Ὁ Προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης

 

πσχεν μβρον, πρ τρτονφρων κτω,
Σχζει δὲ εθρονλας τρχων νω.
Δφρῳ νηρπγης περ εκδα, λα ππε.

   Profitis Hlias 02 Μέσα στή χορεία τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξεχωριστὴ εἶναι ἡ θέση τοῦ προφήτῃ Ἠλίᾳ. Στήν Καινὴ Διαθήκη τὸ ὄνομα τοῦ προφήτῃ Ἠλίᾳ ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατέρας τοῦ Προδρόμου, εἶπε πῶς ὁ Ἰωάννης θὰ ἐρχόταν«ν πνεματι κα δυνμει λιοῦ»» (Λουκ., κεφ. ἅ, στ. 17), θὰ εἶχε δηλαδὴ τὰ γνωρίσματα καὶ τὸ ζῆλο τοῦ προφήτῃ Ἠλίᾳ, θὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ προφήτης Ἠλίας, ὅπως ὁ λαὸς τὸν περίμενε νά ξανάρθει. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔδωσε μαρτυρία γιά τὸν πρόδρομο Ἰωάννη κι ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιό του, εἶπε πῶς αὐτὸς ἦταν ὁ Ἠλίας «Ἂν θέλετε, νά τὸ παραλεχθεῖτε, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας, ποὺ ἔμελλε νά ἔλθει».

Τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι οἱ μαθητὲς ἐπάνω στό ὅρος, κατὰ τή θείᾳ Μεταμόρφωση, εἴδαν τοὺς δύο Προφῆτες, τὸν Μωϋσὴ καὶ τὸν Ἠλία, νά συνομιλοῦν μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν τὴν ξεχωριστὴ θέση τοῦ προφήτῃ Ἠλίᾳ ἀνάμεσα στούς Προφῆτες καὶ μέσα στή συνείδηση τοῦ λαοῦ. Ἄκομα καὶ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκούοντας τή διδασκαλίᾳ καὶ βλέποντας τὰ θαύματά του, ἔβλεπαν τὸν προφήτῃ Ἠλίᾳ, ποὺ εἶχε ξανάρθει. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ῥώτησε: «Τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;». Κι οἱ μαθητὲς εἶπαν’ «Ἰωάννην τόν βαπτιστήν, Ἄλλοι δέ Ἠλίαν....».

   Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε τὸν 9 π.Χ. αἰῶνα καὶ ἤταν γιός τοῦ Σωβὰκ καὶ καταγόταν ἀπὸ τῇ Θέσβη (γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Θεσβίτης), τὸ σημερινὸ EliIstib, τῆς περιοχῆς Γαλαάδ, καὶ ἀνῆκε στήν φυλὴ τοῦ Ἀαρών. Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε μία θεία ὀπτασία: Δύο ἄνδρες λευκοφορεμένοι τὸν ὀνόμαζαν Ἠλία, τὸν σπαργάνωναν μὲ φωτιὰ καὶ τοῦ ἔδιναν φλόγα νά φάει. Τότε ὁ πατέρας του, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καὶ ἀφοῦ περιέγραψε τὴν ὀπτασία στούς ἱερεῖς, ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν ἑρμηνεύοντας τὴν ὀπτασία, ὅτι ὁ γιός του θὰ γίνει προφήτης καὶ θὰ κρίνει τὸ Ἰσραὴλ μὲ δίκοπο μαχαίρι καὶ φωτιά.

Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἄσκησε τὸ προφητικὸ του χάρισμα ἐπὶ 25 ἔτη στά χρόνια τοῦ βασιλέα Ἀχαάβ, ποὺ βασίλεψε στά 873 - 854 π.Χ. Ὁ Ἀχαὰβ καὶ μάλιστα ἡ γυναῖκα τοῦ Ἰεζάβελ ἦσαν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς κι ἐναντίον τους ἤταν ὁ πόλεμος τοῦ προφήτῃ Ἠλίᾳ. Ἡ Ἰεζάβελ, ποὺ δεν ἤταν ἰσραηλίτισσα καὶ γινόταν αἰτία νά νοθεύεται ἡ πίστη ἀπὸ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα, αὐτὴ λοιπὸν κυνήγησε πολὺ τὸν προφήτῃ Ἠλίᾳ, γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ἀναγκαζόταν διαρκῶς νά φεύγει καὶ νά κρύβεται. Ἡ Ἰεζάβελ κυνηγοῦσε τὸν προφήτῃ Ἠλίᾳ ὅπως ἡ Ἡρῳδιάδα τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.

   Πρῶτο μεγάλο σημεῖο, ποὺ ἔδωσε ὁ προφήτης Ἠλίας, ἤταν πού προσευχήθηκε καὶ δέν ἔβρεξε γιά τριάμισι χρόνια. Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Προφήτης κρυβόταν σὲ μιά σπηλιὰ σ’ ἕνα χείμαρρο πέρ’ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε λίγο νερό, κι ἔνας κόρακας τοῦ πήγαινε τροφὴ κάθε πρωί. Ὅταν στέρεψε τὸ νερό, ἔφυγε ὁ Προφήτης καὶ πῆγε στά Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας ὅλα αὐτὰ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε σὲ μιά χήρᾳ γυναῖκα, ποὺ εἶχε λίγο ἀλεύρι καὶ λίγο λάδι, κι ὅμως ἔτρωγαν ὅλο τὸν καιρὸ καὶ δέν ἔλειψαν. Ἡ χήρα γυναῖκα εἶχε ἔνα παιδὶ κι ἔτυχε νά ἀρρωστήσει καὶ νά πεθάνει. Τότε ὁ Προφήτης προσευχήθηκε κι ἀνάστησε τὸ παιδί.

  Δεύτερο μεγάλο σημεῖο, ποὺ ἔδειξε ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἤταν πού προσευχήθηκε κι ᾖλθε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μὲ προσταγὴ τοῦ βασιλέα Ἀχαάβ, μαζεύτηκαν τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες ψευτοιερεῖς, ποὺ τοὺς προστάτευε ἡ Ἰεζάβελ. Τότε ὁ προφήτης Ἠλίας τοὺς προκάλεσε σ’ ἕνα διαγωνισμό. Τοῦ εἶπε κι ἔβαλαν πάνω στό θυσιαστήριο τὰ ξύλα καὶ τὸ σφάγιο γιά θυσία, καὶ ἄρχισαν νά τρέχουν γύρῳ καὶ νά φωνάζουν ὅλη τὴν ἥμερα τὸν ψεύτικο θεὸ Βάαλ, γιά νά ῥίξει φωτιά «καὶ οὐκ ἦν φωνή καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις». Τότε ὁ Προφήτης τοὺς εἶπε: «Κάνετε πέρα! Τώρα θὰ κάνω ἐγὼ τή θυσίᾳ μου». Ἔκανε δικὸ του θυσιαστήριο, ἔβαλε κι ἔβρεξαν καλὰ τρεῖς φορὲς τὰ ξύλα μὲ νερὸ κι ὕστερα προσευχήθηκε. Ἔπεσε τότε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἀναποδογύρισε κι ἔκαψε ὁλόκληρο τὸ θυσιαστήριο.

Ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὁ λαὸς ἐπιασε τοὺς τετρακοσίους ψευτοϊερεῖς, κι ὁ προφήτης Ἠλίας τοὺς τιμώρησε αὐστηρά. Ἡ Ἰεζάβελ, ἀγριεμένη, κυνήγησε τὸν Προφήτῃ, κι ἐκεῖνος ἔφυγε ψηλὰ στό Χωρήβ, ἐκεῖ πού πρὶν πεντακόσια χρόνια ὁ Μωϋσῆς ἄκουσε τή φωνῇ τοῦ Θεοῦ κι εἶδε τή βάτο νά φλέγεται καὶ νά μὴν καίγεται. Ἐκεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας κρυβόταν σὲ μιά σπηλιά, κι ὁ Θεὸς τὸν δίδαξε ἕνα σπουδαῖο μάθημα. Τοῦ εἶπε: «Ἀνέβα ψηλὰ στήν κορυφή, καὶ θὰ δεῖς τὸ Θεό. Θὰ περάσει δυνατὸς ἀέρας θὰ γίνει σεισμός θὰ δεῖς φωτιὰ καὶ θὰ περάσει ἕνα ἀνάλαφρο καὶ δροσερὸ ἀεράκι. Ὁ Θεὸς δέν θὰ εἶναι οὔτε στή θύελλα οὔτε στό σεισμὸ οὔτε στή φωτιά, ἀλλὰ στό ἀνάλαφρο ἀεράκι».

  Ἄλλα θαυμαστὰ σημεῖα τοῦ πορφήτη Ἠλία ἤταν ὅτι διέσχισε τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μὲ τὴν μυλωτὴ τοῦ καὶ τέλος ὅτι ἀντὶ νά πεθανει ἀνεληφθη μὲ ἅρμα πυρός στόν οὐρανό.

 Νά σημειώσουμε, ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας, μετὰ ἀπὸ ὀκτῶ ἢ δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀναλήψη του, ἀπέστειλε γράμματα (ἴσως δι’ Ἀγγέλου) στόν βασιλέα Ἰωράμ, προβλέποντας τὸν θάνατο τοῦ ἐπειδὴ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ: «καλθεν ατν γραφ παρ᾿Ηλιο το προφτου λγων· τδε λγει Κριος Θες Δαυδ το πατρς σου· νθ' ν οκ πορεθης ν δ᾿Ιωσαφτ το πατρς σου καν δος ᾿Ασ βασιλως ᾿Ιοδα» (Παραλειπομένων Β’, κεφ. 21, στίχος 12).

Τὸ δὲ βιβλίο Σοφία Σειρὰχ ἀναφέρει ὅτι: «Καί νστη ᾿Ηλας προφτης ς πρ, κα λγος ατος λαμπς καετο.... ς δοξσθης, ᾿Ηλα, ν τος θαυμασοις σου· κα τς μοις σοι καυχσθαι; γερας νεκρν κ θαντου καξ δου ν λγΥψστου· καταγαγν βασιλες ες πλειαν κα δεδοξασμνους π κλνης ατν· κοων ν Σινλεγμν καν Χωρβ κρματα κδικσεως· χρων βασιλες ες νταπδομα κα προφτας διαδχους μετ᾿ ατν· ναληφθες ν λαλαπι πυρς ν ρματι ππων πυρνων.... μακριοι οδντες σε κα ον γαπσει κεκοσμημνοι, κα γρ μες ζω ζησμεθα.» (Σοφία Σειράχ,

μη΄, 1<-11>).

πολυτκιον 
χος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
νσαρκος γγελος, τν Προφητν κρηπίς, δεύτερος Πρόδρομος, τς παρουσίας Χριστο, λίας νδοξος, νωθεν καταπέμψας, λισαί τν χάριν, νόσους ποδιώκει, κα λεπρος καθαρίζει, δι κα τος τιμσιν ατόν, βρύει άματα.

Κοντ
κιον
χος β’. Ατόμελον.
Προφ
τα κα προόπτα τν μεγαλουργιν το Θεο, λία μεγαλώνυμε, τ φθέγματί σου στήσας τδατόῤῥυτα νέφη, πρέσβευε πρ μν, πρς τν μόνον φιλάνθρωπον.

Κ
θισμα
χος πλ. δ'. Τν Σοφαν κα Λγον.
ς Προφτης τοντως θεου φωτς, τος προφτας το ψεδους καταβαλν, ν τοτ διλεγξας, χαβ νομσαντα, μ προσκυνεν διδξας, τ Βαλ παννδοξε, κα εχ ατσας, ξ ψους τ νματα· θεν κα πυρν, νελφθης λα, χματι μετρσιος, διφρηλτης πρς Κριον· δι τοτο βομν σοι· Πρσβευε Χριστ τ Θε, τν πταισμτων φεσιν δωρσασθαι, τος ορτζουσι πθ, τν γαν μνμην σου.

Οκος
Τ
ν πολλν τν νθρπων νομαν, Θεο δ τν μετρον φιλανθρωπαν, θεασμενος Προφτης λας, ταρπτετο θυμομενος, κα λγους σπλαγχνας πρς τν εσπλαγχνον κνησεν. ργσθητι βοσας, π τος θετσαντς σε, Κριτ δικαιτατε. λλ τ σπλγχνα τογαθο, οδλως παρεκνησε πρς τ τιμωρσασθαι τος ατν θετσαντας· ε γρ τν μετνοιαν πντων ναμνει, μνος φιλνθρωπος.

Μεγαλυν
ριον
Δεύτε τον πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον διά τεθρίππου, αρπαγέντα από της γής, της του Xριστού δευτέρας, Πρόδρομον παρουσίας, Hλίαν τον Θεσβίτην, ύμνοις τιμήσωμεν.

τερον Μεγαλυνριον
Ζήλ
ορανί πυρποληθείς, φλέγεις τν πάτην, ς πυρίπνους κα ζηλωτής· θεν νυψώθης ν ρματι πυρίν, λιο Προφτα, πρς βίον φθαρτον.

Εκτύπωση   Email