Κυριακή τοῦ Παραλύτου

Ἁγίου Νικολάου Βελιμιροβιτς, Ἐπισκόπου Ἀχρίδος

 KyriakiToyParalitou02Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπομένει ὅλα τὰ λυπηρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ καρτερία κι ἐλπίδα στὸ Θεό. Γὶ αὐτὸν ἡ κάθε μέρα θὰ εἶναι μῆνας στὸν οὐρανό, ἐνῷ στὸν ἄπιστο θὰ μοιάζει μὲ χρόνο ὁλόκληρο. Γιατί ὁ ἄπιστος χαίρεται μόνο ὅταν δὲν ὑποφέρει∙ κι ὅταν ὑποφέρει, τὸ κάνει χωρὶς ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ δυσανασχετεῖ...

Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ ν' ἀναζητήσει τὶς αἰτίες ποὺ τὸν βασανίζουν μέσα του, ἐνῷ ὁ ἀνόητος κατηγορεῖ πάντα τοὺς ἄλλους. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος θυμᾶται ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε ἀπὸ παιδί. Τὶς θυμᾶται μὲ φόβο Θεοῦ καὶ περιμένει νὰ πληρώσει γι αὐτές...

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπωφελεῖται ἀπ' ὅλα τὰ βάσανά του, γνωρίζοντας πὼς ὂλ' αὐτὰ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴ δική του ὠφέλεια. Μὲ τὸ ἔλεός Του ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτοῦν τὸν ἄνθρωπο βάσανα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Μὲ τὸ ἔλεός Του τὸ κάνει αὐτό, ὄχι μὲ τὴ δικαιοσύνη Του. Ἂν ἐνεργοῦσε μὲ τὴ δικαιοσύνη Του, τότε κάθε ἁμαρτία ἀναπόφευκτα θὰ 'φερνε θάνατο, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος:

«Ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον» (Ἰακ. Α΄ 15). Κι ὁ Θεὸς ἀντὶ γιὰ θάνατο χαρίζει θεραπεία μέσ' ἀπὸ τὰ βάσανα. Τὰ βάσανα εἶναι ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

Μόνο ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος σκέφτεται πὼς τὰ βάσανα εἶναι κακό. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος γνωρίζει πὼς τὰ βάσανα δὲν εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ φανέρωση τοῦ κακοῦ, ἡ θεραπεία του. Πραγματικὸ κακὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία. Ἐκτὸς ἁμαρτίας δὲν ὑπάρχει τίποτα κακό. Ὅλα τ' ἄλλα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦν κακὰ δὲν εἶναι τίποτ' ἄλλο, παρὰ τὸ πικρὸ φάρμακο ποὺ θεραπεύει τὸ κακό. Ὅσο πιὸ ἄρρωστος πνευματικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πικρότερο εἶναι τὸ φάρμακο ποὺ τοῦ δίνει ὁ γιατρός.

Μερικὲς φορὲς ὁ ἄρρωστος νομίζει πὼς τὸ φάρμακο εἶναι χειρότερο καὶ πιὸ πικρὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρρώστια. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό. Τὰ βάσανα εἶναι βαρύτερα καὶ πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανε. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπάτη, μιὰ πολὺ μεγάλη αὐταπάτη. Δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο βάσανο τόσο σκληρὸ καὶ τόσο ὀλέθριο ὅσο ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τὰ βάσανα ποὺ ὑποφέρουν ἄνθρωποι καὶ λαοὶ δὲν τίποτ' ἄλλο, παρὰ ἡ πλούσια θεραπεία ποὺ παρέχει σὲ ἀνθρώπους καὶ ἔθνη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Κάθε ἁμαρτία, ἑπομένως, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι, ἀναπόφευκτα τὴν ἀκολουθεῖ θάνατος, ἂν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιτρέψει τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἀρρώστιας, γιὰ νὰ συνεφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας. Γιατί ἡ θεραπεία ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν πειρασμό, προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος.

Ἴσως ἰσχυριστεῖς: «Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τὰ βάσανα ἐπειδὴ φοβᾶται τὸ θάνατο. Μποροῦν τὰ βάσανα ν' ἀπομακρύνουν τὸ θάνατο;» Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ ὁδηγεῖ τὸ σῶμα στὸ θάνατο; Ἡ ἀρρώστια ἢ τὸ φάρμακο; Σίγουρα ἡ ἀρρώστια, ὄχι τὸ φάρμακο. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν δὲν εἶναι τὰ βάσανα ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχὴ στὸ θάνατο ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ποὺ φέρνει τὴν ἀρρώστια στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ θάνατο στὴν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ σπόρος τοῦ θανάτου, ἕνας φριχτὸς σπόρος, ποὺ ἂν δὲν ξερριζωθεῖ ἔγκαιρα μὲ τὰ βάσανα καὶ δὲν καεῖ μὲ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θ' ἀναπτυχθεῖ καὶ θὰ καλύψει ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ θὰ τὴν κάνει δοχεῖο θανάτου, ὄχι ζωῆς.

Εἶναι σαφὲς λοιπὸν πὼς τὸν πόνο πρέπει νὰ τὸν ἀντιμετωπίσεις μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸν Θεό, μὲ εὐχαριστία, μὲ χαρά. «Ὄσας ἔδειξας μοὶ θλίψεις πολλᾶς καὶ κακᾶς, λέει ὁ προφήτης Δαβὶδ στὸ Θεό, καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησας μέ... ψαλῶ σοὶ ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος του Ἰσραήλ. Ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου, ὅταν ψάλω σοί, καὶ ἡ ψυχή μου, ἣν ἐλυτρώσω» (Ψαλμ. Ο΄ 20-23). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει τοὺς πιστούς: «ἀλλὰ καθ' ὃ κοινωνεῖτε τοὶς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α΄ Πέτρ. Δ΄ 13 ). Αὐτὸ σημαίνει πὼς πρέπει νὰ χαιρόμαστε συνειδητά, ταπεινά, μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα. Κι αὐτὸ γιὰ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιὰ καινὴ ζωή, γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα καὶ γύρω μας ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθαινε στὴν ἐξορία, βασανισμένος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ τελευταία λόγια ποὺ ψέλλισε, ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Ἡ Ἁγία Γραφὴ κι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία μᾶς προσφέρουν τὰ μεγαλύτερα παραδείγματα ὑπομονῆς σὲ βάσανα πρωτάκουστα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης καὶ μακρόχρονης ὑπομονῆς στὸν πόνο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Κάνοντας τὴν περιγραφὴ τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου ποὺ ἦταν παράλυτος γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια, μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, τὸ Εὐαγγέλιό μας ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα ἢ μᾶλλον μας διαβεβαιώνει γιὰ δυὸ μεγάλα μυστήρια. Τὸ πρῶτο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἦταν τόσα χρόνια ἄρρωστος, χρωστοῦσε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιας του στὸν ἴδιο, στὴν ἁμαρτία του. Τὸ δεύτερο εἶναι πὼς ὁ παντοδύναμος Κύριος Ἰησοῦς θεράπευσε τὸν ἄρρωστο μὲ τὴ θεϊκή του δύναμη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ἔγειρε, ἄρον τὸν κράβατόν σου καὶ περιπάτει» ( Ἰωάν. Ε΄ 8). μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀποκαλύφτηκαν γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ ἡ θεϊκὴ ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος κι ἡ θεϊκή Του δύναμη, ποὺ ἐπιφανειακὰ καλύπτονταν μὲ τὸ παραπέτασμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ «ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τὴ προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἐβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοᾶς ἔχουσα» (Ἰωάν. Ε΄ 1,2) ... Ἡ Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἡ Βηθεσδά, πῆρε τ' ὄνομά της ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Προβατικὴ Πύλη (βλ. Νεεμ. Α΄ 1,32), ἀπ' ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ προορίζονταν γιὰ θυσία, γιὰ νὰ τὰ πλύνουν πρῶτα στὴν κολυμβήθρα...

«Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τὴ κολυμβήθρα, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ? ὁ οὒν πρῶτος ἐμβᾶς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ὢ δήποτε κατείχετο νοσήματι» (Ἰωάν. Ε΄ 3-4)...

Πέντε στοὲς γεμάτες μὲ ἀνάπηρους∙ τί περίεργος χῶρος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδας στὸ Θεό! Τί περίεργη, τί ζωντανὴ εἰκόνα! Τί παράδοξη καὶ ψηλαφητὴ ἀπεικόνιση τῆς κατάστασης ὅπου δαπανοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τοὺς ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης! Καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Γιὰ ν' ἀγοράσουν ἁμαρτία, νὰ μαζέψουν ἁμαρτία.

Οἱ πέντε στοὲς στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἔχουν καταρρεύσει ἐδῶ καὶ πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια. Μὴ νομίζετε ὅμως πὼς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης θλίψης καὶ τῆς φτώχειας ποὺ κείτεται θαμμένη στὰ ἐρείπιά της ἔχει τελειώσει. Μὴ νομίζετε πὼς αὐτὴ εἶναι μία μεμονωμένη ἱστορία, πὼς βρίσκεται μακριὰ ἀπό σας καὶ πὼς δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὴ δική σας ζωή. Δὲν ἔχει ὑποπέσει στὶς αἰσθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος καὶ θλίψη, δάκρυα καὶ στεναγμοί, ἁμαρτία κι ἀνομία, πονηρὲς καὶ κακὲς σκέψεις, τυφλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἄνομα πάθη, ἀτελέσφορες προσπάθειες καὶ φροῦδες ἐλπίδες; Ἂχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια εἶσαι! Σὲ σένα ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ λειτουργοῦσε σὰν τὸν ποιμένα ποὺ σῴζει ἕνα - ἕνα τὰ χαμένα πρόβατά του, ὡσότου ἐμφανιστεῖ ὁ Ποιμὴν τῶν πάντων, ἀγγέλων κι ἀνθρώπων. Ἕνας σιωπηλὸς ἄγγελος, ὑπηρέτης τοῦ Δημιουργοῦ του, τάραζε τὸ νερὸ γιὰ νὰ πλύνει τὸ ἄρρωστο πρόβατο ἀπὸ τὴ μόλυνση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅταν κατέβηκε σὲ σένα ὁ καλὸς Ποιμένας, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ δημιουργικὸ λόγο Τοῦ ἀπομάκρυνε τὴν ἁμαρτωλὴ μόλυνση καὶ σὲ ἄδειασε. Αὐτὸς ἦταν ὁ Καλὸς Ποιμένας. Γὶ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ προφητικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ προβατική. «Τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κὰτ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά... καὶ τὰ πρόβατα αὐτῶ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» ( Ἰωάν. Ι΄3,4). Τὰ πρόβατα ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Καλοῦ Ποιμένα.

«Ἣν δὲ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῶ∙ θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν∙ Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἶνα ὅταν ταραχθῆ τὸ ὕδωρ, βάλη με εἰς τὴν κολυμβήθραν∙ ἐν ὢ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει» (Ἰωάν. Ε΄5-7). Ὁ παντογνώστης Κύριος εἶχε δεῖ ἀπὸ πρὶν κι ἀπὸ μακριὰ ποιὸς τὸν ζητοῦσε, ποιὸς τὸν εἶχε ἀνάγκη...

Ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος ἦταν πολὺ ἄρρωστος. Μιὰ ἀρρώστια ποὺ κρατάει τριάντα ὀκτὼ μέρες στοὺς ἀνθρώπους μοιάζει ἀτέλειωτη. Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ μία ἀρρώστια ποῦ κρατάει τριάντα ὀκτὼ χρόνια; Τὸ πόσο γρήγορα ἢ ἀργὰ περνάει ἡ ἀρρώστια, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική μας στάση, ἀπὸ τὴ δική μας διάθεση. Οἱ χαρούμενες ὧρες ἔχουν φτερά, περνᾶνε γρήγορα. Οἱ ὧρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτερες, συχνὰ δὲν ἔχουν οὔτε πόδια καὶ περνᾶνε πολὺ ἀργά. Γιὰ ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο, φαίνεται νὰ 'χει παραλύσει κι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος γιὰ ἐκεῖνον μοιάζει ἀκίνητος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος...

Τί ἡρωικὴ ὑπομονὴ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός! Τί ὑπεράνθρωπες προσπάθειες θὰ κατέβαλε γιὰ νὰ συρθεῖ ὡς τὴν κολυμβήθρα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τάραζε τὸ νερό! Τί σταθερὴ ἐλπίδα εἶχε στὴ θεραπεία του ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, ἀκόμα κι ἀπὸ δεκαετία σὲ δεκαετία! Μ' ὅλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπόφερε τόσο πολὺ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ τὸν θαυμάζουμε. Ὅταν τὸν φέρνουμε στὸ νοῦ μας, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σκεφτόμαστε τόσους ἀδύναμους χαρακτῆρες – ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ νέες – στὶς μέρες μας πού, ἂν καὶ ὑφίστανται πολὺ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τὰ χέρια τους, παραιτοῦνται ἀπὸ τὴ ζωὴ κι ἀναχωροῦν γιὰ τὴν ἄλλη αὐτόχειρες.

«Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», τὸν ρώτησε ὁ μοναδικὸς Φίλος ποὺ ἔσκυψε ποτὲ κοντά του, στὸ κρεβάτι του, τὰ τριάντα ὀκτῶ αὐτὰ χρόνια. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος. Ὁ τυφλὸς ἔχει κάποιον ὁδηγό, ὁ ἀνάπηρος ἔχει συγγενεῖς, ὁ ἀδύνατος ἔχει φίλους. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανέναν στὸν κόσμο ὁλόκληρο νὰ μὲ λυπηθεῖ καὶ νὰ μὲ βάλει στὸ νερὸ τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνει τὴ θεραπευτικὴ δύναμη. Τὴν ὥρα ποὺ προσπαθῶ νὰ συρθῶ στὸ νερὸ ἄλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρῶτος καὶ θεραπεύεται κι ἐγὼ πρέπει νὰ ξανακάνω τὴν ἴδια ἐπώδυνη προσπάθεια γιὰ νὰ γυρίσω στὸ κρεβάτι μου. Κι αὐτὸ γίνεται γιὰ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια τώρα. Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Δὲν ἔχω οὔτε χρήματα οὔτε ὑπηρέτη.

Ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τοὺς ἄνεργους ὡς τοὺς πλούσιους καὶ δυνατούς, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καὶ μοναδικὸς γιὰ ν' ἁπλώσει τὸ χέρι του καὶ νὰ σὲ βοηθήσει γιὰ χάρη τῆς ψυχῆς του; Δὲν μποροῦσε τουλάχιστο νὰ στείλει τὸν ὑπηρέτη του καὶ νὰ σὲ βοηθήσει; Ὄχι οὔτε ἕνας...

Ὑπάρχουν, Κύριε, πολλοὶ περπατοῦν κοντά μου, μὰ ἐγὼ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Κι ὑπάρχουν τόσο πολλοὶ ἱερεῖς! Δὲς τὸ ναό, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ δρόμο. Ἀμέτρητοι ἱερεῖς διαβάζουν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ δίνουν ἐλεημοσύνες. Καὶ δὲ βρέθηκε κανένας τους νὰ ἔρθει ἡ ἔστω νὰ στείλει κάποιον γιὰ νὰ σὲ βοηθήσει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στὸ ναὸ ὑπάρχουν πολλοὶ ἱερεῖς. Ἐγὼ ὅμως ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Ὑπάρχουν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, χιλιάδες χιλιάδων, ποὺ συνάχτηκαν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή. Κανένας τοὺς ὅμως δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕναν πονεμένο καὶ ἥσυχο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ Σάββατο...

Ἐδῶ βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος– ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος! Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸ συγγενῆ καὶ τὸ φίλο, ποὺ ὑπηρετεῖ πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη. Δὲν ἔκανε τὸ μακρὺ καὶ κουραστικὸ ταξίδι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ὡς τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴ γιορτή, ἀλλὰ γιὰ χάρη ἐνὸς πονεμένου ἀνθρώπου. Ἦρθε ὥστε μὲ τὰ ἔργα Του, κι ὄχι μὲ λόγια, νὰ καταγγείλει τὴ φοβερὴ ἔλλειψη ἀγάπης ἐνὸς λαοῦ ποὺ τὰ αἰσθητήριά του ἔχουν ἀμβλυνθεῖ. Ὁ Ἄνθρωπος ᾖρθε γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Λέγει αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς∙ ἔγειρε, ἄρον τὸν κράβατόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ᾖρε τὸν κράβατον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει» (Ἰωάν. Ε΄8-9). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ προφανῶς γιὰ πάντα, ὁ ἄγγελος σταμάτησε νὰ 'ρχεται καὶ νὰ ταράζει τὸ νερὸ στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα. Γιατί ἐμφανίστηκε ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ποὺ θεραπεύει χωρὶς μεσάζοντες. Ἐνόσω οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὸ Νόμο, ὑπηρέτες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρησιμοποιοῦσε τοὺς δούλους Του. Τώρα ποὺ ᾖρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτόνησε, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ πατέρας στὰ παιδιά του. Ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια Τοῦ τὰ χέρια, τοὺς προσφέρει τὶς δωρεές Του.

Ἴσως ρωτήσει κάποιος: Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔκανε στὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο τὴ συνηθισμένη ἐρώτηση: Πιστεύεις; Γιατί δὲν ἐρεύνησε νὰ δεῖ ἂν ὑπῆρχε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκανε μὲ πολλοὺς ἄλλους; Μὰ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δὲν ἦταν ὁλοφάνερη; Τριάντα ὀκτὼ χρόνια κείτονταν ὑπομονετικὰ σ' ἕνα συγκεκριμένο τόπο, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ λάβει βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό...

Στὴ Βηθεσδὰ τότε ὁ Κύριος ἐνήργησε ἀπὸ τὴ μία ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑπόφερε γιὰ τόσο μακρὺ διάστημα, σ ἕνα περιβάλλον ἐλεεινό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, ἔδρασε ἔτσι καὶ μ' ἕνα σκοπό: γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ὄχι μόνο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ συνάνθρωπό τους νὰ ὑποφέρει καὶ δὲν κουνάγανε τὸ δαχτυλάκι τους γιὰ νὰ βοηθήσουν. Καὶ τέλος, ὁ Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ ἡμέρα Σάββατο, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ Παρασκευή, ἂν ἤθελε. Τὸ 'κάνε αὐτὸ γιὰ νὰ καταγγείλει τὴν εἰδωλολατρικὴ προσκύνηση τῶν Ἰουδαίων στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Νὰ δείξει πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε εἶδος νομικῆς τυπολατρείας. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴ μοναδικὴ σφραγῖδα τοῦ τρόπου ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Θεός: νὰ στοχεύσει σὲ πολλοὺς στόχους ταυτόχρονα.

«Ἣν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τὴ ἡμέρα. Ἔλεγουν οὒν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ∙ Σάββατον ἐστιν∙ οὐκ ἔξεστι σοὶ ἄραι τὸν κράβατον» (Ἰωάν. Ε΄ 9-10). Τί στρεψόδικες ψυχὲς ἔχουμε ἐδῶ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! Ἀντὶ νὰ χαροῦν ποὺ ἕνα σερνάμενο σκουλῆκι στάθηκε ὄρθιο καὶ ξανὰ 'γινε ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ τὸν συγχαροῦν ποὺ ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀντὶ νὰ ξεσηκώσουν τὴν πόλη ὁλόκληρη, νὰ τοὺς καλέσουν ὅλους γιὰ νὰ δοξάσουν τὸ ζωντανὸ καὶ στοργικὸ Θεό, ἀντὶ γιὰ ὂλ' αὐτὰ ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ κουβαλοῦσε στοὺς ὤμους τοῦ τὸ κρεβάτι του καὶ ξαναγύριζε ὑγιὴς στὸ σπίτι του...

«Ἀπεκρίθη αὐτοῖς∙ ὁ ποιήσας μὲ ὑγιῆ, ἐκεῖνος μοὶ εἶπεν∙ ἄρον τὸν κράβατόν σου καὶ περιπάτει. Ἠρώτησαν οὒν αὐτόν∙ τὶς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπῶν σοί, ἄρον τὸν κράβατόν σοι καὶ περιπάτει;» ( Ἰωάν. Ε΄ 11,12). Ἐδῶ ἔχουμε μία ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς τυφλότητας τῶν Ἰουδαίων, τῆς τυπολατρικῆς καὶ μαγικῆς ἀντίληψης ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ Σάββατο...

Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ὁ περιούσιος λαός! Δέστε τί καρποὶ βλάστησαν στὴ γῆ ποὺ ἐξέθρεψε τὸ Μωυσῆ, τὸν Ἠσαΐα, τὸ Δαβίδ! Ἡ ἄλλοτε γνωστὴ εὐλάβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξελίχτηκε σὲ μία σαββατολατρεία. Ἡ ἱερατικὴ ὑπηρεσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἔγινε μία ἀστυνομικὴ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς τάξεως τῆς θεᾶς ποὺ ὀνομάζεται «Σάββατο»!

«Ὁ δὲ ἰαθεῖς οὐκ ἤδει τὶς ἐστιν∙ ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. (Ἰωάν. 3΄13). Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶχε κοιτάξει ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ τὰ μάτια τοῦ Κυρίου. Εἶχε νιώσει τὴ ζωοποιὸ ἀνάσα Του, εἶχε γνωρίσει τὴ θαυματουργική Του δύναμη. Παρ' ὂλ' αὐτὰ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει τὸ ὄνομα τοῦ θεραπευτῆ του ἣ νὰ τοὺς πεῖ ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν. Ὁ Κύριος μὲ τὸ ποὺ πραγματοποίησε τὴ θεραπεία χάθηκε μέσα στὸ πλῆθος κι ἄφησε τὰ πράγματα νὰ ἐξελιχτοῦν μόνα τους. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ σπορέας. Σπέρνει τὸν καλὸ σπόρο καὶ τὸν ἀφήνει ν ἀναπτυχθεῖ καὶ μὲ τὸν καιρὸ νὰ καρποφορήσει, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο ὅπου ἔπεσε. Ὁ Κύριος ἔκανε τὸ καλὸ ἔργο, τὸ θεϊκό, τόσο σὲ δύναμη ὅσο καὶ σὲ ἀγάπη, κι ἀποσύρθηκε γιὰ νὰ γλιτώσει τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργότερα: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων, οὐ λαμβάνω» (Ἰωάν. Ε΄ 41). Φεύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μὴ τὸν φθονήσουν, ὅπως γίνεται συνήθως. Φεύγει ὅμως γιὰ νὰ δώσει παράδειγμα καὶ σ' ὅλους ἐμᾶς ποὺ λεγόμαστε χριστιανοί. Τὸ καλὸ ἔργο τελειοποιεῖται καὶ δικαιώνεται ὅταν γίνεται μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἃς μὴ τὰ κάνουν ἀπὸ ματαιότητα, γιὰ νὰ προσελκύσουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐπιδείχνει τὰ καλὰ τοῦ ἔργα σὲ κοινὴ θέα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βάζει τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους. Γὶ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ τὰ καλά μας ἔργα, ν' ἀποφεύγουμε νὰ προκαλοῦμε τὸν ἔπαινο ἡ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύει σκόπιμα τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ξέχωρα ἀπὸ τὸ καλό του ἔργο, θὰ κάνει καὶ δυὸ κακά: Τὸν ἔπαινο, ποὺ θὰ βλάψει τὸν ἴδιο προσωπικά, καὶ τὸ φθόνο, ποὺ θὰ βλάψει τοὺς ἄλλους.

«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῶ? ἴδε ὑγιὴς γέγοναςC:\Users\222user\AppData\Local\Temp\msohtmlclip1\01\clip_image002.gif μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. Ε΄14 ). Ὁ Κύριος θεράπευσε τὸ σῶμα καὶ τώρα ἀναβιβάζει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ ἀνώτερη σφαῖρα, στὴν πνευματική του διάσταση. Κάνει τὸν θεραπευμένο νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ πηγὴ κι ἡ αἰτία τῆς φοβερῆς του ἀρρώστιας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸν προειδοποιεῖ νὰ πάψει ν' ἁμαρτάνει. Ἶνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται.

Δὲν εἶναι γνωστὸ σὲ τί εἶδος ἁμαρτίας εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὰ οὔτε καὶ μᾶς βοηθάει ἡ γνώση αὐτή. Ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία, πὼς ἡ ἁμαρτία μας ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Γνωρίζουμε πὼς κάθε ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε μετανοήσει, ἀργὰ ἡ γρήγορα θὰ προκαλέσει πόνο, θὰ φέρει βάσανα. Μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται. Τώρα ὁ Θεός σοῦ ἔδειξε τὸ ἔλεός Του, ἡ ἁμαρτία σου συχωρέθηκε. Μὴν ἐξακολουθεῖς νὰ πειράζεις τὸ Θεὸ ὅμως, μὴ τὸν προκαλεῖς. Γιατί τότε, ἀντὶ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναντήσεις τὴ δικαιοκρισία Του. Ἂν κατόρθωσες νὰ δικαιωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προηγούμενη ἁμαρτία σου, μὲ μιὰ ἀνεπαρκῆ γνώση γιὰ τὴ δύναμή Του, μετὰ ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἔγινε δὲ θὰ μπορέσεις νὰ βρεῖς δικαιολογία.

Αὐτὴ εἶναι μία θαυμάσια ἀλλὰ καὶ φοβερὴ προειδοποίηση πρὸς ὅλους μας. Πῶς ἂν γιὰ μία φορᾶ νιώσαμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δὲν πρέπει νὰ ξαναμαρτήσουμε, μήπως μας βρεῖ κάτι χειρότερο ἀπ' αὐτὸ πού μας λύτρωσε ὁ Θεός.

«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοὶς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰωὰν Ε΄15). Εἶδε ὅτι ὠφελήθηκε ὁ ἄνθρωπος κι εἶπε στοὺς Ἰουδαίους πὼς τὸν ἔκανε καλὰ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ καλὴ πίστη, μὲ καλὲς προθέσεις. Τὸν ρωτήσανε γιὰ τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς νόμισε πὼς ἦταν καλὸ νὰ τὸ πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔνιωσε πὼς ὄφειλε αὐτὸ στὸν εὐεργέτη του, ἔπρεπε νὰ γνωρίσει τὸ ὄνομά του στοὺς ἄλλους, νὰ τὸ μάθουν ὅλοι, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ρώτησαν. Οὔτε νὰ φανταστεῖ δὲν μποροῦσε πόσο πονηρὲς ἦταν οἱ καρδιὲς ἐκείνων ποὺ ρωτοῦσαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ πῶς ἐκεῖνοι δὲ ρωτοῦσαν γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἰησοῦ σὰν θαυματουργό, μὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, ἐπειδὴ δὲν τήρησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου;

Πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό. Πηγαίνει καὶ λέει στοὺς Ἰουδαίους πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ποὺ τὸν θεράπευσε. Κατέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴ σκέψη τῆς θεραπείας καὶ τοῦ θεραπευτῆ του. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντίθετα, κατέχονταν ἀπὸ τὴν σκέψη τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς μὴ τήρησης τοῦ Σαββάτου...

Ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεσή του ἦταν νὰ δοξολογήσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν εὐεργέτη του. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεση τῶν Ἰουδαίων ἦταν νὰ τὸν θανατώσουν. «Οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι», γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς (Ἰωάν. Ε΄ 16) γιατί ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποῦ πρόσεξε τὸ δυστυχὴ παράλυτο τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια; Μάλιστα, γὶ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔδωσε μεγαλύτερη σημασία στὴ ζωὴ ἐνὸς ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν τυπολατρία τοῦ σαββατισμοῦ τῶν Ἰουδαίων.

Ὁ Κύριος πέρασε ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς παγίδες καὶ τὶς ἐνέδρες τῆς κακίας τῶν Ἰουδαίων, σκορπίζοντας μὲ λόγο καὶ ἔργα τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφάσισε πὼς ᾖρθε ἡ ὥρα νὰ παραδοθεῖ στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων. Γιὰ νὰ δείξει τὴ μεγαλοσύνη Του μὲ τὴν ταπείνωσή Του, νὰ νικήσει τὸ θάνατο μὲ τὸ θάνατό Του.

Σ' Αὐτὸν πρέπει ἡ τιμὴ κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀναστάσεως ἡμέρα». «Ἀπὸ τὴν Κυριακή τοῦ Πάσχα ὡς τὴν Πεντηκοστή»


Εκτύπωση   Email