(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ἃ' Ὁμιλία-Περὶ μετανοίας)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Ἦταν δυὸ ἀδέλφια· τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ μοιράστηκαν ἀναμεταξύ τους τὴν πατρικὴ περιουσία, ὁ ἕνας ἔμεινε στὸ σπίτι, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔφυγε σὲ μακρινὴ χώρα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ κατέφαγε ὅλα ὅσα τοῦ δόθηκαν, δυστύχησε καὶ ὑπέφερε μὴ ὑπομένοντας τὴ ντροπὴ ἀπὸ τὴ φτώχεια. (Λουκᾶ 15: 11 κ.ε.) Αὐτὴ τὴν παραβολὴ θέλησα νὰ σᾶς τὴν πῶ, γιὰ νὰ μάθετε, ὅτι ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτημάτων καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἐὰν εἴμαστε προσεκτικοί. Καὶ τὸ λέγω αὐτὸ ὄχι γιὰ νὰ σᾶς κάνω ἀδιάφορους, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς ἀπομακρύνω ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γιατί ἡ ἀπόγνωση μᾶς προξενεῖ χειρότερα κακὰ καὶ ἀπὸ τὴ ραθυμία.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ υἱὸς ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα ἐκείνων ποὺ ἁμάρτησαν μετὰ τὸ Βάπτισμα. Καὶ ὅτι φανερώνει ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὀνομάζεται υἱός. Γιατί κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ υἱὸς χωρὶς τὸ Βάπτισμα. Ἐπίσης διέμενε στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ μοιράστηκε ὅλα τὰ πατρικὰ ἀγαθά, ἐνῶ πρὶν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ λάβει τὴν πατρικὴ περιουσία, οὔτε νὰ δεχθεῖ κληρονομία. Ὥστε μ ὅλα αὐτὰ μας ὑπαινίσσεται τὸ σύνολο τῶν πιστῶν.
Ἐπίσης ἦταν ἀδελφὸς ἐκείνου ποὺ εἶχε προκόψει. Ἀδελφὸς ὅμως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει χωρὶς τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση. Αὐτὸς λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στὴ χειρότερη μορφὴ κακίας, τί λέγει: «Θὰ ἐπιστρέψω στὸν πατέρα μου» (Λουκᾶ 15:18). Γὶ αὐτὸ ὁ πατέρας τοῦ τὸν ἄφησε καὶ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φύγει στὴν ξένη χώρα, γιὰ νὰ μάθει καλὰ μὲ τὴν πείρα, πόση εὐεργεσία ἀπολάμβανε ὅταν βρισκόταν στὸ σπίτι. Γιατί πολλὲς φορὲς ὁ Θεός, ὅταν δὲν πείθει μὲ τὸ λόγο του, ἀφήνει νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν πείρα τῶν πραγμάτων, πράγμα βέβαια ποὺ ἔλεγε καὶ στοὺς Ἰουδαίους.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν τοὺς ἔπεισε οὔτε τοὺς προσέλκυσε, ἀπευθύνοντάς τους ἀμέτρητους λόγους μὲ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἄφησε νὰ διδαχθοῦν μὲ τὴν τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θὰ σὲ διδάξει ἡ ἀποστασία σου καὶ θὰ σὲ ἐλέγξει ἡ κακία σου» (Ἱερ. 2, 19). Γιατί ἔπρεπε νὰ Τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη ἀπὸ πρίν. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν τόσο πολὺ ἀναίσθητοι, ὥστε νὰ μὴ πιστεύουν στὶς παραινέσεις καὶ τὶς συμβουλές Του, θέλωντας νὰ προλάβει τὴν ὑποδούλωσή τους στὴν κακία, ἐπιτρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ὥστε ἔτσι νὰ τοὺς κερδίσει καὶ πάλι.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἄσωτος ἔφυγε στὴν ξένη χώρα καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ἔμαθε πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι νὰ χάσει κανεὶς τὸ πατρικό του σπίτι, ἐπέστρεψε, καὶ ὁ πατέρας του τότε δὲν τοῦ κράτησε κακία, ἀλλὰ τὸν δέχτηκε μὲ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά. Γιατί ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν πατέρας καὶ ὄχι δικαστής. Καὶ στήθηκαν τότε χοροὶ καὶ συμπόσια καὶ πανηγύρια καὶ ὅλο τὸ σπίτι ἦταν φαιδρὸ καὶ χαρούμενο. Τί μου λὲς τώρα ἄνθρωπέ μου; Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀμοιβὲς τῆς κακίας; Ὄχι τῆς κακίας, ἄνθρωπε, ἀλλὰ τῆς ἐπιστροφῆς. Ὄχι τῆς πονηρίας, ἀλλὰ τῆς μεταβολῆς πρὸς τὸ καλύτερο.
Καὶ ἀκοῦστε καὶ τὸ σπουδαιότερο: Ἀγανάκτησε γὶ αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος υἱός. Ὁ πατέρας ὅμως τὸν ἔπεισε κι αὐτὸν μιλώντας του μὲ πραότητα καὶ λέγοντας, «σὺ πάντοτε ζοῦσες μαζί μου, ἐνῶ αὐτὸς ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε, ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναβρῆκε τὴ ζωὴ τοῦ» (Λουκᾶ 15:31-32). Ὅταν πρέπει νὰ διασώσει τὸν χαμένο, λέγει: «Δὲν εἶναι ὥρα τώρα γιὰ δικαστήρια, οὔτε γιὰ λεπτομερῆ ἐξέταση, ἀλλὰ εἶναι ὥρα μόνο φιλανθρωπίας καὶ συγγνώμης.» Κανένας ἰατρός, ποὺ ἔχει ἀμελήσει ὁ ἴδιος νὰ δώσει φάρμακο στὸν ἀσθενῆ, δὲν ζητεῖ εὐθύνες ἂπ αὐτὸν γιὰ τὴν ἀταξία του καὶ οὔτε τὸν τιμωρεῖ. Καὶ ἂν ἀκόμα χρειαζόταν νὰ τιμωρηθεῖ ὁ ἄσωτος, τιμωρήθηκε ἀρκετὰ ζώντας στὴν ξένη χώρα.
Τόσο λοιπὸν χρόνο στερήθηκε τὴ συντροφιὰ μας καὶ ἔζησε παλεύοντας μὲ τὴν πείνα, τὴν ἀτίμωση καὶ τὰ χειρότερα κακά. Γὶ αὐτὸ λέγει ὁ πατέρας: «ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε, ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναβρῆκε τὴ ζωή του». Μὴ βλέπεις, λέγει, τὰ παρόντα, ἀλλὰ σκέψου τὸ μέγεθος τῆς προηγούμενης συμφορᾶς. Ἀδελφὸ βλέπεις, ὄχι ξένο. Στὸν πατέρα τοῦ ἐπέστρεψε, ποὺ ξεχνάει τὰ περασμένα ἡ καλύτερα ποὺ θυμᾶται ἐκεῖνα μόνο τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ συμπάθεια καὶ ἔλεος, σὲ στοργὴ καὶ εὐσπλαγχνία τέτοια ποὺ ταιριάζει στοὺς γονεῖς. Γὶ αὐτὸ δὲν εἶπε, ἐκεῖνα ποὺ ἔπραξε ὁ ἄσωτος, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθε. Δὲν λυπήθηκε ὅτι κατέφαγε τὴν περιουσία του, ἀλλ' ὅτι περιέπεσε σ' ἀμέτρητα κακά.
Ἔτσι ἔψαχνε μὲ τόση προθυμία καὶ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη νὰ βρεῖ τὸ χαμένο πρόβατο. Καὶ ἐδῶ βέβαια γύρισε πίσω ὁ ἴδιος ὁ υἱός, ἐνῶ στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Ποιμένος ἔφυγε ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας. Καὶ ἀφοῦ βρῆκε τὸ χαμένο πρόβατο τὸ ἔφερε πίσω, καὶ χαιρόταν πολὺ περισσότερο γὶ αὐτό, παρὰ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ σωσμένα. Καὶ πρόσεχε πὼς ἔφερε πίσω τὸ χαμένο πρόβατο: Δὲν τὸ μαστίγωσε, ἀλλὰ μεταφέροντας τὸ καὶ βαστάζοντας τὸ στοὺς ὤμους του, τὸ παρέδωσε πάλι στὸ κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτά, ὅτι ὄχι μόνο δὲν μᾶς ἀποστρέφεται ὅταν ἐπιστρέφομε κοντά Του, ἀλλὰ μᾶς δέχεται τὸ ἴδιο ἀγαπητικὰ μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ ἔχουν προκόψει στὴν ἀρετή. Καὶ ὅτι ὄχι μόνο δὲν μᾶς τιμωρεῖ, ἀλλὰ καὶ ἔρχεται ν ἀναζητήσει τοὺς πλανημένους. Καὶ ὅταν τοὺς βρεῖ, χαίρεται περισσότερο ἂπ ὅσο χαίρεται γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν σωθεῖ. Οὔτε πρέπει ν ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε στὴν κατηγορία τῶν κακῶν, ἀλλὰ οὔτε ὅταν εἴμαστε καλοὶ νὰ ἔχουμε θάρρος.
Ἀσκώντας τὴν ἀρετὴ νὰ φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στὸ θάρρος μας. Καὶ ὅταν ἁμαρτάνουμε νὰ μετανοοῦμε. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπα ἀρχίζοντας τὴν ὁμιλία, αὐτὸ λέγω καὶ τώρα: Εἶναι προδοσία τῆς σωτηρίας μᾶς αὐτὰ τὰ δύο, δηλαδὴ καὶ τὸ νὰ ἔχουμε θάρρος ὅταν εἴμαστε ἐνάρετοι, καὶ τὸ ν ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε πεσμένοι στὴν κακία.
Γὶ αὐτὸ ὁ Παῦλος, γιὰ ν' ἀσφαλίσει ἐκείνους ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀρετή, ἔλεγε: «Ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι στέκεται, ἂς προσέχει μήπως πέσει» (Ἃ' Κόρ. 10, 12). Καὶ πάλι: «Φοβᾶμαι μήπως, ἐνῶ κήρυξα σὲ ἄλλους, ἐγὼ ὁ ἴδιος βρεθῶ ἀνάξιος» (Β' Κόρ. 11, 3). Ἀνορθώνοντας πάλι τοὺς πεσμένους καὶ διεγείροντάς τους σὲ μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε ἔντονα στοὺς Κορινθίους γράφοντας τὰ ἑξῆς: «Μήπως πενθήσω πολλοὺς ποὺ ἁμάρτησαν προηγουμένως καὶ δὲν μετανόησαν» (Β' Κόρ. 12, 21). Γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι ἄξιοι θρήνων ὄχι τόσο ἐκεῖνοι ποὺ ἁμαρτάνουν, ὅσο ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μετανοοῦν γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ ὁ προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως ἐκεῖνος ποῦ πέφτει δὲν σηκώνεται, ἡ ἐκεῖνος ποῦ παίρνει στραβὸ δρόμο δὲν ἐπιστρέφει;» (Ἱερ. 8, 4). Γὶ αὐτὸ καὶ ὁ Δαυὶδ παρακαλεῖ αὐτοὺς ἀκριβῶς, λέγοντας: «Σήμερα, ἐὰν ἀκούσετε τὴ φωνὴ Αὐτοῦ, μὴ σκληρύνετε τὶς καρδιὲς σᾶς ὅπως τότε ποὺ Τὸν παραπίκραναν οἱ πατέρες σᾶς» (Ψάλμ. 94, 8).
Ὅσο λοιπὸν θὰ ὑπάρχει τὸ σήμερα, ἂς μὴ ἀπελπιζόμαστε, ἂλλ ἔχοντας ἐλπίδα πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἔχοντας κατὰ νοῦν τὸ πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας Του, ἀφοῦ ἀποτινάξουμε κάθε τί τὸ πονηρὸ ἀπὸ τὴ σκέψη μας, ἂς ἀσκοῦμε μὲ πολλὴ προθυμία καὶ ἐλπίδα τὴν ἀρετή, καὶ ἂς ἐπιδείξουμε μετάνοια μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας.
Ἔτσι ἀφοῦ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπ' ὅλα τ ἁμαρτήματά μας ἐδῶ στὴ γῆ, νὰ μπορέσουμε μὲ θάρρος νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὴν ὁποία εὔχομαι νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμὴν