καταλάβωµμε καὶ ὁ προφήτης καὶ ὁ ἀπόστολος: μὰ καὶ τὸ ὅτι οὔτε σ᾽ ἐσᾶς ποὺ ἀκοῦτε δὲ συμφέρει, φαίνεται ἀπὸ αὐτό. Διότι ἂν ἐγὼ σώπαινα κι’ ἔκρυβα στὴ σιωπὴ τὰ ἁμαρτήματα, σωστὰ θὰ παραπονιόταν καθένας καὶ δίκαια θ᾽ ἀγανακτοῦσε. Μὰ κι᾿ ἂν σωπαίναµε ἐμεῖς, καὶ ὑποχρεωτικὰ ἐγίνονταν γνωστὰ ἐκεῖ τὰ σφάλματά μος, ποιὰ ὠφέλεια θὰ ᾿βγαινε ἀπὸ τὴ σιωπὴ αὐτή ; Καμμιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ χειρότερη ζημία. Διότι ἂν τὰ λέω τώρα, στὴ μετάνοια ὁδηγῶ καὶ στὴν συγκίνηση τῆς ψυχῆς. Μὰ ὅταν σωπάσω, καὶ τώρα δὲ θὰ θυμηθοῦμε ὅσα σφάλαμε, καὶ δὲ θὰ μετανοήσωμε, κι’ ἐκεῖ θὰ τὰ δοῦμε γυμνὰ καὶ ξεκαθαρισµένα, καὶ θὰ θρηνήσωμε ἄσκοπα κι’ ἄδικα.

Υ΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὑποχρεωτικά, ἢ ἐκεῖ ἢ ἐδῶ θὰ λυπηθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, καλύτερα ἐδῶ, κι’ ὄχι ἐκεῖ. Πῶς φαίνεται αὐτό ; Ἀπὸ τὰ προφητικὰ λόγια, κι’ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελίου. Διότι ὁ προφήτης λέει, Στὸν ἄδη ποιὸς θὰ ὁμολογήση τὶς ἁμαρτίες του; ὄχι ὅτι δὲν τὶς ὁμολογοῦμε, ἀλλὰ τὸ κάνομε αὐτὸ δίχως τὴ θέλησή μας. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸ δίδαξε αὐτὸ ἀκόμα καὶ μὲ παραβολή. Ὅτι δηλαδὴ ἧταν ἕνας φτωχός, λέει, Λάζαρος τ᾽ ὄνομά του, γεμάτος πληγές ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια, κι’ ἕνας ἄλλος, πλούσιος, οὔτε τὰ ψίχουλα δὲν ἔδινε στὸ φτωχό. Καὶ γιατὶ νὰ λέμε ὅλη τὴν παραβολή ; ἀφοῦ τὴν ξέρετε ὅλη τὴν ἱστορία, πόσο σκληρὸς ἦταν ὁ πλούσιος, πῶς δὲν ἔδινε τοῦ φτωχοῦ τίποτα νὰ φάη, τὴ φτώχεια ἐκείνου καὶ τὴν πείνα του, ποὺ τὴν πάλευε πάντα. Ἀλλὰ αὐτὰ γίνονταν ἐξῶ: κι’ ὅταν πέθαναν κι᾿ οἱ δυό, βλέπει ὁ πλούσιος ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ τί λέει; Πάτερ Ἀβραὰμ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξη μὲ τὸ δάχτυλό του λίγο τὴ γλώσσα μου, γιὰ ν· ἀλαφρώσω ἀπὸ τὸν πόνο. Εἶδες πληρωμή ; δὲν τοῦ ἔδωσε οὔτε ψίχουλο ψωμί, δὲν παίρνει οὔτε σταγόνα νερό. Διότι μ᾽ ὅποιο μέτρο, λέει, μετρᾶτε, θὰ μετρηθῆτε. Τί ἀπάντησε λοιπὸν ὁ Ἀβραάμ; Παιδί μου, πληρώθηκες γιὰ τὶς ἀρετές σου, κι᾿ ὁ Λάζαρος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, καὶ τώρα αὐτὸς παρηγοριέται ἐδῶ, κι᾽ ἐσὺ ὑποφέρεις. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πᾶμε ν᾿ ἀποδείξωμε εἶναι ὅτι νοιώθουν βαθιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ μετανοοῦν καὶ γίνονται καλύτεροι μὲ τὴν τιμωρία, ἀλλὰ τίποτα δὲν κερδίζουν γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν στὴ φωτιά· διότι, Πάτερ, λέει, στεῖλε τον στὸ σπίτι μου, γιὰ νὰ τὰ φανερώση αὐτὰ στοὺς συγγενεῖς μου, καὶ νὰ μὴν καταντήσουν σ᾽ αὐτόν τὸν τόπο. Αὐτὸς ἔχασε τὴν εὐεργεσία καὶ φροντίζει νὰ σωθοῦν οἱ ἄλλοι τώρα. Εἶδες πόσο σκληρὸς ἦταν πρίν, καὶ πόσο φιλάνθρωπος ἔγινε μετά; Ὅταν ζοῦσε, εἶχε μπροστά του τὸ Λάζαρο κι᾿ ἀδιαφοροῦσε, μὰ τώρα φροντίζει γιὰ τοὺς συγγενεῖς του ποὺ δὲν τοὺς βλέπει. Κι’ ἐνῶ τότε ποὺ βρισκόταν μέσα στὰ πλούτη του, δὲν ἔνοιωθε πόνο στὸ ἐλεεινὸ θέαμα τοῦ φτωχοῦ, τώρα ποὺ βρίσκεται στοὺς πόνους καὶ στὶς στερήσεις τὶς ἀτέλειωτες, λυπᾶται τοὺς γνωστούς του καὶ θερμοπαρακαλεῖ νὰ στείλουν νὰ τοὺς τὰ φανερώσουν Βλέπεις πόσο φιλάνθρωπος ἔγινε καὶ καλὸς καὶ συμπονετικός ;

Λοιπόν, τὸν ὠφέλησε τίποτα ἡ μετάνοια ; κέρδισε τίποτα ἀπὸ τὴ λύπη ποὺ ἔνοιωσε ; Τίποτα: γιατὶ ἡ μετάνοια ἧταν παράκαιρη. Τέλειωσε τὸ θέατρο, πέρασαν οἱ ἀγῶνες, δὲν ἧταν πιὰ καιρὸς γιὰ ἀγωνίσματα. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ καὶ σᾶς ἱκετεύω καὶ πέφτω στὰ πόδια σας, ἐδῶ νὰ κλαῖμε καὶ νὰ θρηνοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Νὰ μᾶς στενοχωροῦν ἐδῶ τὰ λόγια, καὶ νὰ μὴ μᾶς φοβίζουν ἐκεῖ τὰ πράγματα· νὰ μᾶς πληγώνη ὁ λόγος ἐδῶ, καὶ νὰ μὴ μᾶς πληγώνη ἐκεῖ τὸ φαρμακερὸ σκουλίκι· νὰ μᾶς καίη ἐδῶ ἡ κατάκριση, καὶ νὰ μὴ μᾶς καίη ἐκεῖ ἡ γέεννα τοῦ πυρός. Ὅσοι κλαῖνε ἐδῶ, ἑπόμενο εἶναι νὰ παρηγορηθοῦν ἐκεῖ: ὅσοι ἀσωτεύουν ἐδῶ καὶ γελοῦν κι’ εἶναι ἀναίσθητοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ὑποχρεωτικὰ οὗ θρηνήσουν ἐκεῖ καὶ θὰ πονέσουν καὶ θὰ τρίξουν τὰ δόντια τους. Δὲν εἶναι δικός μου ὁ λόγος αὐτός, ἀλλὰ τοῦ ἴδιου ποὺ θὰ μᾶς δικάση τότε. Εὐτυχισμένοι, εἶπε, εἶναι ὅσοι πενθοῦν, διότι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν. Ἀλίμονο σ᾽ ἐσᾶς ποὺ γελᾶτε, γιατὶ θὰ κλάψετε. Πόσο καλύτερο λοιπὸν εἶναι ν᾽ ἀνταλλάξωμε τὴν πρόσκαιρη λύπη καὶ τὸν πόνο μὲ τὰ ἀθάνατα ἀγαθὰ καὶ τὴν ἡδονὴ ποὺ τέλος δὲν ἔχει, παρὰ νὰ γελάσωμε ἐδῶ, στὸ σύντομο καὶ πρόσκαιρο αὐτὸ βίο, καὶ ὕστερα νὰ πᾶμε ἐκεῖ κι᾿ αἰώνια νὰ τιμωρηθοῦμε ; Ἀλλὰ ντρέπεσαι καὶ κοκκινίζεις νὰ ὁμολογήσης τ᾽ ἁμαρτήματά σου ; Μ’ ἀκόμα κι᾿ ἂν ἦταν νὰ τὰ πῆς καὶ νὰ τὰ ἐκθέσης στοὺς ἀνθρώπους, δὲ θὰ ᾿πρεπε νὰ ντρέπεσαι τόσο· γιατὶ ἡ ντροπὴ εἶναι τὸ νὰ κάνης τὴν ἁμαρτία, ὄχι τὸ νὰ ὁμολογήσης τὶς ἁμαρτίες σου· καὶ τώρα οὔτε μάρτυρες δὲ χρειάζονται γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆς. Κρίνε τὰ σφάλματά σου μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς συνειδήσεως σου, ἂς εἶναι δίχως μάρτυρες τὸ δικαστήριο, ἃς σὲ βλέπη μόνο ὁ Θεὸς σὰν ἐξομολογῆσαι, ὁ Θεὸς ποὺ δὲν σὲ ντροπιάζει γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, ἀλλὰ συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματά σου ποὺ θὰ ἐξομολογηθῆς. Μὰ καὶ πάλι ἀμελεῖς καὶ διστάζεις ; Κι᾿ ἐγὼ τὸ ξέρω ὅτι ἡ συνείδηση δὲν ἀντέχει νὰ θυμᾶται τὰ σφάλματά της. Διότι καὶ μόνο νὰ θυμηθοῦμε ὅσα σφάλματα ἔχουμε κάμει, ἡ σκέψη μας κλωτσᾶ σὰν ἀδάμαστο καὶ δύστροπο πουλάρι. Ἀλλὰ κράτησέ την, χαλιναγώγησέ την, χαΐδεψέ την μὲ τὸ χέρι σου, ἡμέρωσέ την, πεῖσε την πὼς ἂν δὲν ἐξομολογηθῆ τώρα, θὰ ἐξομολογηθῆ ἐκεῖ, ὅπου ἡ τιμωρία θὰ ᾿ναι μεγαλύτερη, ὅπου τὸ παράδειγµα θὰ ᾿ναι σκληρότερο. Ἐδῶ τὸ δικαστήριο εἶναι κρυφό, κι’ ἐσὺ ποὺ ἁμάρτησες δικάζεις τὸν ἑαυτό σου, μὰ ἐκεῖ θὰ τὰ παρουσιάση ὅλα τοῦ κόσμου ὅλου τὸ θέατρο, ἂν δὲν προλάβωμµε ἐδῶ καὶ τὰ σβήσωμε. Ντρέπεσαι νὰ ὁμολογήσης τ᾽ ἁμαρτήματά σου ; νὰ ντρέπεσαι νὰ πράξης τὰ ἁμαρτήματα. Ἀλλὰ ἐμεῖς ὅταν τὰ πράττωμε, τὰ τολμοῦμε μὲ ἀναίδεια καὶ ἀδιαντροπιά, κι᾿ ὅταν πρέπει νὰ τὰ ὁμολογήσωμε, τότε ντρεπόμαστε κι’ ἀμελοῦμε, ποὺ πρέπει νὰ τὸ κάνωμε αὐτὸ μὲ προθυμία. Γιατὶ δὲν εἶναι ντροπὴ νὰ κατηγοροῦμε τ᾽ ἁμαρτήματά μας, ἀλλὰ δικαιοσύνη κι᾿ ἀρετή, κι᾿ ἂν δὲν ἦταν δικαιοσύνη κι’ ἀρετή, δὲ θὰ ᾿δινε μισθὸ γι αὐτὸ ὁ Θεός. Κι᾽ ἄκουσε τί λέει γιὰ τὸ ὅτι ἔχει μισθοὺς ἡ ἐξομολόγηση: Λέγε ἐσὺ, πρῶτος τὶς ἀνομίες σου, γιὰ νὰ γίνης δίκαιος. Ποιὸς ντρέπεται μιὰ πράξη ποὺ τὸν κάνει δίκαιο ; ποιὸς ντρέπεται νὰ ὁμολογήση τὶς ἁμαρτίες του, γιὰ νὰ σβήση τὶς ἁμαρτίες του; Καὶ μήπως γι’ αὐτὸ προστάζει νὰ τὶς ὁμολογοῦμε, γιὰ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ ; ὄχι γιὰ νὰ μᾶς τιμωρήση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς συγχωρήση.

δ’. Διότι στὰ κοσμικὰ δικαστήρια μετὰ τὴν ὁμολογία ἔρχεται ἡ τιμωρία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμὸς τὸ ὑποψιάζεται αὐτό, μὴ φοβηθῆ κανεὶς τιμωρία ὕστερα ἀπὸ τὴν ὁμολογία καὶ ἀρνηθῆ νὰ φανερώση τὰ ἁμαρτήματά του, καὶ λέει: Ἐξομολογεῖσθε στὸν Κύριο, διότι εἶναι καλός, διότι τὸ ἔλεός του εἶναι αἰώνιο. Καὶ μήπως δὲν τὰ ξέρει τὰ ἁμαρτήματά σου ἂν ἐσὺ δὲν τὰ ὁμολογήσης ; Τί θὰ κερδίσης λοιπὸν ἂν δὲν τὰ ὁμολογήσης ; μήπως μπορεῖς νὰ τὰ κρύψης ; Κι’ ἂν δὲν τὰ πῆς, ἐκεῖνος τὰ εἶδε, ἂν ὅμως τὰ πῆς ἐσύ, ἐκεῖνος τὰ ξεχνᾶ. Διότι, Νά, ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ποὺ σβήνει τὶς ἀνομίες σου, καὶ δὲ θὰ τὶς θυμηθῶ πιά. Βλέπεις ; Ἐγὼ δὲ θὰ τὶς θυμηθῶ, λέει. Αὐτὸ δείχνει τὴ φιλανθρωπία του, κι᾿ ἐσὺ πρέπει νὰ τὸ θυμᾶσαι, γιὰ νὰ τὸ ἔχης ἀφορμὴ νὰ φρονιματισθῆς. Κι’ ἐνῶ τ᾽ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Παῦλος, τ᾽ ἁμαρτήματα ποὺ δὲν τὰ θυμόταν ὁ Θεὸς αὐτὸς πάντα τὰ θυμόταν κι’ ἔλεγε Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι ἀπόστολος, γιατὶ πολέμησα τὴν Ἐκκλησία: καί, ὁ Χριστὸς ἧρθε στὸν κόσμο νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ πρῶτος εἶμαι ἐγώ. Δὲν εἴπε, Ἤμουν, ἀλλά, Εἶμαι. Ὁ Θεὸς συχώρεσε τ᾽ ἁμαρτήματα τοῦ Παύλου, κι’ ἐκεῖνος ποτὲ δὲν ξέχασε τ᾽ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχαν συγχωρεθῆ: αὐτὰ ποὺ ξέγραψε ὁ Κύριος, αὐτὰ τὰ ἔκαμε θέαμα αὐτός. Διότι ἀκούσατε τὸν προφήτη ποὺ λέει, Καὶ δὲ θυμηθῶ πιά, ἐσὺ ὅμως νὰ θυμηθῆς. Ὁ Θεὸς τὸν ὀνομάζει ἐκλεκτὸ ὄργανό του, κι᾿ αὐτὸς λέει τὸν ἑαυτό του πρῶτο ἁμαρτωλό. Κι’ ἀφοῦ δὲ λησμονοῦσε τ᾽ ἁμαρτήματα ποὺ τοῦ εἶχαν συγχωρεθῆ, σκέψου πόσο θυμόταν τὶς εὐεργεσίες ποῦ Θεοῦ. Καὶ γιατὶ λέω πὼς δὲν εἶναι ντροπὴ νὰ θυμᾶται κανεὶς τ᾽ ἁμαρτήματά του; Τὸ νὰ θυμόμαστε τὰ καλὰ ἔργα μας δὲ μᾶς κάνει τόσο σπουδαίους, ὅσο τὸ νὰ θυμόμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας Κι᾿ ἀκόμα πιὸ πολύ, ἐνῶ ἡ ἀνάμνηση τῶν καλῶν ἔργων μας ὄχι μόνο δὲ μᾶς κάνει καλύτερους, ἀλλὰ καὶ μᾶς γεμίζει ντροπὴ καὶ κατάκριση, ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν μας μᾶς γεμίζει θάρρος καὶ δικαιοσύνη πολλή. Ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ὁ Φαρισαῖος κι᾿ ὁ Τελώνης. Διότι ὁ ἔνας εἶπε τὶς ἁμαρτίες του καὶ κατέβηκε συγχωρημένος, κι’ ὁ ἄλλος εἶπε τ᾽ ἀγαθά του ἔργα καὶ κατέβηκε χειρότερος ἀπὸ τὸν τελώνη. Βλέπεις τί ζημία εἶναι τὸ νὰ θυμᾶσαι τὶς ἀγαθοεργίες σου, καὶ πόση ὠφέλεια τὸ νὰ μὴν ξεχνᾶς τὶς ἁμαρτίες σου ; Καὶ πολὺ σωστά. Διότι ὅποιος θυμᾶται τὰ καλά του ἔργα καταντᾶ ἀνόητος, περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως τὸ ἔπαθε ὁ Φαρισαῖος, ποὺ δὲ θὰ ἔφτανε σὲ τόση ἀλαζονεία, δὲ θὰ ἔλεγε, Δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἂν δὲν εἶχε πάντοτε στὸ νοῦ του τὴ νηστεία του καὶ τὴν φιλανθρωπία του. Ἐνῶ ὅποιος θυμᾶται τ᾽ ἁμαρτήματά του συγκρατεῖ τὴ σκέψη του, τὴν κάνει νὰ νοιώθη ταπεινή, καὶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, κερδίζει τὴ συμπάθεια τοῦ Θεοῦ. Κι᾿ ἄκουσε πῶς ὁ Χριστὸς προστάζει νὰ στέλνωμε στὴ λησμονιὰ τὶς ἀγαθοεργίες μας. Ὅταν ὅλα αὐτὰ τὰ πράξετε, νὰ λέτε ὅτι, Δοῦλοι ἄχρηστοι εἴμαστε. Ἐσὺ λέγε ὅτι δούλος ἄχρηστος εἶσαι, κι ἐγὼ σὲ κάνω χρήσιμο· ὅταν παραδεχτῆς ἐσὺ πόσο ἀσήμαντος εἶσαι, ἐγὼ σὲ κάνω λαμπρὸ καὶ σὲ στεφανώνω.

Βλέπεις πόσα μᾶς τὸ ἔχουν ἀποδείξει πὼς ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτημάτων φέρνει κέρδος, καὶ πὼς ἡ ἀνάμνηση τῶν καλῶν μας ἔργων φέρνει ζημία, καὶ τ᾽ ἀντίθετο, πὼς τιμωρούμαστε ὅταν ξεχνᾶμε τ᾽ ἁμαρπήματά μας, καὶ πὼς ὅταν ξεχνᾶμε τὰ καλά μας ἔργα, τότε κερδίζομε; Θέλεις νὰ μάθης κι’ ἀπ᾽ ἀλλοῦ ὅτι εἶναι μεγάλη ἀρετὴ τὸ νὰ θυμόμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας ; Ἀκουσε τὸν Ἰώβ, ποὺ ὅπως στολιζόταν μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ὁμολογία τῶν ἁμαρτημάτων, κι᾽ ἔλεγε· Κι ἂν ἁμάρτησα μὲ τὴ θέλησή μον, δὲ ντράπηκα τὸν πολὺ κόσμο, νὰ φανερώσω τὶς ἁμαρτίες μου". Κι’ αὐτὸ ποὺ λέει σημαίνει: οὐδέποτε τὸ πλῆθος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων μ᾽ ἔκανε νὰ ντραπῶ. Διότι τί ὠφελεῖ νὰ μὴν τὸ μάθουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ὁ κριτὴς τὰ ξέρει ὅλα ; καὶ τί πειράζει νὰ ξέρουν ὅλοι τὰ σφάλματά σου, ὅταν ἐκεῖνος θέλη νὰ σὲ ἁπαλλάξη ἀπὸ τὴ δίκη; Κι’ ἂν ὅλοι μὲ καταδικάζουν, κι’ ὁ δικαστὴς μὲ ἀθωώνη, δὲ λογαριάζω τὴν κρίση τὴ δική τους. Γιατὶ πάντοτε σ᾽ ἐκεῖνον πρέπει νὰ κοιτάζωμε, καὶ νὰ κάνωμε γιὰ τὰ ἁμαρτήματα, ὅπως κάνομε ὅταν ξοδεύωμε χρήματα. Μόλις σηκωθοῦµε ἀπὸ τὸ κρεβάτι, πρὶν νὰ πᾶμε στὴν ἀγορά, ἢ πρὶν νὰ τακτοποιήσωμε ἕνα ἀτομικὸ ἢ δημόσιο ζήτημα, καλοῦμε τὸν ὑπηρέτη καὶ τοῦ ζητοῦμε λογαριασμὸ γιὰ ὅσα δαπανήθηκαν, γιὰ νὰ δοῦμε τί ξοδεύτηκε σωστὰ καὶ τί ἄδικα, καὶ πόσα ἔμειναν: κι’ ἂν δοῦμε λίγα τὰ ὑπόλοιπα, φροντίζομε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἔχωμε ἔσοδα γιὰ νὰ μὴν πεθάνωμε ἀπὸ τὴν πείνα δίχῶς νὰ τὸ καταλάβωμε. Ἐτσι νὰ κάνωμε καὶ στὶς δικές μας πράξεις. Νὰ καλέσωμε τὴ συνειδησή μας καὶ νὰ τῆς ζητήσωμε λογαριασμὸ γιὰ τὰ λόγια, τὰ ἔργα, τοὺς στοχασμούς: νὰ ἐξετάσωμε τί ξοδεύτηκε σωστά, καὶ τί γιὰ τὸ κακὸ τὸ δικό μας’ ποιὸς λόγος δαπανήθηκε ἄσχημα σὲ κατηγόριες, σὲ αἰσχρολογίες, σὲ βρυσιές ; ποιὸς λογισμὸς ἔστρεψε τὸ μάτι μας στὴν ἀκολασία: ποιὰ σκέψη ἔγινε πράξη, γιὰ τὴ δική μας βλάβη, ἢ μὲ τὰ χέρια, ἢ μὲ τὴ γλώσσα, ἢ ἀκόμα καὶ μὲ τὰ μάτια. Κι’ ἄς φροντίσωμε νὰ σταματήσωμε τὴν ἄσκοπη δαπάνη, κι᾿ ἀντὶ γιὰ ὅσα ξοδεύτηκαν ἄσχημα πιά, νὰ βροῦμε ἄλλα κέρδη, ἀντὶ γιὰ τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν ἐκεῖ, προσευχές, ἀντὶ γιὰ τ᾽ ἀκόλαστα θεάματα ποὺ εἴδαμε, ἐλεημοσύνες, νηστεῖες. Διότι ἂν σκοπεύωμε νὰ δαπανοῦμε δίχως λόγο καὶ τίποτα νὰ μὴ μαζεύωμε, νὰ μὴ φυλάγωμε κανένα καλὸ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, θὰ καταντήσωμε στὴ χειρότερη φτώχεια, καὶ δίχως νὰ τὸ καταλάβωμε θὰ δοῦμε τοὺς ἑαυτούς µας στὴν αἰώνια κόλαση τῆς φωτιᾶς. Καὶ ὅπως γιὰ τὰ χρήματα συνηθίζοµε νὰ κάνωμε λογαριασμὸ μόλις ξημερώση, ἔτσι καὶ γιὰ τὶς πράξεις μας ὕστερα ἀπὸ τὸ δεῖπνο, καὶ τὸ ἴδιο βράδυ, ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, ποὺ κανένας δὲ μᾶς ἐνοχλεῖ, κανένας δὲν κάνει φασαρία, νὰ ζητοῦμε λόγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας γιὰ ὅσα κάναμε ὅλη τὴν ἡμέρα· κι’ ἂν δοῦμε νὰ κάναμε κάτι κακό, νὰ τιμωρήσωμε τὴ συνείδησή μας, νὰ ἐλέγξωμε τὴ σκέψη μας, νὰ πληγώσωμε τὸ λογισμό μας πόσο δυνατά, ποὺ ὅταν σηκωθοῦμε, νὰ θυμόμαστε τὸ χτύπημα ποὺ νοιώσαμε τὸ βράδυ, καὶ νὰ μὴν τολμήσωµε πιὰ νὰ πλησιάσωμε στὸν ἴδιο γκρεμὸ τῆς ἁμαρτίας.

ε΄. Κι’ ἄκουσε τὸν προφήτη ποὺ τὸ λέει, ὅτι αὐτὸς ὁ καιρὸς ταιριάζει πιὸ πολὺ γι αὐτὸ τὸ ξεκαθάρισμα. Αὐτὰ ποὺ λέτε μέσα στὶς καρδιές σας, νὰ τὰ σκεπτόσαστε μὲ συγκίνηση στὰ κρεβάτια σας. Πολλὰ πράγματα τὰ κάνομε ὅλη τὴν ἡμέρα ὄχι ὅπως τὰ θέλομε: καὶ οἱ φίλοι μᾶς θυμώνουν, καὶ οἱ ὑπηρέτες μᾶς ἐξαγριώνουν, καὶ ἡ γυναίκα μᾶς στενοχωρεῖ, καὶ τὸ παιδὶ μᾶς δίνει πόνο, κι᾿ ἕνα πλῆθος ἀπὸ ζητήματα βιοτικὰ καὶ κοινωνικὰ μᾶς τριγυρίζουν: καὶ δὲ μποροῦμε νὰ νοιώσωμε τότε οὔτε ὅτι μᾶς πνίγουν ὄλ᾽ αὐτά. Μὰ σὰν γλυτώσωμε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, καὶ βρεθοῦμε μόνοι μὲ τὸν ἑαυτό μας τὸ βράδυ, καὶ βροῦμε ἡσυχία μεγάλη, νὰ στήνωμε στὴν κλίνη μας τὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ ἔχωμε σπλαχνικὸ τὸ Θεὸ μ᾽ αὐτὴ τὴν κρίση. Κι᾽ ἂν ἁμαρταίνωμε κάθε μέρα, καὶ χτυποῦμε τὴν ψυχὴ τὴ δική μας, καὶ ποτὲ δὲν τὸ καταλαβαίνομε, ὅπως αὐτοὶ ποὺ τραυματίζονται ἀπανωτά, μὰ ἀδιαφοροῦν κι᾿ ἔπειτα πέφτουν σὲ πυρετοὺς καὶ σὲ θάνατο, ἔτσι κι᾿ ἐμεῖς ἀπ᾽ τὴν ἀδιάκοπη αὐτὴ ἀναισθησία, βρίσκοµε τιμωρία παντοτεινή. Ξέρω πὼς εἶναι φορτικὰ ὅσα λέω, ἀλλὰ ἔχουν μεγάλο κέρδος. Ἔχομε Κύριο ποὺ ἔχει καλωσύνη· θέλει μόνο νὰ βρῆ τὴν ἀφορμή, καὶ φανερώνει ἀμέσως τὴν φιλανθρωπία του. Διότι ἂν μετὰ τὴν ἁμαρτία, δὲ μᾶς τιμωροῦσε καὶ δὲ χειροτερεύαμε, θὰ μᾶς χάριζε τὴν τιμωρία: ἀλλὰ τὸ ξέρει καθαρὰ αὐτό, ὅτι πιὸ πολὺ μᾶς ζημιώνει· τὸ νὰ μὴν τιμωρούμαστε σὰν ἁμαρτάνωμε, παρὰ ὅσο μᾶς ζημιώνουν οἱ ἴδιες οἱ ἁμαρτίες μας. Γι αὐτὸ τιμωρεῖ, ὄχι γιὰ νὰ καταδικάση ὅσα ἔγιναν, ἀλλὰ γιὰ νὰ προλάβη ὅσα εἶναι νὰ γίνουν. Καί, γιὰ νὰ μάθης πὼς αὐτὸ εἶναι ἀληθινό, ἄκουσε τί λέει στὸ Μωϋσῆ: Ἀφησέ με, νὰ θυμώσω καὶ νὰ τοὺς συντρίψω. Ἀφησέ με, ἔλεγε, ὄχι ὅτι ὁ Μωϋσῆς τὸν κρατοῦσε: γιατὶ τίποτα δὲν εἶπε στὸ Θεό, καὶ στεκόταν σιωπηλός: ἀλλὰ ζητοῦσε νὰ δώση στὸν προφήτη τὴν ἀφορμή, νὰ παρακαλέση γι’ αὐτούς. Ἐπειδὴ δηλαδὴ αὐτοὶ ἁμάρτησαν καὶ ἄξιζαν νὰ τιμωρηθοῦν, καὶ μὲ τιμωρία παντοτεινή, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τιμωρήση, κι’ ἤθελε νὰ φερθῆ φιλάνθρωπα, μὰ πάλι αὐτὸ θὰ τοὺς ἔκανε πιὸ ἀδιάφορους, μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τὰ δυὸ τὰ τακτοποιοῦσε, ὥστε οὔτε τὴν τιμωρία νὰ ρίξη πάνω τους, οὔτε νὰ τοὺς κάμη πιὸ ἀδιάφορους μὲ τὴν ἀτιμωρησία. Κι’ ἔτσι θὰ μάθαιναν ὅτι ὄχι γιατὶ τὸ ἄξιζαν, ἀλλὰ ξέφυγαν τοῦ Κυρίου τὴν ὀργὴ γιατὶ τοὺς προστάτεψε ὁ Μωϋσῆς. Τὸ ἴδιο κάνομε κι’ ἐμεῖς πολλὲς φορές, καὶ ἂν δὲ θέλωμε οὔτε νὰ τιμωρήσωμε ὑπηρέτες ποὺ ἔφταιξαν καὶ ἄξιζαν νὰ τιμωρηθοῦν, οὔτε πάλι νὰ τοὺς ἀπαλλάξωμε ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας, φωνάζομε τότε τοὺς φίλους νὰ τοὺς γλυτώσουν ἀπὸ τὰ χέρια μας, ὥστε κι’ ὁ φόβος νὰ τοὺς μείνη μέσα τους ζωηρός, καὶ τὰ χτυπήματά μας νὰ ξεφύγουν. Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Θεός: κι’ αὐτὰ τὰ λόγια δείχνουν τὴν ἀλήθεια αὐτή. Ἄφησέ με, λέει, νὰ θυμώσω. Καὶ βέβαια, ὅταν θέλωμε νὰ τιμωρήσωμε κανένα καὶ δὲ μᾶς ἀφήνουν, τότε θυμώνουμε, μὰ ἐκεῖνος λέει, Ἄφησέ µε καὶ θὰ θυμώσω, γιὰ νὰ μάθης πὼς ὁ Θεὸς δὲ θυμώνει ἀπὸ πάθος, μὰ λέγεται θυμὸς ἡ τιμωρία ποὺ μᾶς κάνει. Ὅταν λοιπὸν ἀκούσης τὸ Μωϋσῆ νὰ λέη· Ἂν συγχώρεσες τὴν ἁμαρτία τους, συγχώρεσέ την, θαύμασε τὸν Κύριο πρὶν ἀπὸ τὸν προφήτη, διότι ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν φιλανθρωπία. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ μόνο τότε, ἀλλὰ καὶ στὸν Ἱερεμία, καὶ στὸν Ἰεζεκιήλ, τὸ ἴδιο εἶπε: Γυρίστε νὰ δῆτε στοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ, ἂν εἶναι κανεὶς ἐνάρετος καὶ δίκαιος θὰ τοὺς σπλαχνιστῶ. Εἶδες φιλανθρωπία ; Ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἑνὸς καλοῦ, ἔχουν ὠφέλεια καὶ πολλοὶ κακοί, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κακία τῶν πολλῶν, κι᾽ ἂν ἕνας δίκαιος ὑπάρχη ἀνάμεσα σὲ πολὺ λαό, δὲν καταδικάζεται μ᾽ αὐτούς. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζῆ σωστά, μπορεῖ νὰ γλυτώση ὁλόκληρο λαὸ ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲ μπορεῖ ὁλόκληρη πολιτεία ἁμαρτωλή, νὰ τραβήξη καὶ νὰ γκρεμίση στὴν καταδίκη καὶ τὴν τιμωρία του ἕνα δίκαιο. Κι’ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ Νῶε, διότι, χάνονταν ὅλοι καὶ σωζόταν μόνο αὐτός. Κι’ ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ εἶναι φανερό, ποὺ μόνος αὐτὸς μπόρεσε νὰ παρακαλέση καὶ νὰ σώση τόσο λαό. Μὰ ἐγὼ ἔχω νὰ πῶ κι᾿ ἄλλη ἀπόδειξη τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, πιὸ μεγάλη. Ὅταν δηλαδὴ δὲ βρῆ ἀνθρώπους ποὺ νὰ εἶναι στὴ ζωὴ καὶ νὰ ᾿χουν τὸ θάρρος νὰ παρακαλέσουν γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τότε καταφεύγει σ᾽ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν, καὶ λέει ὅτι γιὰ χάρη τους συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα, ὅπως εἶπε καὶ στὸν Ἐζεκία· Θὰ ὑπερασπίσω αὐτὴ τὴν πόλη ἀπὸ δική μου θέληση, καὶ γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ μου τοῦ Δαυίδ, ποὺ ἔχει πεθάνει πιά. Λοιπὸν ἀφοῦ τὰ ξέρομε αὐτά, ὅτι φροντίζει καὶ κάνει τὰ πάντα ὁ Θεός, γιὰ νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὴν τιμωρία, ἃς τοῦ δίνωμε ἀφορμὲς πολλές, μὲ τὴν ἐξομολόγηση, μὲ τὴ μετάνοια, μὲ δάκρυα, μὲ προσευχές, μὲ τὸ νὰ συγχωροῦμε τοὺς πλησίον μας, μὲ τὸ ν᾽ ἀνακουφίζωμε τὴ φτώχεια τῶν γνωστῶν μας, μὲ τὴν προθυμία στὶς προσευχές, μὲ τὴν ταπεινὴ γνώμη ποὺ θὰ φανερώνωμε, μὲ τὸ νὰ θυμόμαστε πάντοτε τ᾽ ἁμαρτήματά μας.

Διότι δὲ φτάνει νὰ λὲς πὼς εἶσαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ θυμᾶσαι τὴν κάθε μιὰ ἁμαρτία σου. Κι’ ὅπως ἡ φωτιὰ ποὺ πέφτει στ᾿ ἀγκάθια, εὔκολα τ᾽ ἀφανίζει, ἔτσι εὔκολα κι᾿ ὁ λογισμὸς ποὺ ὁλοένα σκέφτεται τὶς ἁμαρτίες του, τὶς κάνει νὰ χαθοῦν καὶ νὰ ἀφανιστοῦν. Καὶ μακάρι ὁ Θεὸς ποὺ παραβλέπει τὶς ἀνομίες καὶ συγχωρεῖ τὶς ἀδικίες, νὰ μᾶς ἀπαλλάξη κι’ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἂς ἔχη δόξα μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εκτύπωση