Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ

 

                                                                             Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

ΕΙΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

amfisv 8wma 1Καινή Κυριακὴ ἑορτάζομε σήμερα· ἢ μᾶλλον τελοῦμε τὰ ἐγκαίνια τῆς καινῆς Κυριακῆς. Θέλει λοιπὸν ὁ λόγος μας ν' ἀποκαλύψη τὸ μυστήριο τῆς Κυριακῆς πρὸς τὴν ἀγάπη σας κάπως ἀπὸ παραπάνω, ἐφ' ὅσον τὸ ἐπιτρέπει ὁ καιρός. Ἂν δὲ αὐτὸ εἶναι μεγάλο καὶ ὑψηλό, καὶ γι' αὐτὸ οὔτε ἡ ἁπλούστευσίς του δέν εἶναι σ' ὅλους εὐκολονόητη, χρεωστοῦμε εὐγνωμοσύνη στόν Κύριο τῶν ὅλων, τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ἡ ἡμέρα ἐπωνύμη καὶ ὁ ὁποῖος διὰ τῆς παρουσίας Του σὲ σάρκα ἐχάρισε σὲ ὅσους προέρχονται σ' αὐτὸν διὰ τῆς πίστεως αὐτά πού εἶναι δυσπλησίαστα καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὸ λογικό, ἔστω καὶ γιά λίγο.

Προσέχετε ὅμως ὅλοι στό νόημα τῶν λεγομένων. Καὶ ἂν κανεὶς δέν μπορέση να κατανοήση τὸ πᾶν, θὰ ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὰ λίγα ὅλη τὴν ἔννοιά του· διότι ἡ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος ἔχει θέσι φωτός. Σὲ ἕξι ἡμέρες λοιπὸν ὁ Θεὸς ὄχι μόνο κατεσκεύασε καὶ διεκόσμησε ὅλο τὸ αἰσθητὸ τοῦτο σύμπαν, ἀλλὰ καὶ ἔπλασε κι' ἐζωοποίησε τὸ μόνο ζῶο πού σύγκειται ἀπὸ αἴσθησι καὶ νοῦ, τὸν ἄνθρωπο, καὶ τοῦ προσέφερε τὴν ἡγεμονία ἐπὶ τῶν ζῴων καὶ φυτῶν πού ζοῦν γύρω ἀπὸ τή γῆ. Κατὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα κατέπαυσε ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα Του, ὅπως μᾶς ἐδίδαξε ὁ Μωυσῆς, ὁ μεταγενέστερος παρατηρητὴς τῆς πολὺ προγενεστέρας συστάσεως τοῦ κόσμου, μᾶλλον δὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐνηχώντας στίς ἀκοὲς καὶ ψυχὲς φιλανθρώπως διὰ τῆς γλώσσας ἐκείνου. Ἀλλὰ «καὶ εὐλόγησε», λέγει, «ὁ Θεὸς τὴν ἑβδόμη ἡμέρα καὶ τὴν ἁγίασε». Πῶς λοιπὸν εὐλόγησε κι' ἁγίασε αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποία δέν ἔπραξε τίποτε, ἀλλ' ὄχι μᾶλλον τὴν πρώτη πού εἶναι ὑπερεξαίρετη, διὸ καὶ ὁ Μωυσῆς τὴν εἶπε «μία» καὶ ὄχι πρώτη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς παρήγαγε τὸ σύμπαν μονομιᾶς ἀπὸ τὸ μὴ ὂν καὶ τὸ περιέλαμψε μὲ νέο φῶς, ἂν καὶ δέν εἶχε ἐπιβάλει ἀκόμη τὸν κατάλληλο διάκοσμο, φέροντας τὸ καθένα σὲ τάξι, καὶ εἶδος; Πῶς, ἂν ὄχι αὐτὴν τὴν πρώτη, δέν εὐλόγησε τὴν ἔπειτα ἀπὸ αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποία ἐστερέωσε καὶ ἐτέντωσε τὸ μεγάλο τοῦτο κύτος, ἐννοῶ τὸν γύρω μας πρῶτον οὐρανό, μετὰ τὸν πρῶτο δὲ κι' ἐκεῖνον τὸν δεύτερο; Πῶς ὄχι τὴν ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ πάλι ἤ τίς ἐπόμενες, κατά τίς ὁποῖες καὶ ἡ γῆ συστάθηκε, ἀφοῦ ὑποχώρησαν τὰ ὕδατα κι' ἔλαβε ὅλον τὸν σύμφυτο σ' αὐτὴν διάκοσμο καὶ ὁ οὐρανὸς ἐδέχθηκε τοὺς δύο μεγάλους φωστῆρες σὰν ὀφθαλμοὺς καὶ διὰ προστάγματος ἐπῆραν ἀπὸ τὰ ὕδατα ὑπόστασι τὰ πετεινὰ καὶ τὰ κολυμβητικὰ κατὰ γένος; 

 Για να παραλείψωμε λοιπὸν κι' αὐτές, γιατὶ δέν εὐλόγησε μᾶλλον τὴν ἕκτη, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνο παρήγαγε ἀπὸ τή γῆ ψυχὲς ζωντανὲς ἑρπετῶν κἀν τετραπόδων, ἀλλὰ καὶ ἐπέδειξε ἔργο ἄξιο τῆς βουλῆς Του, συγκεφαλαιώνοντας τὸ σύμπαν, συγκεντρώνοντας σ' ἕνα τὴν αἴσθησι καὶ τὸ νοῦ, καὶ τὸ σπουδαιότερο, ἐμβάλλοντας καὶ τὸν ἑαυτὸ του διὰ τῆς θείας του χάριτος, ἀνέδειξε τὸν ἄνθρωπο γνωστικὸ ζῶο ἐπάνω στή γῆ κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι; Πῶς λοιπὸν δέν εὐλόγησε καὶ ἁγίασε αὐτήν, ἀλλὰ τὴν ἑβδόμη, ποῦ εἶναι ἡμέρα ἀπραξίας; Θέλοντας λοιπὸν νά ἐκθέσω τὸ πρᾶγμα καὶ νά λύσω τὴν ἀπορία, εἶναι ἀναγκαῖο γιά τοὺς λογιωτέρους μάλιστα ἀπὸ τοὺς συναθροισμένους νά ἐλέγξω πρῶτα ἐκείνους πού δέν τὸ ἐξέθεσαν καλῶς. Πραγματικὰ μερικοὶ ἐκθειάζουν τὸν ἀριθμὸ τοῦτο, ὁ Ἰώσηπος καὶ ὁ Φίλων, καὶ ὅσοι, σύμφωνοι μὲ αὐτούς, λέγουν ὅτι εἶναι ἀγέννητος, ἀλλὰ καὶ παρθένος ἀφοῦ δέν γεννᾶ, ὅπως κατ' αὐτοὺς εἶναι καὶ τὸ θεῖο διότι δέν μπόρεσαν νά ἐννοήσουν ὅτι ὁ Θεὸς καὶ γεννῶντας δέν ἀποβάλλει τὴν παρθενία διότι γεννᾶ χωρὶς συνένωσι, ἀρρεύστως καὶ ἀπαθῶς. Ἄλλοι διατείνονται ὅτι γι' αὐτὸ μόνο ἡ ἑβδόμη ἀπό τίς ἡμέρες ἐπέτυχε τὴν θεία εὐλογία, ψευδολογώντας ὄχι μόνο κατὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἀθετοῦν τὴν γονιμότητα ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς ἰδίας τῆς ἑβδόμης διότι κάθε ἀριθμὸς γεννᾶται ἀπὸ μονάδα, ἡ δὲ ἑβδομὰς εἶναι ἀριθμός, ἄρα ὄχι ἀγέννητος. Ἀλλά, λέγουν, δέν γεννᾶται ἀπὸ κάποιον ἄλλον τῶν μετὰ τὴν μονάδα πολλαπλασιαζόμενον ἀλλὰ ἀγέννητος δέν εἶναι αὐτός πού δέν γεννᾶται ἀπὸ πολλούς, ἀλλ' αὐτός πού δέν γεννᾶται ἀπὸ κανένα, πρᾶγμα πού δέν ἔχει ἡ ἑβδομάς. 

Ἔπειτα, ἂν ἡ ἡμέρα εὐλογήθηκε ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς εἶναι τέτοιος, πολὺ περισσότερο θὰ ἐταίριαζε τοῦτο, ἂν ἐδεχόταν τὴν εὐλογία ἡ πρώτη, καὶ μάλιστα ἀφοῦ ὁ Μωυσῆς τὴν εἶπε, μία διότι ἡ μονὰς εἶναι ἐντελῶς ἀγέννητη. Ἀλλὰ αὐτή, λέγουν, πολλαπλασιαζόμενη εἶναι καὶ γεννητικὴ κάθε ἀριθμοῦ ἀπὸ τοὺς εὑρισκομένους μέσα στήν δεκάδα, ἡ δὲ ἑβδομὰς δέν εἶναι γεννητικὴ κανενὸς ἀριθμοῦ μέσα στή δεκάδα, καὶ γι' αὐτὸ εἶναι παρθένος. Ἔστω λοιπὸν παρθένος αὐτή πού δέν γεννᾶ καθόλου, ὄχι βέβαια ἀναγκαίως, ἀλλ' ἔστω αὐτὴ δέ πού δέν γεννᾶ ὀλίγα ἀλλὰ πολλά, ὄσο περισσότερα γεννᾶ τόσο μακρότερα εἶναι ἀπὸ τὴν παρθενία ὁπωσδήποτε. Ἡ ἑβδομὰς λοιπόν, πολλαπλασιαζόμενη καὶ συνθετομένη ἀπὸ τοὺς μέσα στήν δεκάδα δέν γεννᾶ κανένα, ἀλλὰ γεννᾶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄνῳ τῆς δεκάδος πῶς λοιπὸν εἶναι παρθένος; Ἀλλὰ ξεφεύγοντας τίς λαβὲς μας ἀνεβαίνουν κατὰ κάποιον τρόπο στή σελήνη καὶ τοὺς πλανῆτες, λέγοντας ὅτι οἱ μὲν πλανῆτες εἶναι ἑπτά, ἡ δὲ σελήνη σ' ἑπτὰ ἡμέρες διχοτομεῖται, σὲ ἄλλες ἑπτὰ γίνεται πανσέληνος καὶ σὲ ἴσα διστήματα ἐπιστρέφει πάλι. Διότι ἀγνοοῦν ὅτι, ἂν ὁ ἑπτὰ εἶναι γι' αὐτὰ σεπτός, καὶ οἱ ἄλλοι ἀριθμοί εἶναι ἐξ ἴσου, καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἡ ἀρχὴ των, διότι ὅλος ὁ αἰσθητὸς κόσμος εἶναι ἔνας καὶ ὅλος ὁ οὐρανὸς ἕνας, ἢ ὄχι παραπάνω ἀπὸ δύο καὶ ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος στό σύμπαν καὶ μιά ἡ σελήνη, γιά νά μὴ λέγω ὅτι τὰ πάντα συγκροτοῦνται ἀπὸ τὸ ἕνα τοῦ πρὸ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐπὶ πάντων Θεοῦ, κηρύττοντα σ' αὐτούς πού κατανοοῦν ὀρθῶς τὴν ἀληθινὴ ἑνότητα. 

 Ἐκεῖνοι λοιπόν πού ἐγκωμιάζουν τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ τέτοια πράγματα χωρὶς να τὸ καταλάβουν ἐγκωμιάζουν ὄχι μόνο αὐτὴν ἀλλὰ κάθε ἀριθμό διότι ὁ καθενὰς τους εὐλόγως ἔχει τέτοια προσόντα. Ἐπειδὴ πραγματικὰ ὁ ἀριθμὸς ἐκτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα, ὅλα δὲ τὰ κτισθέντα ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι καλὰ καὶ πολὺ καλά, ὅπως διὰ τοῦ Μωσέως ἐμαρτύρησε ὁ ἴδιος ὁ κτίστης, ὅ,τι μέρος ἀριθμοῦ καὶ ἂν λάβει καὶ ἐξετάσει, θὰ τὸ εὔρη καλὸ καὶ πολὺ καλό, θαυμασίως ταιριαστὸ κατά τις ἀναλογίες στόν ἑαυτὸ τοῦ καὶ στά ἄλλα. Δέν διαφέρει ὅμως ἡ μιά ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἄλλη ἁπλῶς καὶ μόνο γιά τὸν ἀριθμό διότι ὁ Μωυσῆς κατὰ κανένα τρόπο δέν ἐμφάνισε τὸν Θεὸ ὡς ἐπαινετὴ τοῦ ἀριθμοῦ, ἀλλὰ ἱστόρησε ὅτι τὰ καθημερινῶς παραγόμενα ἀπὸ αὐτὸν τὰ ἐπαινοῦσε κατὰ σειρά ἑπομένως οὔτε ἡ ἑβδόμη ἡμέρα δέν εἶναι ἀξία ἐπαίνου ἐξ αἰτίας τοῦ ἀριθμοῦ. Λέγομε λοιπὸν ἐμεῖς γιά ποιὸ λόγο ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἁγιασε ἰδιαιτέρως αὐτήν, λαμβάνοντας ἀφορμὲς ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς λόγους τοῦ Μωσέως. Διότι λέγει, «κατέπαυσε ὁ Θεὸς τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ που ἐξετέλεσε». Ἔπειτα προσθέτοντας, ὅτι «καὶ εὐλόγησε ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα τὴν ἑβδόμη καὶ τὴν ἁγίασε», ἀναφέρει εὐθὺς ἀμέσως καὶ τὴν αἰτία τῆς εὐλογίας, λέγοντας πάλι αὐτὸ τὸ ἴδιο, ὅτι «κατ' αὐτὴν κατέπαυσε ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα Του, τὰ ὁποῖα ἄρχισε νά ἐκτελεῖ». Ἑπομένως ὑπάρχουν ἔργα τοῦ Θεοῦ πού οὔτε ἄρχισε νά ἐκτελεῖ οὔτε ἔπαυσε νά ἐκτελεῖ, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας ἀπεκάλυψε λέγοντας, «ὁ Πατήρ μου ἐργάζεται ἕως τώρα, κι ἐγὼ ἐργάζομαι». 

Ἀλλά ποθεῖτε νά μάθετε ἀκόμη σαφέστερα ποία εἶναι αὐτὴ ἡ κατάπαυσις καὶ πῶς θὰ εἰσέλθωμε κι' ἐμεῖς σ' αὐτήν; Ἂν γνωρίσωμε τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς δέν ἄρχισε, ἀφοῦ εἶναι ἄναρχα, θ' ἀντιληφθοῦμε ἀκόμη καλύτερα κι' αὐτὴν τὴν κατάπαυσι καὶ τὴν πρὸς αὐτὴν εἴσοδο. Ποία λοιπὸν εἶναι αὐτὰ τὰ ἔργα; Ἂς μᾶς δώσει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀπαντήσεως ὁ ψαλμῳδὸς προφήτης γράφοντας περὶ τοῦ Θεοῦ, «ἔργα τῶν χεριῶν τοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ κρίσις»· Ἄναρχο λοιπὸν καὶ ἄπαυστο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ γνῶσις τῶν ὄντων καὶ ἡ πρόγνωσις αὐτῶν που θὰ γίνουν, ποὺ δέν θ' ἀστοχήση κανείς, ἂν τὰ εἰπῆ ἀλήθεια. Ἄναρχο καὶ ἄπαυστο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κρίσις καὶ ἡ πρόνοια διότι τὰ ὄντα ἐχρειάζονταν καὶ πρὶν ἀπὸ τή γένεσι τους κρίσι κἄν πρόνοια, διότι πρέπει νά γίνουν καὶ μετὰ τὴν γένεσι τους νά μὴ ἀπογίνουν παράκαιρα ἢ ἄλλα μὲν νά μεταγίνωνται κατὰ καιρὸ πρὸς ὠφέλεια τῶν ἰδίων ἢ τοῦ σύμπαντος, ἄλλα δὲ νά διαμένουν ἀναλλοίωτα. Ἄναρχο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς ἑαυτὸν διότι ἐκινεῖτο ἀνάρχως μὲ τὴν θεωρία ἑαυτοῦ. 

 Ἄλλο αἴτιο εἶναι ὅτι, αὐτός πού συνέστησε τὸ σύμπαν σὲ ἕξι ἡμέρες, προέβλεπε καὶ τὴν ἐκτροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ χειρότερο καὶ τὴν ἐξ αἰτίας αὐτῆς στροφὴ πρὸς τή γῆ καὶ τὴν καταστροφὴ ἕως τὸν ἄδη καὶ τὴν κάθειρξι σ' αὐτόν, τὴν παλαίωσι καὶ ἀχρήστευσι ὅλου τοῦ κόσμου τούτου γιά τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν μελλοντικὸ ἀνακαινισμὸ τούτου διὰ τῆς ἀναστάσεώς Του. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀνακαίνισις ἐνεργήθηκε κατὰ τὴν κατάβασι τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ στόν ᾄδη διὰ τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἐκεῖ μαρτυρουμένη ἀνάκλησι τῶν ψυχῶν ἀπὸ αὐτὸν τὸ Σάββατο καὶ αὐτὸ λοιπὸν προέβλεπε τὸ ἔργο τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, καὶ γι' αὐτὸ εὐλόγως αὐτὴν μόνο ἀξίωσε τῆς εὐλογίας αὐτῆς. Ἀλλὰ προετοιμάσθηκε μὲν τοῦτο ἀδήλως κατὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, δηλαδὴ τὸ Σάββατο, ἐφάνηκε δὲ κι ἐκτελέσθηκε τὸ ὅλο καθαρῶς, μὲ ἀνάκλησι καὶ τοῦ σώματος στήν ἀφθαρσία, κατὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα διὰ τῆς δεσποτικῆς ἀναστάσεως, γι' αὐτὸ αὐτὴ ὀνομάζεται ἀπὸ ἐμᾶς καταλλήλως Κυριακή. Ὥστε ὅ,τι εἶναι ἡ Παρασκευὴ ἀπέναντι στο Σάββατο, τοῦτο εἶναι ὡς πρὸς τὴν Κυριακὴ τὸ Σάββατο, διότι ὑπερέχει αὐτοῦ σαφῶς ὄσο ἡ τελειότης καὶ ἡ ἀλήθεια ὑπερέχουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸν τύπο καὶ τὴν σκιά, τόση ὑπεροχὴ καὶ ἱερότητα ἔχει ἡ Κυριακὴ ἐξ αἰτίας τοῦ ὑπερευλογημένου τέλους κατ' αὐτὴν καὶ τῆς ἐλπιζομένης κατ' αὐτὴν κοινῆς ἀναστάσεως ὅλων, τὴν τελεία εἴσοδο τῶν ἀξίων στή θεία κατάπαυσι καὶ τὴν ἀναστοιχείωσι ὅλου τοῦ κόσμου. 

Ἑπομένως ὄσο θὰ μποροῦσε νά εἴπη κανείς, ἐγκωμιάζοντας τὴν ἑβδόμη, αὐτὰ ἀναφέρονται μὲ τὸ παραπάνω στήν ὀγδόη· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ τελείωσις ἐκείνης. Αὐτῆς τῆς ὀγδόης τὴν τιμή, δηλαδὴ τῆς Κυριακῆς, εἰσήγαγε ἐμμέσως ὁ Μωυσῆς. Διότι τὸ Ἰωβηλαῖο ἔτος, ποὺ ἀπὸ ἐκεῖνον θεωρεῖται καὶ ὀνομάζεται ἔτος ἀφέσεως, δέν ἀριθμεῖται στίς κατὰ τὸν νόμο ἀριθμούμενες ἑβδομάδες τῶν ἐτῶν, ἀλλὰ εἶναι ἔπειτα ἀπὸ ὄλες ἐκεῖνες καὶ ὄγδοο, ἀναφαινόμενο μετὰ τὴν τελευταία ἑβδομάδα τῶν ἐτῶν ἐκείνων. Τοῦτο πράττει ὁ Μωυσῆς καὶ στίς ἑβδομάδες τῶν ἑβδομάδων τῶν ἡμερῶν. Ὁ νομοθέτης ὅμως δέν εἰσήγαγε μόνο ἔτσι ἐμμέσως τὴν τιμὴ τῆς ὀγδόης ἡμέρας, ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζομε Κυριακὴ ὡς ἀφιερωμένην στήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἑορτή πού ὀνομάζει «τῶν Σαλπίγγων» τὴν καλεῖ ἐξόδιον, δηλαδὴ τέρμα καὶ τελείωσι ὅλων τῶν ἑορτῶν. Κατ' αὐτὴν λοιπὸν λέγει φανερὰ ὅτι καὶ ἡ ὀγδόη ἡμέρα θὰ εἶναι γιά μᾶς, προκαταγγέλλοντας τὸν θεῖο καὶ ἔνδοξο καὶ σεβάσμιο χαρακτῆρα τῆς Κυριακῆς πού θὰ πραγματοποιηθεῖ μετὰ τὴν παρέλευσι ὅλων τῶν μωσαϊκῶν θεσμῶν. 

 Ὤστε καὶ αὐτὸς ἐτίμησε ἔτσι τὴν ἑβδόμη, διότι ὁδηγεῖ στήν ὀγδόη τὴν πραγματικὰ τιμία. Καί, ὅπως ὁ δοσμένος δι' αὐτοῦ νόμος εἶναι τίμιος, ἁπλῶς ὡς εἰσηγητὴς στόν Χριστό, ἔτσι καὶ ἡ ἑβδόμη εἶναι τιμία διότι εἰσάγει στήν ὀγδόη, κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, σὰν νά εἶναι καὶ αὐτὴ ὀγδόη. Καθὼς δηλαδὴ μετὰ τὴν ἑβδόμη ἀριθμεῖται ἡ ὀγδόη ἡμέρα, ἔτσι ἐξετάζοντας θὰ εὕρῃς, μετὰ τὴν ἑβδόμη τῶν ἀναστάσεων νεκρῶν ἀνέκαθεν, ὅτι ὀγδόη εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνο διότι ἐτελέσθηκε τὴν ὀγδόη ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ὀγδόη στόν ἀριθμὸ ὡς πρὸς ἐκεῖνες πού συνέβηκαν πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἴδια δὲ καὶ πρώτη ὡς πρὸς τὴν ἐλπιζομένη ἀνάστασι ὅλων τῶν πιστῶν στό Χριστὸ ἢ ἐξανάστασι, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἀνυμνεῖται ὡς ἀπαρχὴ τῶν κοιμημένων καὶ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. Κατὰ τὸν ἴδιο δὲ τρόπο ἡ Κυριακὴ ἡμέρα δέν εἶναι μόνο ὀγδόη ἀπό τίς ἀριθμούμενες πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ πρώτη τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτήν, ὥστε αὐτὴ νά εἶναι ἐκ περιτροπῆς ἐκείνη ἡ ἰδία, ἡ καινὴ καὶ πρώτη ὅλων τῶν ἡμερῶν, τὴν ὁποία ἐμεῖς μὲν καλοῦμε Κυριακή, ὁ δὲ Μωυσῆς ὠνόμασε ὄχι πρώτη ἀλλὰ «μία», ὡς ὑπερυψωμένη ἀπό τίς ἄλλες καὶ ὡς προοίμιο τῆς μιᾶς καὶ ἀνέσπερης ἡμέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. 

Αὐτήν λοιπὸν τή δύναμι καὶ χάρι παρέσχε ὁ Κύριος, ἐμφανισθεὶς κατὰ τὴν ἰδία τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεώς Του, ποὺ πάντως ἦταν Κυριακή ἔπειτα παραλείποντας τίς ἐνδιάμεσες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, κατὰ τὴν ὀγδόη, δηλαδὴ τὴν Κυριακή πού ἔχομε σήμερα, ἔρχεται πάλι στήν ἴδια οἰκία, γιά νά ἐγκαινιάση τὴν πανήγυρί του καὶ ὁδηγήση τὸν διστακτικὸ Θωμᾶ πρὸς τὴν πίστι διότι κατὰ τὸν ἀγαπημένο εὐαγγελιστή καὶ μαθητὴ τοῦ Σωτῆρος, «ἔπειτα ἀπὸ ὀκτώ ἡμέρες οἱ μαθηταὶ ἦσαν πάλι μέσα καὶ ἀνάμεσα τους ὁ Θωμᾶς ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ οἱ θύρες ἦσαν κλειστές, ἐστάθηκε στή μέση τοὺς καὶ λέγει σ' αὐτούς, εἰρήνη σ' ἐσᾶς». 

Βλέπετε ὅτι Κυριακὴ συνέβηκαν καὶ ἡ συνάθροισις τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτούς; Διότι Κυριακὴ ἦταν, ὅταν γιά πρώτη φορὰ ἦλθε σὲ συνάθροισι τους, καὶ μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες πάλι Κυριακὴ ἔρχεται σὲ σύναξι τους. Ἐκεῖνες τίς συνάξεις εἰκονίζει διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ να ἐπιτελῆ κυρίως κατὰ Κυριακή τίς συνάξεις, ὅπου κι' ἐμεῖς εὐρισκόμαστε ἀνάμεσα σας καὶ κηρύττομε δημοσία τὰ χρήσιμα γιά τὴν σωτηρία καὶ ὁδηγοῦμε πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν εὐσεβή βίο. 

 Κανένας λοιπὸν νά μὴ ἀπουσιάζη ἀπὸ αὐτές τίς ἱερὲς καὶ θεοπαράδοτες συνάξεις εἴτε ἀπὸ ῥᾳθυμία εἴτε ἀπὸ τὴν συνεχῆ ἀσχολία μὲ τὰ γήινα, ὥστε νά μὴ ἐγκαταλειφθεῖ δικαίως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πάθη κάτι παρόμοιο μὲ τὸν Θωμᾶ πού δεν ᾖλθε στήν ὥρα του κι' ἂν πνιγμένος ἀπό τίς φροντίδες ἀπουσιάση μιά φορά, νά ἀνταποδώσῃ τὴν ἑπομένη, φέροντας τὸν ἑαυτὸ του στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μὴ μείνει ἀμείωτος, ἀφοῦ, ἐνῶ ἀσθένησε κατὰ τὴν ψυχὴ στήν ἀπιστία μὲ ἔργα καὶ λόγια, δέν προσῆλθε στό ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ καὶ δέν ἐδέχθηκε τὴν ἱερὰ ἰατρεῖα, ὅπως ὁ θεῖος Θωμᾶς. Ὑπάρχουν πραγματικά, ὑπάρχουν ὄχι μόνο λογισμοὶ καὶ λόγοι, ἀλλὰ καὶ ἔργα καὶ πράξεις πίστεως (διότι, λέγει, «δεῖξε μου τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου»), ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἂν ἐκπέση κανεὶς τελείως ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιδιδόμενος ἀποκλειστικῶς στά μάταια, ἔχει τὴν πίστι νεκρά, δηλαδὴ ἀνυπάρκτη, γινόμενος κι' αὐτὸς νεκρὸς διὰ τῆς ἁμαρτίας. 

 Ἀλλ' ἀποροῦν μερικοί, πῶς μὲ κλειστὲς θύρες εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς ἔχοντας σῶμα; Διότι, ὅπως φαίνεται, δέν γνωρίζουν νά συγκρίνουν τὰ πνευματικὰ μὲ τὰ πνευματικὰ καὶ νά τὰ κατανοοῦν δι' ἀλλήλων, ὅπως λέγει ὁ θεῖος ἀπόστολος. Διότι, ἂν δέν ἔφθειρε τή μήτρα τῆς Παρθένου πού τὸν ἐγέννησε κατὰ σάρκα, ἀφοῦ δέν τὴν ἔθιξε κατὰ τὴν γέννησί Του ἀλλὰ διετήρησε σώα τὰ σημεῖα τῆς παρθενίας, μ' ὅλο πού τότε ἔφερε παθητὸ καὶ θνητὸ σῶμα, τὶ τὸ παράδοξο, ἂν τώρα, ποὺ ἀπαθανάτισε τὸ ἀνθρώπινο πρόσλημμα καὶ ἔχει ἀθάνατο σῶμα, εἰσῆλθε ἀπὸ κλειστὲς θύρες; Ἀλλὰ ἐπειδὴ πάντως εἶχε ἀθάνατο καὶ ἀπαθὲς σῶμα, πὼς λοιπὸν εἶχε τίς οὐλὲς καὶ τὰ τρυπήματα στά χέρια καὶ τὴν πλευρά; Διότι λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Θωμᾶ «φέρε ἐδῶ τὸν δάκτυλό σου καὶ ἰδὲ τὰ χέριά μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε τὸ στήν πλευρά μου καὶ νά μὴ εἶσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Πῶς εἶχε λοιπόν τίς οὐλές; Βέβαια θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα δέν θὰ μποροῦσε νά ἐπιδείξει οὐλὲς καὶ τρυπήματα καὶ παρ' ὅλα αὐτὰ να μένῃ σῶο καὶ ὑγιές τὸ δὲ ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατο μπορεῖ καὶ οὐλὲς νά δείξει καὶ τρυπήματα, ποὺ ἔπαθε πρωτύτερα, σὲ ὅσους θέλει, καὶ παρ' ὅλα αὐτὰ νά μένει ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατο. 

 Ἐπομένως, ἀδελφοί, ἂς συναθροιζώμαστε καὶ ἂς ἐπισκεπτόμαστε συχνὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ διότι κάθε πραγματικὰ εὐλαβὴς παρευρίσκεται καὶ παραμένει σ' αὐτὴν χωρὶς ἀπουσίες. Καὶ ὅταν ὁ καθενὰς σας ἔλθει σ' αὐτήν, ἂς παρατηρεῖ τοὺς εὐλαβέστερους, ποὺ μπορεῖ νά τοὺς διακρίνει καὶ μόνο μὲ τή θέα τῆς παραστάσεως σὲ σιωπὴ καὶ προσοχή. Ἂς παρατηρεῖ λοιπὸν τοὺς εὐλαβέστερους καὶ σεβόμενους τὸν Κύριο περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ πλησιάζοντας ἂς προσκολλᾶται σ' αὐτοὺς καὶ ἂς συμπαραστέκεται στόν Θεὸ μαζὶ μὲ αὐτούς. Κι ἂν ἐξέλθει ἀπὸ ἐδῶ μετὰ τὴν ἀπόλαυσι, σὲ ἡμέρα Κυριακή, σχολάζοντας ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἔργα γιά τὸν Κύριο, τοῦ ὁποίου ἐπώνυμος εἶναι αὐτή, ἂς ἀναζητεῖ μὲ ἐπιμέλεια, μήπως κάποιος μιμούμενος τοὺς Ἀποστόλους ἐκείνους μένει τὸν περισσότερο χρόνο κατάκλειστος, ποθῶντας νά ἐπικοινωνήση πρὸς τὸν Κύριο διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ψαλμωδίας σὲ ἡσυχία, καθὼς καὶ διὰ τῆς ἄλλης διαγωγῆς. Ἂς προσέλθει λοιπὸν καὶ αὐτὸς σ' ἐκεῖνον, ἂς εἰσέλθει στήν οἰκία του μὲ πίστι, σὰν σὲ οὐράνιο χῶρο πού ἔχει μέσα τὴν ἁγιαστικὴ δύναμι τοῦ Πνεύματος· ἂς παρακάθεται μὲ τὸν ἔνοικο, ἂς παραμένει μαζὶ Του, ὅσο μπορεῖ, καὶ ἂς συνομιλεῖ μαζὶ του περὶ Θεοῦ καὶ θείων πραγμάτων, ἐρωτῶντας, μαθαίνοντας μὲ ταπείνωσι κι ἐπικαλούμενος τὴν βοήθεια δι' εὐχῆς. Πράττοντας ἔτσι θὰ ἔλθει καὶ πρὸς αὐτὸν ἀοράτως - τὸ γνωρίζω καλὰ - ὁ Χριστὸς καὶ θὰ προσφέρει τὴν εἰρήνη μέσα στό λογικὸ τῆς ψυχῆς, θ' αὐξήσει τὴν πίστι, θὰ δώσει μεγαλύτερη δύναμι στόν στηριγμὸ καὶ στόν καιρὸ του θὰ τὸν κατατάξει μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς Του στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.


Εκτύπωση   Email