Ὁμιλία στήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

img3 15 Ἕνας ἄνθρωπος βαδίζε στό δάσος. Ἤθελε νά διαλέξει ἕνα καλὸ δέντρο, ἀπ' ὅπου θὰ ἔβγαζε δοκάρια γιά τή σκεπή τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεῖ εἶδε δύο δέντρα, τὸ ἕνα δίπλα στό ἄλλο. Τὸ ἕνα ἦταν ἴσιο, λεῖο καὶ ψηλό, ἄλλα τὸ ἐσωτερικὸ του, ὁ πυρῆνας του, ἦταν σάπιο. Τὸ ἄλλο εἶχε ἀνώμαλη ἐπιφάνεια κι ὁ κορμὸς του ἔδειχνε ἄσχημος. Τὸ ἐσωτερικὸ του ὅμως ἦταν γερό. Ὁ ἄνθρωπος ἀναστέναξε καὶ εἶπε: «Σὲ τί μπορεῖ νά μοῦ χρησιμεύσει τὸ ψηλὸ καὶ ἴσιο αὐτὸ δέντρο, ἀφοῦ τὸ μέσα του εἶναι σάπιο κι ἀκατάλληλο γιά δοκάρια; Τὸ ἄλλο μοιάζει ἀνώμαλο, ἄσχημο, ἄλλα τουλάχιστο τὸ μέσα του εἶναι γερό. Ἔτσι, ἂν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορῶ νά τὸ διαμορφώσω καὶ νά τὸ χρησιμοποιήσω γιά δοκάρια στό σπίτι μου». Καὶ χωρὶς νά τὸ σκεφτεῖ περισσότερο, διάλεξε τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τὸ γερό. Τὸ ἴδιο θὰ κάνει κι ὁ Θεὸς γιά νά ξεχωρίσει δύο ἀνθρώπους πού βρίσκονται μέσα στό Ναὸ Του. Δὲν θὰ διαλέξει ἐκεῖνον πού φαίνεται ἐπιφανειακὰ δίκαιος, ἀλλὰ τὸν ἄλλον, ἐκεῖνον πού ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη μὲ τὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὑπερήφανοι ἔχουν τὰ μάτια τους διαρκῶς ὑψωμένα πρὸς τὸ Θεό. Οἱ καρδιὲς τους ὅμως εἶναι κολλημένες στή γῆ. Αὐτοὶ δέν εὐαρεστοῦν στό Θεό. Εὐάρεστοι στό Θεὸ εἶναι οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι, οἱ πρᾶοι, ποὺ ἔχουν τὰ μάτια τους χαμηλωμένα στῇ γῆ, μὰ οἱ καρδιὲς τους εἶναι γεμάτες οὐρανό. Ὁ Δημιουργὸς προτιμᾷ τοὺς ἀνθρώπους πού ὁμολογοῦν στό Θεό τίς ἁμαρτίες τους, ὄχι τὰ καλὰ τους ἔργα. Ὁ Θεὸς εἶναι γιατρός. Πλησιάζει στό κρεβάτι ὅπου κείτεται ὁ καθένας μας καὶ ῥωτάει: «Ποῦ πονάς;» Ὁ ἄνθρωπος πού ἀξιοποιεῖ τὴν παρουσία τοῦ γιατροῦ κοντὰ του καὶ τοῦ φανερώνει ὅλους τοὺς πόνους καί τίς ἀδυναμίες του, εἶναι σοφός. Ἐκεῖνος πού κρύβει τίς ἁμαρτίες του καὶ καυχιέται μπροστὰ στό γιατρό πώς εἶναι ὑγιής, εἶναι ἀνόητος. Λές κι ὁ γιατρὸς ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο γιά νά δεῖ πόσο καλὰ εἶναι κι ὄχι ἀπό τί πάσχει. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ ν' ἁμαρτάνεις εἶναι κακό, ὅταν ὅμως τὸ ὁμολογεῖς, μπορεῖς νά λάβεις βοήθεια. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνεις καὶ δέν τὸ παραδέχεσαι, δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά βοηθηθεῖς». Γι' αὐτὸ ἂς γίνουμε σοφοί, συνετοί. Ὅταν στεκόμαστε γιά νά προσευχηθοῦμε μπροστὰ στό Θεό, πρέπει νά νιώθουμέ πώς βρισκόμαστε μπροστὰ στόν πιὸ καλὸ καὶ πιὸ ἐλεήμονα γιατρό. Ἐκεῖνος ῥωτάει τὸν καθένα μας μὲ ἀγάπη καὶ μέριμνα: «Ποῦ πονάς;» Ἐμεὶς ἂς μὴν ἀμελήσουμε καθόλου νά τοῦ ἀποκαλύψουμε τὴν ἀρρώστια μας, νά τοῦ φανερώσουμέ τίς πληγὲς καί τίς ἁμαρτίες μας.


Εκτύπωση   Email