Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταρᾶς)

toyrkofagosὉ Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε τὸ 1782 στὸ χωριὸ Τουρκολέκα τῆς Μεγαλόπολης. Πατέρας του ἦταν ὁ ὀνομαστὸς ἀγωνιστής τῆς περιοχῆς Σταματέλος Τουρκολέκας καὶ μητέρα του ἡ Σοφία Καρούτσου, ἀδελφή τῆς γυναίκας τοῦ Κολοκοτρώνη. Σὲ ἡλικία 11 χρονῶν μπῆκε στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα μὲ τὴν ὁμάδα τοῦ πατέρα του. Στὴ συνέχεια ἐντάχθηκε στὸ σῶμα τοῦ πρωτοκλέφτη Ζαχαριὰ Μπαρμπιτσιώτη, τοῦ ὁποίου τὴν κόρη παντρεύτηκε λίγο ἀργότερα. Καταδιωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1808 κατέφυγε, μαζὶ μὲ τὸν θεῖο τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη, στὰ Ἐπτάνησα. Ἐντάχθηκε στὰ ρωσικὰ στρατεύματα καὶ πολέμησε στὴν Ἰταλία κατὰ τοῦ στρατοῦ τοῦ Ναπολέοντα. Στὶς 18 Ὀκτωβρίου 1818, ἐνῷ βρισκόταν στὴν Καλαμάτα, μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Μὲ τὸν θεῖο τοῦ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Παπαφλέσσα συνέβαλε στὴν προετοιμασία τοῦ ξεσηκωμοῦ καὶ στὶς 23 Μαρτίου 1821 μπῆκε στὴν Καλαμάτα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους στρατιωτικοὺς ἀρχηγούς.

Ἐνστερνίσθηκε μὲ θέρμη τὸ στρατηγικὸ σχέδιο τοῦ Κολοκοτρώνη γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ πῆρε μέρος σὲ ὅλες τὶς ἐπιχειρήσεις γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ διοικητικοῦ κέντρο τῶν Ὀθωμανῶν στὴν Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι (12 Μαΐου 1821), ἐνῷ ἀποφασιστικὴ ἦταν ἡ συμβολή του στὴ μάχη τῶν Δολιανῶν (18 Μαΐου 1821), ὅπου ἀναδείχθηκαν ὅλες οἱ στρατιωτικές του ἱκανότητες. Ἐπικεφαλῆς μόλις 600 ἀνδρῶν κατανίκησε 6.000 ἄνδρες τοῦ Κεχαγιάμπεη. Γι' αὐτὸν τὸν πραγματικό του ἆθλο οἱ συμπολεμιστὲς του τὸν ὀνόμασαν «Τουρκοφάγο».

Μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἀγῶνα ὁ Νικηταρᾶς ἦταν στὴν πρώτη γραμμή, πολεμώντας εἴτε στὴν Πελοπόννησο εἴτε στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, ὅπου συνεργάστηκε μὲ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καὶ τὸν Γεώργιο Καραΐσκακη. Ἔλαβε μέρος στὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς (23 Σεπτεμβρίου 1821) καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ἀρχηγοὺς ποὺ ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχει στὴ διανομὴ τῶν λαφύρων. Διακρίθηκε στὴ μάχη τοῦ Ἁγιονορίου (26-28 Ἰουλίου 1822), ποὺ ἀποτελείωσε τὴ στρατιὰ τοῦ Δράμαλη δυὸ μέρες μετὰ τὴ μάχη στὰ Δερβανάκια. Ἡ ἀνιδιοτέλειά του φάνηκε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ, ὅταν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν λαφύρων τῆς μάχης πείσθηκε νὰ δεχθεῖ μόνο ἕνα πανάκριβο σπαθί, τὸ ὁποῖο ἀργότερα προσέφερε στὸν ἔρανο γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Μεσολογγίου. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τάχθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλὰ πάντα ἐπεδίωκε τὸν συμβιβασμὸ καὶ τὴ συνεννόηση. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τάχθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Καποδίστρια καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς στενότερους συνεργάτες του. Ἔλαβε μέρος στὴν Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους (1829) ὡς πληρεξούσιος τοῦ Λεονταρίου. Ἐπὶ Ὄθωνος περιέπεσε σὲ δυσμένεια, ἐπειδὴ ὑποστήριζε τὸ ἀντιπολιτευόμενο ρωσικὸ κόμμα. Συγκεκριμένα κατηγορήθηκε γιατί ἦταν μέλος τῆς «Φιλορθοδόξου Ἑταιρείας» ποὺ εἶχε ὡς στόχο τὴν περιφρούρηση τοῦ ὀρθοδόξου θρησκεύματος ἀπὸ ξένες ἐπιρροὲς . Ζητοῦσαν νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ὀρθοδοξία οἱ Βασιλεῖς καὶ νὰ ἀπελευθερωθοῦν οἱ τουρκοκρατούμενες περιοχές. Προφυλακίστηκε τὸ 1839 ὡς ἀρχηγὸς συνωμοτικῆς ὁμάδας, ἀλλὰ στὴ δίκη του (11 Σεπτεμβρίου 1840) ἀθῳώθηκε ἐλλείψει στοιχείων. Ἐντούτοις, ἡ κράτησή του παρατάθηκε, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ὑγεία του νὰ ὑποστεῖ ἀνεπανόρθωτη βλάβη καὶ σχεδὸν νὰ τυφλωθεῖ. Ἀποφυλακίστηκε στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1841 καὶ ἀποτραβήχτηκε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὸν Πειραιά.

Μετὰ τὴν ἐξέγερση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ ὑποστρατήγου καὶ ἔλαβε τιμητικὴ σύνταξη, ποὺ ἦταν ὁ μόνος οἰκονομικός του πόρος. Τὸ 1847 διορίσθηκε μέλος τῆς Γερουσίας καὶ δυὸ χρόνια ἀργότερα, στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1849, ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν. Ὁ Νικηταρᾶς ἀπέκτησε δυὸ κόρες καὶ ἕνα γιό, τὸν Ἰωάννη Σταματελόπουλο, ποὺ ἀκολούθησε καριέρα στρατιωτικοῦ. Τὰ Ἀπομνημονεύματά του ὑπαγόρευσε στὸν ἐθνικὸ δικαστῆ Γεώργιο Τερτσέτη. Ἔγινε μέλος τῆς Φιλεκπαιδευτικῆς Ἑταιρείας τὸ 1837 ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ ἀγαπημένου τοῦ θείου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.

Εκτύπωση