Ἔχει τι μεῖζον οὐρανὸς καὶ τῶν Νόων,
Ἔξαρχον Ἀντώνιον Ἀσκητῶν ἔχων.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀντώνιον ἔνθεν ἄειραν.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε τὸ 251 μ.Χ. στην Ἄνω Αἴγυπτο ἀπὸ πλουσίους καὶ ἐναρέτους γονεῖς, τοὺς ὁποίους ἔχασε σὲ νεαρὴ ἡλικία. Συγκεντρώνει ὅμως τὴν προσοχὴ του στήν μυστικὴ θεωρία τῶν μοναχῶν τῆς ἐρήμου καὶ στήν φροντίδα τῆς μικρῆς ἀδελφῆς του. Γρήγορα ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ ἀναχωρεῖ γιά τὴν ἔρημο, ἀφοῦ πρῶτα τακτοποίησε τὴν μικρότερη ἀδελφὴ τοῦ καὶ μοίρασε τὴν μεγάλη πατρικὴ περιουσία στούς φτωχοὺς τῆς περιοχῆς του.
Στήν ἔρημο παίδευσε τὴν ψυχὴ του καὶ τιθάσευσε τὰ πάθη του φθάνοντας στά ἀνώτατα ὅρια τῆς ἄσκησῃς ὥστε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου μποροῦσε να ἐξέρχεται τοῦ σώματός του ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη ἐν ζωῇ. Γίνεται τὸ πρότυπο τῶν ἀσκητῶν. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἔφθαναν στήν ἔρημο γιά νά τὸν ἀκούσουν καὶ να τὸν συμβουλευθοῦν. Παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχὴ του στόν μισθαποδότῃ Θεὸ σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν.
Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπό τις τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἤταν νά μείνει κρυφός ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοί πού μόναζαν κοντὰ του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στήν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Τόν ζηλωτήν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καί τήν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου· διό πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν
Τούς βιωτικούς θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς τόν βίον ἐξετέλεσας, τόν Βαπτιστήν μιμούμενος, κατά πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σύν αὐτῷ οὖν σέ γεραίρομεν, Ἀντώνιε Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.