Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ.

gewrgios ka4anhs

                                                                             + Γέροντος Γεωργίου Καψάνη 

Ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀγάπη, ἐλεύθερα, γιὰ νὰ συμμετάσχη στὴν Ζωή Του. Τὸν ἐπροίκισε μὲ σπάνια χαρίσματα, τὸ λογικό, τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἀγαπητικὴ δύναμι. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ «κατ’ εἰκόνα».

Τοῦ ἔδωσε τὰ χαρίσματα αὐτὰ γιὰ νὰ μπορῆ νὰ ζῆ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, νὰ συνομιλῆ μὲ τὸν Θεό, νὰ προσφέρεται στὸν Θεό. Σύμφωνα μὲ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε στὸν Παράδεισο εὐτυχισμένα, μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου Πατέρα. Κάθε μέρα δεχόταν τὴν ἐπίσκεψί Του. Συνομιλοῦσε μαζί Του καὶ χαιρόταν κοντά Του.

Μέσα στὸν Παράδεισο ὁ Πανάγαθος Θεὸς τοποθέτησε τὸν ἄνθρωπο ὡς βασιλέα, νὰ χρησιμοποιῆ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ χρησιμοποιώντας καὶ ἐξουσιάζοντας αὐτὰ σωστὰ νὰ τὰ προσφέρη μὲ εὐχαριστία στὸν Θεό. Προσφέροντας δὲ στὸν Θεὸ τὴν εὐχαριστία γιὰ ὅλα τὰ δῶρα ποὺ τοῦ ἔδωσε, νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ ἱερεύς.

Ὅλη τους ἡ ζωὴ ἦταν μία εὐχαριστία, μιὰ ἐκδήλωσι εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Ἦταν μία ζωὴ ἀγαπητική. Ὅ,τι ἔκανε ὁ ἄνθρωπος ἦταν μία ἔκφρασι ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπό του. Ἐπιτελοῦσε τρόπον τινὰ μιὰ Θεία Λειτουργία, τὴν Λειτουργία τοῦ Παραδείσου∙ καὶ συλλειτουργοῦσε σ’ αὐτὴν τὴν Λειτουργία μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι πρὸ τοῦ ἀνθρώπου ἤδη εἶχαν δημιουργηθῆ ὡς λογικὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχαν ὡς ἀποστολὴ νὰ λατρεύουν συνεχῶς τὸν Θεό, νὰ τὸν εὐχαριστοῦν καὶ νὰ προσφέρωνται στὸν Δημιουργό τους.

Δυστυχῶς ὅμως, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ ἄνθρωπος παρασύρθηκε ἀπὸ τὸν διάβολο. Θέλησε νὰ ἀνατρέψη τὸ σχέδιο τοῦ Δημιουργοῦ, νὰ βάλη ὡς κέντρο τοῦ κόσμου τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀντὶ γιὰ τὸν Θεό, νὰ ζῆ ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ ὄχι θεοκεντρικά.

Μετὰ τὴν ἁμαρτία πάλι ὁ Θεὸς Πατέρας ἔρχεται κοντά του, ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήση κοντὰ στὸν Θεό. Φοβᾶται, κρύβεται, γιατί ὁ ἐγωισμὸς δὲν τοῦ ἐπιτρέπει πιὰ νὰ αἰσθάνεται τὸν Θεὸ Πατέρα του, ὅπως τὸν αἰσθανόταν μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ σήμερα, ὅταν μερικὲς φορὲς τὰ παιδιὰ ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ θέλουν νὰ ἐπαναστατήσουν κατὰ τοῦ καλοῦ πατέρα τους, δὲν μποροῦν νὰ τὸν πλησιάσουν ὅπως τὸν πλησίαζαν πρὶν ἐπαναστατήσουν, κι ἐνῷ αὐτὸς τοὺς ἀγαπᾶ, πάει κοντά τους, αὐτὰ φεύγουν, διότι δὲν μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἀγάπη τοῦ ἀντιπροσφέροντας τὴν δική τους ἀγάπη ὡς ἀντίδωρο.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ αἰσθάνεται τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα του, παύει νὰ αἰσθάνεται καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς του. Δὲν βλέπει πιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό του καὶ στὸν ἄλλο ἄνθρωπο μπαίνει ἡ καχυποψία, ὁ φόβος. Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως, σκεῦος ἡδονῆς, ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλος. Στὴν ζωή μας μπαίνουν τὰ πάθη καὶ ἔτσι ἡ ζωή μας χάνει τὴν δυνατότητα νὰ εἶναι κοινωνία ἀγάπης καὶ γίνεται κόλασις.

Σᾶς θυμίζω ἐδῶ ἕναν σύγχρονο φιλόσοφο, τὸν Σάρτρ, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι «ὁ ἄλλος ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀπειλὴ τῆς ἐλευθερίας μας, εἶναι ἡ κόλασίς μας». Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ὁ ἐγωισμός. Ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε τὸν ἄλλο ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀδελφό μας, τὸν βλέπουμε σὰν ἀπειλῆ τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ τελικὰ ἡ σχέσις μὲ αὐτὸν γίνεται κόλασις.

Χάνει λοιπὸν τὴν δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται τὸν Θεὸ Πατέρα του, τὸν ἄλλο ἄνθρωπο ἀδελφό του. Ἐπίσης χάνει τὴν δυνατότητα νὰ αἰσθάνεται τὰ ὑλικὰ πράγματα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιῆ σωστά. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ κατάχρησις τῆς φύσεως ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο.

Δὲν κάνει πλέον χρῆσι εὐχαριστιακὴ ὅπως πρῶτα, ἀλλὰ κατάχρησι. Ἡ φύσις πάλι ἀρνεῖται νὰ ὑπακούση στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπαυσε νὰ ὑπακούη στὸν Θεὸ καὶ ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ἐξεγείρονται, τὰ ζῷα γίνονται ἄγρια, θέλουν νὰ κατασπαράξουν τὸν ἄνθρωπο, χάνεται ἡ ἰσορροπία καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ φύσεως πρὶν νὰ ἁμαρτήση ὁ ἄνθρωπος.

Ἀλλὰ χάνει καὶ τὴν ἐσωτερική του εἰρήνη ὁ ἄνθρωπος. Δὲν χωρίζεται μόνο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπό του καὶ τὴν φύσι. Διχάζεται καὶ ἐσωτερικά. Πάσχει ἕνα εἶδος σχιζοφρενείας. Πράττει αὐτὸ ποὺ δὲν θέλει ἢ ἀκόμη αὐτὸ ποὺ μισεῖ. Νοιώθει τοὺς δυὸ νόμους, τὸν νόμο τοῦ Πνεύματος καὶ τὸν νόμο τῆς σαρκός. Καὶ αὐτοὶ οἱ δυὸ νόμοι συγκρούονται μέσα του. Αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ διχασμὸ πάθαμε, ὅταν ἐπαναστατήσαμε κατὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός μας.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπαυσε νὰ ζῆ εὐχαριστιακά, θεοκεντρικά, καὶ ἄρχισε νὰ ζῆ ἀνθρωποκεντρικά, ἔχασε τὸν ἄξονα, τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, τὸν Θεό. Ὅταν παύσης νὰ ζῆς μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὰ συνδέης ὅλα μὲ τὸν Θεό, εἶναι φυσικὸ ὅτι πλέον ὁ κόσμος δὲν ἔχει γιὰ σένα κέντρο. Ἔτσι ὅλη ἡ ζωὴ ἀποδιοργανώνεται. Ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ τὶς διάφορες πράξεις τῆς ζωῆς τοῦ διεσπασμένα, χωρὶς ἑνότητα. Ὁ κόσμος κομματιάζεται. Ὅλα εἶναι ἀσύνδετα μεταξύ τους. Μέσα στὸν κομματιασμένο κόσμο κομματιάζεται καὶ αὐτὸς καὶ χάνει τὴν ἐσωτερική του ἑνότητα καὶ εἰρήνη.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ἐπὶ μέρους λειτουργίες τῆς ζωῆς. Ὅλες oι λειτουργίες τῆς ζωῆς ποὺ πρῶτα ἦταν συνδεδεμένες μὲ τὸν Θεό, τώρα ἀποσυνδέονται καὶ μεταξύ τους. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὲς δὲν ἔχουν κέντρο καὶ ἑνότητα, χάνουν τὴν δυνατότητα νὰ ἀποτελοῦν ὅλες μαζὶ μιὰ Λειτουργία, δηλαδὴ μία προσφορὰ ὅλης της ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό.