ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

 

                                            ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ  ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

            Orama ag Symeon CMYK B IST2Πίστη εἶναι νὰ πεθάνει κανεὶς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς Του, πιστεύοντας ὅτι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοῦ γίνει πρόξενος ζωῆς· νὰ θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν πλοῦτο, τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀσημότητα σὰν ἀληθινὴ δόξα καὶ κοινωνικὴ λάμψη· καὶ νὰ πιστεύει ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει τίποτε, κατέχει τὰ πάντα ἡ μᾶλλον ἀπέκτησε τὸν ἀνεξερεύνητο πλοῦτο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ νὰ τὰ βλέπει σὰν λάσπη ἡ καπνό.

            Ἡ πίστη στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν καὶ τὸ φόβο τῆς κολάσεως.  Ἡ ἐπιθυμία τῶν πράγματι καλῶν καὶ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, προξενοῦν τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν.  Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύνατοι εἶναι.  Ἡ κατανόηση τῆς πραγματικῆς ἀδυναμίας μας γεννᾶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.  Ὅποιος ἀπέκτησε σύνοικό του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ ζητήσει μὲ πόνο νὰ μάθει, τί τὸν περιμένει μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ὅποιος φροντίζει νὰ μάθει γιὰ τὰ μετὰ θάνατον, ὀφείλει πρῶτα ἄπ΄ ὅλα νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ παρόντα· γιατί ὅποιος εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια σ΄ αὐτά, ἔστω καὶ στὸ παραμικρό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν τέλεια γνώση τῶν μελλόντων.  Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη, κατὰ θεία οἰκονομία, γευθεῖ κάπως τὴ γνώση αὐτή, δὲν ἀφήσει ὅμως τὸ ταχύτερο αὐτὰ μὲ τὰ ὅποια εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια, γιὰ νὰ παραμείνει ὁλοκληρωτικὰ στὴ γνώση αὐτή, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτή, τότε καὶ ἡ γνώση ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ.

             Ἀφοῦ ὁ κόσμος καὶ τὰ τοῦ κόσμου εἶναι ὅλα πρόσκαιρα, κι ὁ Θεὸς εἶναι ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, νὰ χαίρεστε ὅσοι γί΄ Αὐτὸν ἀφήσατε τὰ φθαρτά. Φθαρτὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ πλοῦτος καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡδονὴ καὶ ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας εἶναι φθορά. Μόνο οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καὶ ζωή. Καὶ ἔτσι τὶς ὀνομάζουν ὅλοι.

 Πνίγεται ὁ κενόδοξος βλέποντας τὸν ταπεινόφρονα νὰ χύνει δάκρυα καὶ νὰ ὠφελεῖται διπλά: ἐξιλεώνει μ΄ αὐτὰ τὸ Θεό, καὶ χωρὶς νὰ θέλει κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἐπαινοῦν.

            Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑβρίζουν ἤ τὸν ἀδικοῦν καὶ τοῦ στεροῦν τὰ πράγματά του, καὶ προσεύχεται γι΄ αὐτούς, ἀνεβαίνει σὲ λίγο καιρὸ σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ προκοπῆς. Γιατί ὅταν αὐτὸ γίνεται μὲ αἴσθηση καρδιᾶς, κατεβάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄβυσσο ταπεινώσεως καὶ σὲ πηγὲς δακρύων, ὅπου βυθίζεται τὸ τριμερές τῆς ψυχῆς, καὶ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τῆς ἀπάθειας τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει θεωρητικό. Καὶ μὲ τὴ γεύση τῆς οὐράνιας ἀγαθότητας τὸν κάνει νὰ θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς, καὶ νὰ παίρνει ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν τροφὴ καὶ τὸ νερὸ πιὸ ἀραιὰ καὶ χωρὶς ἡδονικὴ διάθεση.

             Ὅ,τι κάνει τὸ κάλυμμα ποὺ ἐμποδίζει τὰ μάτια, τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ κοσμικοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ βιοτικὲς ἐνθυμήσεις στὴ διάνοια, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς.  Ὅσον καιρὸ λοιπὸν τὶς ἔχομε, δὲν πρόκειται νὰ δοῦμε· ὅταν ὅμως ἀφαιρεθοῦν μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τότε θὰ δοῦμε ὁλοκάθαρα τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνω κόσμο.

 Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, ξέρει πότε εἶναι νύχτα καὶ πότε ἡμέρα, ἐνῷ ὁ τυφλὸς ἀγνοεῖ καὶ τὰ δυό. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τύφλωση καὶ βλέπει μὲ τὰ νοερὰ μάτια, ἔχοντας δεῖ τὸ ἀληθινὸ καὶ ἄδυτο Φῶς, ὅταν ἀπὸ ρᾳθυμία γυρίσει στὴν πρωτινή του τύφλωση καὶ στερηθεῖ τὸ φῶς, αἰσθάνεται ἔντονα τὴ στέρησή του, καὶ δὲν ἀγνοεῖ ἀπὸ ποὺ τοῦ προῆλθε αὐτή.  Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς, δὲ γνώριζει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ οὔτε μὲ τὴν πεῖρα, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐνέργειά τους, ἐκτὸς ἂν ἐξ ἀκοῆς ἀκούσει καὶ μάθει κάτι γι΄ αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν εἶδε, καὶ διηγηθεῖ σὲ ἄλλους ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσε· ὅμως κι αὐτὸς καὶ ὅσοι τὸν ἀκοῦνε δὲ θὰ γνωρίζουν γιὰ ποιὰ πράγματα μιλοῦνε.

 Εἶναι ἀδύνατο καὶ στὴ σάρκα νὰ προξενεῖ κανεὶς κόρο μὲ ἄφθονα φαγητά, καὶ παράλληλα νὰ ἀπολαμβάνει πνευματικὰ τὴ νοερὴ καὶ θεία χρηστότητα.  Ὅσο ὑπηρετήσει κανεὶς τὴν κοιλιά του, τόσο θὰ στερηθεῖ τὴ θεία χρηστότητα. Καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ ταλαιπωρήσει κανεὶς τὸ σῶμα του, ἀνάλογα θὰ χορτάσει πνευματικὴ τροφὴ καὶ παρηγορία.

             Ἄς ἀφήσομε ὅλα τὰ ἐπίγεια· ὄχι μόνο τὸν πλοῦτο καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὰ ἀλλὰ ὑλικὰ πράγματα τοῦ βίου, ἀλλὰ ἂς διώξομε τελείως καὶ τὴν ἐπιθυμία τους ἀπὸ τὶς ψυχές μας.  Ἃς μισήσομε ὄχι μόνο τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀλόγες κινήσεις του καὶ ἂς φροντίσομε νὰ τὸ νεκρώσομε μὲ κόπους. Γιατί μὲ τὸ σῶμα ἐκδηλώνεται ἡ ἐπιθυμία καὶ καταλήγει στὴν πράξη. Καὶ ὅσο αὐτὴ ζεῖ, εἶναι ἑπόμενο ἡ ψυχή μας νὰ εἶναι νεκρὴ καὶ δυσκίνητη γιὰ κάθε θεία ἐντολή, ἡ καὶ τελείως ἀκίνητη.

             Ὅπως ἡ φλόγα στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ πάνω, καὶ μάλιστα ἂν ἀνακατέψεις τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ κενόδοξου δὲν μπορεῖ νὰ ταπεινωθεῖ, ἀλλὰ ἔτσι καὶ τοῦ πεῖς ἐκεῖνα ποὺ τὸν ὠφελοῦν, ὑπερηφανεύεται περισσότερο.  Ὅταν δηλαδὴ τὸν ἐλέγχουν ἡ τὸν νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα· ἐνῷ ὅταν τὸν ἐπαινοῦν καὶ τὸν κολακεύουν, ἐπαίρεται ἄπρεπα.

Εκτύπωση