Ὁ Μέγας Ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανείων

 

megas agiasmosΜία ἀπό τις πιὸ γνωστὲς  Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι αὐτὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ παρουσιάζεται σὲ δύο τύπους, τὸν μεγάλο καὶ τὸν μικρὸ Ἁγιασμό. Μέγας Ἁγιασμὸς ὀνομάζεται ἡ Ἀκολουθία που τελεῖται στό Ναὸ  στίς 6 Ἰανουαρίου εἰς ἀναμνήσῃ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μικρὸς Ἁγιασμὸς εἶναι ὁ συνήθως τελούμενος στούς Ναοὺς κατὰ τὴν 1η ἑκάστου μηνὸς καὶ σὲ διάφορες ἄλλες περιπτώσεις (θεμελιώσεις οἴκων, ἐγκαίνια καταστημάτων, δημοσίων ἔργων κτλ.).

Μεγάλος Ἁγιασμὸς φυλάσσεται ὅλο τὸ χρόνο στό Ναό, σὲ εἰδικὴ φιάλη. Σκοπὸς τῆς πράξῃς αὐτῆς εἶναι ἡ διευκόλυνση τῶν πιστῶν καὶ ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τους: ὅταν κάποιος εἶναι ἀσθενὴς «εἰς ἁγιασμὸν καὶ ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος» καὶ στήν περίπτωσή πού κάποιος χριστιανὸς δέν μπορεῖ νά μεταλάβει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γιατὶ διατελεῖ κάτω ἀπὸ κάποιο παιδαγωγικὸ ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ του. 

Μέγας Ἁγιασμὸς σὲ καμία περίπτωση δέν δύναται νά ὑποκαταστήσει τήν μεταλήψη τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Δέν θεωρεῖται ὑποκατάστατο, οὔτε ὅμοιο καὶ ἰσότιμο. Ἁπλῶς δίδεται ὡς μία παρηγορία στούς χριστιανούς πού δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν καὶ γιά νά ἐνισχυθοῦν στόν ἀγῶνα τους γιά τὴν μετάνοια.

Στήν πρώτη Ἐκκλησία τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων γινόταν ἡ Βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλαδὴ τῶν νέων χριστιανῶν (ὅπως τὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς). Τὰ μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ Ἁγιασμὸς τοῦ ὕδατος γιά τὴν τελετὴ τοῦ Βαπτίσματος. Ἀργότερα ὅμως ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπὸ αὐτὴ τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλὰ στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια οἱ πιστοὶ νά παίρνουν ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερὸ «πρὸς ἁγιασμὸν οἴκων» ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστικὴ εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. 

Τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων νηστεύουμε ὡς προπαρασκευὴ γιά τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ ἀκολουθεῖ. Αὐτὸ ἄλλωστε συμβαίνει μὲ ὄλες τίς μεγάλες ἐορτὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἐπικράτησε  νωρὶς (δηλ. τὴν παραμονή) γιά δύο λόγους: Πρὶν ἀπὸ κάθε Δεσποτικὴ ἑορτή (πού ἀναφέρεται δηλαδὴ στό πρόσωπο τοῦ Δεσπότῃ Χριστοῦ) προηγοῦνταν νηστεία γιά τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων σὰν προετοιμασία για τὴν γιορτή, ὅπως προαναφέραμε. Νηστεύουμε μόνο μία ἡμέρα γιά τήν μεγάλῃ αὐτῇ ἑορτή καὶ ὄχι περισσότερες ἡμέρες γιατὶ βρισκόμαστε σὲ ἐορταστικὴ περίοδο, τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο. Ἐπίσης, παλαιὰ συνήθεια ἤταν αὐτοί πού θὰ βαπτίζονταν νά νηστεύουν καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς οἱ ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς ἀλλὰ καὶ ἄλλοι χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικὰ νηστεία «ὑπὲρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπὸν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ ἡ νηστεία, χωρὶς να ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξὺ αὐτῶν. Μολαταύτα ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς, πρέπει σὲ κάθε περίπτωση νά τηρηθεῖ. Ἀπαραίτητη ὅμως εἶναι καί  ἡ πνευματικὴ νηστεία.

Γι’ ὅσους  πίνουν Μεγάλο Ἁγιασμό ἐπειδή  δέν μποροῦν νά μεταλάβουν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἂς νηστεύουν ὄσο ὁρίσει σὲ αὐτοὺς ὁ Πνευματικὸς τους, «ἀπέχοντες ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκός τε καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».

Ἁγιασμὸς εἶναι πράγματι ἕνα πολύτιμο καὶ ἱερότατο πνευματικὸ ἐφόδιο, τὸ ὁποῖο μὲ πολὺ σοφία προσφέρει ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅλους μας. Μέσῳ αὐτοῦ ὁ πιστὸς ἐξαγιάζεται, χαριτώνεται καὶ ἐνδυναμώνεται στόν πνευματικὸ ἀγῶνα του.


Εκτύπωση   Email