ΚΥΡΙΑΚΗ Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 (ΜΙGΝΕ Ρ. G. τ. 57, στ. 217-222. ΕΠΕ τ. 9, σέλ. 447-453)

IWANNIS XRYSOSTOMOSΠρό­σε­ξε ­μως κα τν πί­στη κα τν ­πα­κο­ τν μα­θη­τν. ­ταν ­κου­σαν τ κά­λε­σμά Του, ­ταν στ μέ­ση τῆς ρ­γα­σί­ας κα ξέ­ρε­τε πό­σο ­παι­τη­τι­κ ε­ναι τ ψά­ρε­μα. Κι ­μως δν ­φη­σαν γι’ ρ­γό­τε­ρα, δν ε­παν· «­μα γυ­ρί­σου­με στ σπί­τι, θ μι­λή­σου­με μ τος δι­κούς μας». λ­λ τ’ ­φη­σαν ­λα κα Τν ­κο­λού­θη­σαν, ­πως ­κα­με ­λισ­σα­ος στ χρό­νι­α τοῦ προ­φή­τη ­λί­α. Τέ­τοια ­πα­κο­ ζη­τ­π μς Χρι­στός, ­στε ο­τε ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο ­να­βο­λ ν μν κά­νου­με, ­κό­μα κι ν μς βι­ά­ζει κά­τι ­π τ­πα­ραί­τη­τα. Γι’ α­τ κα κά­ποιον λ­λον, πο τν πλη­σί­α­σε κα ζή­τη­σε ν θά­ψει τν πα­τέ­ρα του, ο­τε α­τ δν τν ­φη­σε ν κά­νει, δεί­χνον­τας ­τι ­π­λα πρέ­πει ν προ­τι­μο­με ν Τν ­κο­λου­θή­σου­με. Καν ­σχυ­ρι­στες ­τι ­ταν με­γά­λη ­πό­σχε­ση πο τος ­δω­σε, θ­παν­τή­σω ­τι γι’ α­τ κα τος θαυ­μά­ζω πι­ πο­λύ, ­πει­δ παρ’ ­λο πο­κό­μα δν ε­χαν δεπ’ Α­τν κα­νέ­να θαυ­μα­στ ση­με­ο, πί­στε­ψαν σ τό­σο με­γά­λη ­πό­σχε­ση κα­λα τλ­λα τ θε­ώ­ρη­σαν δευ­τε­ρεύ­ον­τα μπρο­στ στ ν Τν ­κο­λου­θή­σουν. Για­τί μ­ποια λό­γι­α πεί­στη­καν ο­διοι, πί­στε­ψαν ­τι μ α­τ θ μπο­ρο­σαν κι λ­λους ν πεί­σουν. Α­τό, λοι­πόν, ­πο­σχέ­θη­κε σ’ α­τούς. Σ’ ­κεί­νους ­μως πο­ταν μα­ζ μ τν ­ά­κω­βο κα τν ­ω­άν­νη δν ε­πε τί­πο­τα τέ­τοιο, για­τί ­πα­κο­ τν πρώ­των ­νοι­ξε ­πει­τα τ δρό­μο κα σ’ α­τούς. ξ λ­λου ε­χαν ­κού­σει πολ­λ προ­η­γου­μέ­νως γι’ Α­τόν.

     Κοί­τα­ξε κα πό­σο σα­φ­παι­νιγ­μ κά­νει γι τ φτώ­χεια τους. Τος βρ­κε ν ρά­βουν τ δί­χτυ­ά τους. Τό­σο με­γά­λη ­ταν φτώ­χεια τους, ­στε ν δι­ορ­θώ­νουν τ χα­λα­σμέ­να, ­πει­δ δν μπο­ρο­σαν ν’ ­γο­ρά­σουν λ­λα. Δν ­ταν κι α­τ τό­τε μι­κρ δεγ­μα ­ρε­τς, ­γόγ­γυ­στη δη­λα­δ­πο­μο­ν στ φτώ­χεια, ἡ ­πό­κτη­ση τς τρο­φς ­π τί­μι­ο μό­χθο, σύν­δε­σμος με­τα­ξύ τους μ τ δύ­να­μη τς ­γά­πης, τ νὰ ­χουν μα­ζ τν πα­τέ­ρα τους κα ν τν πε­ρι­ποι­ον­ται. Κι ­ταν τος ­πι­α­σε στ δί­χτυ­ά Του, τό­τε ρ­χί­ζει, ­ν α­το ε­ναι μα­ζί Του, ν θαυ­μα­τουρ­γή, βε­βαι­ώ­νον­τας μ τρ­γα Του,­τι ε­χε πε γι’ Α­τν ­ω­άν­νης Βα­πτι­στής...

    Βρι­σκό­ταν ­δι­ά­κο­πα στς συ­να­γω­γς κι ­κε τους ­λε­γε ­τι δν ε­ναι κα­νέ­νας ν­τί­θε­ος πλά­νος, λ­λρ­χο­μς Το ε­ναι σύμ­φω­νος μ τ θέ­λη­μα το Θε­ο Πα­τέ­ρα. Κι ­κε δν κή­ρυτ­τε μό­νον, λ­λὰ ­κα­νε κα θαύ­μα­τα. Για­τί πάν­το­τε ­ταν γί­νε­ται κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κ κα πα­ρά­δο­ξο κα ε­σά­γε­ται ­νας νέ­ος τρό­πος ζω­ς, συ­νη­θί­ζει Θε­ς ν κά­νει θαύ­μα­τα, δί­νον­τας ­χέγ­γυ­α γι τ δύ­να­μή Του σ’ ­κεί­νους πο ε­ναι ν δε­χτον τος νό­μους. ­τσι, ­ταν ­ταν ν πλά­ση τν ν­θρω­πο, δη­μι­ούρ­γη­σε ­λον τν κό­σμο κα τό­τε το­δω­σε τ νό­μο ­κε­νο μέ­σα στν πα­ρά­δει­σο. Κα­ταν ­ταν ν δώ­σει τ νό­μο το Ν­ε, πά­λι με­γά­λα θαύ­μα­τα ­κα­νε, μ τ­πο­α ­να­δη­μι­ούρ­γη­σε ­λη τν πλά­ση κα κρά­τη­σε ­λό­κλη­ρο χρό­νο τ φο­βε­ρὸ ­κε­νο κα­τα­κλυ­σμ κι ­κα­νε ­λα ­κε­να, μ τ­πο­α ­σω­σε τ δί­και­ο ­κε­νο (τ Ν­ε) μέ­σα στ χα­λα­σμό. Κα στ χρό­νι­α τοῦ ­βρα­μ πα­ρου­σί­α­σε πολ­λ θαύ­μα­τα, τ νί­κη στν πό­λε­μο, τν πλη­γ ποὺ ­δω­σε στ Φα­ρα­ώ, τν ­παλ­λα­γ­π τος κιν­δύ­νους. Κι ­ταν νο­μο­θε­το­σε στος ­βραί­ους, πα­ρου­σί­α­σε τ θαυ­μα­στ κα μέ­γι­στα ­κε­να ση­με­α κα τό­τε τος ­δω­σε τ νό­μο. ­τσι κι ­δ, θέ­λον­τας ν δώ­σει ­ναν ­νώ­τε­ρο τρό­πο ζω­ς κα ν τος πε­σα πο­τ δν ε­χαν ­κού­σει ­π κα­νέ­ναν, ­πι­βε­βαι­ώ­νει τος λό­γους Του μ τ θαύ­μα­τά Του. ­πει­δ δη­λα­δ δ φαι­νό­ταν βα­σι­λεί­α πο κή­ρυτ­τε, α­τ λοι­πν τν ­ό­ρα­τη βα­σι­λεί­α τ φα­νε­ρώ­νει μ χει­ρο­πια­στ θαύ­μα­τα. Κα πρό­σε­ξε τ λι­τό­τη­τα το Ε­αγ­γε­λι­στ. Δ μς δι­η­γε­ται δη­λα­δ γι τν κα­θέ­να ­π­σους θε­ρα­πεύ­ον­ταν, λ­λ μ δύ­ο λό­γι­α πα­ρα­τρέ­χει ­να­ρίθ­μη­το πλ­θος ­π θαύ­μα­τα. «Το­φε­ραν, λέ­ει, ­λους ­σοι τα­λαι­πω­ρον­ταν ­π δι­ά­φο­ρες ­σθέ­νει­ες κα βα­σα­νί­ζον­ταν, δαι­μο­νι­σμέ­νους, σε­λη­νι­α­ζο­μέ­νους, πα­ρα­λυ­τι­κος κα τος θε­ρά­πευ­σε».λ­λ α­τ ε­ναι τ­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο, για­τί δη­λα­δ δ ζή­τη­σε ­π κα­νέ­να τος πί­στη ο­τε καν ε­πε α­τ πο­πει­τα φα­νε­ρ­λε­γε· «Πι­στεύ­ε­τε ­τι μπο­ρ ν τ κά­νω α­τό»; Α­τ­γι­νε ­πει­δ δν ε­χε δώ­σει ­κό­μα ­πό­δει­ξη τς δυ­νά­με­ώς Του. ξ λ­λου τ­τι ρ­χον­ταν σ’ Α­τν ε­τε ­π μό­νοι τους ε­τε τος ­φερ­ναν λ­λοι, μαρ­τυ­ρο­σε πί­στη ­ξι­ό­λο­γη. Τος ­φερ­ναν ­π μα­κρι­ κα δ θ τος ε­χαν φέ­ρει, ν δν ε­χαν πεί­σει τν ­αυ­τ τος γι’ Α­τν ­λο­κλη­ρω­τι­κά.

    ς τν ­κο­λου­θή­σου­με λοι­πν κι ­μες. Για­τί ­χου­με πολ­λς ­σθέ­νει­ες στν ψυ­χή μας κι α­τς θέ­λει πρ­τα ν θε­ρα­πεύ­σει. Γι’ α­το­ ­α­πο­κα­θι­στ τς σω­μα­τι­κς ­σθέ­νει­ες, γι ν­ξο­ρί­σει τς ψυ­χι­κς ­π τν ψυ­χή μας. ς ρ­θου­με λοι­πν κον­τά Του κας μν Το ζη­τή­σου­με τί­πο­τα βι­ο­τι­κό, πα­ρ μό­νο τ συγ­χώ­ρη­ση τν ­μαρ­τι­ν μας· μς τ δί­νει κα τώ­ρα, ν τν ­πι­δι­ώ­κου­με μ ζ­λο. Τό­τε ε­χε φτά­σει φή­μη Του ς τ Συ­ρί­α· τώ­ρα ­χει φτά­σει σ’ ­λη τν ο­κου­μέ­νη. Κι ­κε­νοι ­τρε­χαν κον­τά Του, ­ταν ­κου­γαν μό­νο πς θε­ρά­πευ­ε δαι­μο­νι­σμέ­νους· ­σ­μως, πο­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρες κα με­γα­λύ­τε­ρες ­πο­δεί­ξεις γι τ δύ­να­μή Του, για­τί δ ση­κώ­νε­σαι ν τρέ­ξεις σ’ Α­τόν; Κι ­κε­νοι μν ­φη­σαν κα πα­τρί­δα κα φί­λους κα συγ­γε­νες· ­σ­μως δ θέ­λεις ο­τε τ σπί­τι σου ν’ ­φή­σεις, γι ν πς κον­τά Του κα ν λά­βεις πο­λ πε­ρισ­σό­τε­ρα; μλ­λον δ ζη­τ­με ο­τε καν α­τ­π σέ­να. ­φη­σε μό­νο τν κα­κ συ­νή­θει­α κα μέ­νον­τας στ σπί­τι σου μα­ζ μ τος δι­κούς σου θ μπο­ρέ­σεις ε­κο­λα ν σω­θες...

ς βγά­λου­με ­π τ μέ­ση τν πη­γ τν κα­κν (τν ­μαρ­τί­α) κα­λα τ κύ­μα­τα τν ­σθε­νει­ν θ στα­μα­τή­σουν.

 

 


Εκτύπωση   Email