ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ


Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης


   telwnis farisaios Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ μέσα ἀπὸ τὴν συμβολικὴ ἱστορία τοῦ τελώνη καὶ φαρισαίου μᾶς εἰσάγει στὸ Τριώδιο. Μᾶς τοποθετεῖ μπροστὰ στὸ συνηθισμένο φαινόμενο τοῦ φαρισαϊσμοῦ καὶ στὸν σπάνιο ρεαλισμὸ τῆς ταπείνωσης. Ξεσκεπάζει τὸν κρυμμένο μας ἑαυτὸ γιά νά δοῦμε τὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια καὶ τὴν ἐσωτερικὴ οὐσία, τὸ «εἶναι» καὶ τὸ «φαίνεσθαι» προσώπων, καταστάσεων, σχέσεων καί αἰσθημάτων. 
    Ὁ φαρισαϊσμὸς ἀποτελεῖ μία συμπεριφορὰ ἑξαιρετικὰ ἐπικίνδυνη, ποὺ συχνὰ ἀπειλεῖ τὴν θρησκευτική μας ζωή, εἰσχωρεῖ καὶ παρεισφρέει κάποτε στὸν πνευματικὸ μας ἀγώνα, τὸν διαψεύδει, τὸν ἀναιρεῖ καὶ ,τελικὰ, τὸν ἀχρηστεύει. Ἡ ψυχολογικὴ τάση νὰ προσποιούμαστε καὶ νὰ παριστάνουμε κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε, νὰ παίζουμε δηλαδὴ στὴν ζωὴ μας ἕνα θέατρο, καταδικάζεται ἀπερίφραστα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, γιατί ὁδηγεῖ στὴν λανθασμένη καί ἀρρωστημένη  θρησκευτικότητα τοῦ φαρισαίου. Αὐτὸς ὁ θρησκευτικὸς τύπος τοῦ εὐσεβιστῆ καὶ φανατικοῦ ἀνθρώπου ἔχουν πεῖ, ὅτι  ξανασταυρώνει τὸν Θεὸ καὶ λιθοβολεῖ τὸν ἄνθρωπο.  Ὅποιος θρησκεύει φαρισαϊκὰ, στὴ προσπάθειά του νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν πίστη του, αὐτοπροβάλλεται καὶ ἐπιδεικνύεται στοὺς ἄλλους. Κομπάζει γιά τίς ὐποτιθέμενες ἀρετές του. Ἐπιδιώκει τὰ χειροκροτήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅπως εἶναι φυσικὸ, ἀπορρίπτει τοὺς ἄλλους γιά νὰ ἐπιβεβαιώσει τόν ἑαυτό του. Ὅμως κάθε προσπάθεια ἐξαπάτησης τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται ὄχι μόνο ἔνοχη ἀλλὰ καὶ ἀνόητη ἀφοῦ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ.6,7). Κάθε «φαρισαῖος» ἐπειδή εἶναι ἄνθρωπος ἐσωτερικὰ διασπασμένος καὶ διχασμένος  καλλιεργεῖ τὸ ψέμα, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν παραπλάνηση. Δηλητηριάζει τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἡ φαρισαϊκὴ ὑπερηφάνεια καὶ αὐτοδικαίωση εἶναι τόσο ἐπιλήψιμη καὶ δαιμονικὴ, ὅσο ἡ ἀλαζονεία καὶ αὐτοπεποίθηση τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καυχᾶται για τὴν ὑπεροχή του καί τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν θρησκεία καὶ τὴν ἠθική.  Καὶ οἱ δύο νοοτροπίες ἂν καὶ φαίνονται ἀντίθετες καί ἀλληλοσυγκρουόμενες ( ἡ μία εἶναι θρησκευτικὴ καὶ ἡ ἄλλη κοσμική),  εἶναι στὸ βάθος τὸ ἴδιο ἄθεες. Εἶναι χωρὶς Θεό, γιατί στὴν οὐσία περιφρονοῦν καὶ παραμερίζουν τὸν Θεὸ  καὶ στὴ θέση του βάζουν  τὸ εἴδωλο τοῦ ἀνθρώπινου ἐγώ. Ὀ φαρισαϊσμὸς δεν εἶναι μόνο μια θρησκευτική φυλακή, ἀλλά εἷναι καί ἕνα φρόνημα ἀλαζονικό που λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁτιδήποτε μόνος του. Στὴν θρησκευτική πίστη μπορεῖ, νά σωθεῖ μὲ τίς ἀρετὲς καί τίς ἀγαθοεργίες του. Στὴν ὑπόλοιπη ζωὴ του μπορεῖ, νά προοδεύσει καί νά κατακτήσει τά πάντα μόνο μὲ τὴν ἐγωιστική του δύναμή. Ἐδῶ ἡ ἀδίστακτη προβολὴ, ἡ ἐπίδειξη, καὶ ἡ λάμψη τῶν ἐπιτυχιῶν καὶ ἐπιτευγμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἐπιβάλλονται ὡς κάτι φυσικὸ καὶ ἀποθεώνονται. 
    Στὸν ἀντίποδα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ φαρισαίου βρίσκεται ἡ στάση τοῦ τελώνη. Αὐτός ἐκπροσωπεῖ  ἕνα ἄλλο ἦθος, πιό αὐθεντικό καί ἀληθινὸ, πιό ρεαλιστικό καί ταπεινὸ τό ὁποίο ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια. Ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι ἀπλὰ μία ἠθικὴ ἀρετὴ δίπλα στίς ἄλλες ποὺ διδάσκει τό Εὐαγγέλιο. Ἡ ταπείνωση εἶναι κάτι πολὺ πιὸ βαθὺ καὶ οὐσιαστικό. Εἶναι μιὰ ἀνατροπὴ τοῦ παραλογισμοῦ ποὺ προκαλεῖ ὁ ἐγωισμὸς μὲ τὴν ψεύτικη εἰκόνα ποὺ δημιουργεῖ μέσα μας, γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας, τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς δυνατότητές μας. Ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι ἕνα τέρμα στο ὁποίο  ἐνδεχομένως φθάσαμε, ἀλλὰ ἕνας διαρκής ἀγώνας ποὺ ὄφείλουμε να κάνουμε, γιὰ νὰ βλέπουμε μὲ ρεαλισμὸ τὴν πεσμένη φύση μας. Γιά νὰ συνειδητοποιοῦμε τὰ ὅρια μας, ὥστε νά μποροῦμε νά θεραπευόμαστε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, αὐτὴν τὴν ἐπικίνδυνη καὶ θανατηφόρα ἀρρώστια τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ ταπεινὸς καὶ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει ἀντικειμενικὰ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο. Συνειδητοποιεῖ τὴν πάλη του μὲ τὸν «παλαιὸ ἄνθρωπο». Συναισθάνεται τὴν ἀνεπάρκεια καὶ τὴν μηδαμινότητά του, γι’ αὐτὸ συντρίβεται καὶ συγκλονίζεται. Δὲν τὸν ἐνοχλεῖ, ἡ σύγκριση, ἡ ἀνωτερότητα καὶ ἡ ἀρνητικὴ κρίση τῶν ἄλλων καί γι’ αὐτὸ δὲν προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀνασκευάσει. Δὲν δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν μεταβιβάζει τὶς εὐθύνες τῶν πράξεών του ἰσχυριζόμενος ὅτι φταῖνε οἱ ἄλλοι, μόνο ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ μὲ θάρρος  τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ἀναζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. 
    Ἔστω καὶ ἂν οἱ πτώσεις μας εἶναι μεγάλες, ἔστω καὶ ἂν τὸ χάος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀβυσσαλέο, μόνο μὲ τὴν ταπείνωση  μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ γεφυρώσουμε τὸ χάσμα, γιατί μόνο τότε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπισκιάζει μᾶς μεταμορφώνει, μᾶς ἁγιάζει καὶ τελικὰ μᾶς σώζει. Ἀμὴν


Εκτύπωση   Email