Θεοφάνειες και Θεοφάνεια

ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου

theophanyΘεοφάνεια, (ἀπὸ τὸ Θεὸς καὶ φαίνω=φανερώνω, ἀποκαλύπτω), εἶναι ἡ φανέρωση, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς φανερώνει τὸν ἐαυτόν Του καὶ τὸ θέλημά Του στὸν ἄνθρωπο, διότι ὁ ἄνθρωπος, ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος, ἀδυνατεῖ νὰ ἀνακαλύψει μὲ τὶς ἰδικὲς του διανοητικὲς καὶ πνευματικὲς δυνάμεις τὸν Θεό, ἀδυνατεῖ νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε ἐξ' ἀρχῆς ἔτσι τὸν ἄνθρωπο. Οἱ πρωτόπλαστοι πρὸ τῆς πτώσεως βρισκόταν σὲ κατάσταση συνεχοῦς θεωρίας καὶ κοινωνίας μὲ τὸν Θεόν. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν Ἀδὰμ «τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος ἔννοιαν καὶ γνῶσιν», ἔτσι ὥστε μὲ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ «ἀγάλληται καὶ συνομιλεῖ τῷ θείῳ», δηλαδὴ νὰ χαίρεται καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεόν. Ἔχων δὲ τὴν ψυχὴν του καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ κάθε ἁμαρτία «κατετρύφα αὐτῆς κατὰ πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας», δηλαδὴ ἀπολάμβανε τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Τὰ πράγματα ὅμως στὴ συνέχεια ἄλλαξαν. Μετὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ οἱ πρωτόπλαστοι ἀπώλεσαν πλέον τὴν Χάρη τοῦ Θεoῦ, ἐστερήθησαν τοῦ ἐνδύματος τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀπαθείας, ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς καὶ κατέστη πλέον ἀνίκανος νὰ θεωρεῖ τὸν Θεὸν καὶ νὰ βρίσκεται σὲ κοινωνία μαζί του. Αὐτὴ δὲ ἡ κατάσταση τοῦ σκοτισμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς νεκρώσεως μετεδόθη ὡσὰν κληρονομικὴ ἀρρώστια σ' ὅλους τους ἀπογόνους του Ἀδάμ, σ' ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Ὡστόσο ὁ Θεὸς καὶ μετὰ τὴν πτώση δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πλάσμα Του. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ΜέγαςΒασιλειος σὲ μία εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ «Οὗ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὃ ἐποίησας ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ' ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξαπέστειλας, ἐποίησας δυνάμεις διὰ τῶν ἁγίων σου, τῶν καθ' ἑκάστην γενεὰν εὐαρεστησάντων σοί. Ἐλάλησας ἠμὶν διὰ στόματος τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, προκαταγγέλων ἠμὶν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν». Οἱ «ἐπισκέψεις» τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐδῶ γίνεται λόγος, σὲ ἐκλεκτοὺς ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Προφῆτες καὶ Πατριάρχες, καὶ οἱ «δυνάμεις», τὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμε ὁ Θεὸς διὰ μέσου αὐτῶν, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ Θεοφάνειες, φανερώσεις τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ θέλημά του πρὸς τοὺς ἐκλεκτούς Του καὶ δι' αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν τοῦ τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἐν ταυτῷ προκαταγγέλει καὶ προετοιμάζει τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσίου. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ἔχουμε τὶς Θεοφάνειες στὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ, σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες πού μᾶς δίδει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Εἶπε Κύριος τῷ Ἀβραάμ» (Γέν.12,1). «Ἐγεννήθη ρῆμα Κυρίου πρὸς Ἀβραὰμ ἐν ὀράματι λέγων» (Γέν.15,1). «Ὤφθη αὐτῶ ὁ Θεὸς πρὸς τὴ δρύϊ τοῦ Μαμβρῆ» (Γέν.18,1) κ.λ.π. Ἀνάλογες Θεοφάνειες ἔχουμε καὶ στοὺς προφῆτες, κατ' ἐξοχὴν δὲ στὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, τὸν Μωϋσῆ. Ἡ πρώτη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σ' αὐτὸν ἔγινε στοὺς πρόποδες τοῦ Ὅρους Χωρήβ, στὸ ὅραμα τῆς βάτου τῆς καιομένης, ἀλλὰ μὴ καταφλεγομένης. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς φανερώνει στὸν Μωϋσῆ τὸν ἑαυτό Του, τὴν ταυτότητά Του, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ὁ Ὧν (=ὁ Ὑπάρχων), ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων του, τοῦ Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ ὅτι πρόκειται νὰ τὸν ἀποστείλει στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει τὸν λαόν Του ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Αἰγυπτίων. Μετὰ τὴν Θεοφάνεια αὐτὴ ἐπακολούθησαν καὶ ἄλλες, ἡ σπουδαιότερη δὲ ἀπὸ ὅλες εἶναι ἡ Θεοφάνεια στὸ ΄Ὅρος Σινά. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν Μωϋσῆ, καὶ μέχρις ἐνὸς βαθμοῦ καὶ στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ τρόπον μεγαλειώδη. Ἐν μέσω ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, γνόφου καὶ θυέλλης, ποὺ προξενοῦν φόβο καὶ τρόμο καὶ ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὁ Μωϋσῆς, πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Ὅρους, ἀξιώνεται νὰ ὁμιλήσει πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀκούσει τὴν φωνή Του: «Ἄκουε Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου εἷς ἐστίν», καὶ «Ἐγὼ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου» (Ἐξοδ.20,2). Ἔτσι ὁ λαὸς χειραγωγεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ πρὸς τὴν θεογνωσία. Λαμβάνει μία πρώτη εἰσαγωγικὴ γνώση περὶ Θεοῦ. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ σκότος τῆς πολυθεΐας καὶ εἰδωλολατρείας καὶ ὁδηγεῖται στὴν ἀλήθεια τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἐπὶ πλέον λαμβάνει τὶς δέκα ἐντολές, ποὺ συνοψίζουν τὸν ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ὡστόσο ὅλες αὐτὲς οἱ Θεοφάνειες, καὶ αὐτὴ ἀκόμη πάνω στὸ Ὅρος Σινᾶ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων τῶν ἄλλων, εἶναι κατ' οὐσίαν εἰσαγωγικὲς Θεοφάνειες, ποὺ παραπέμπουν στὴν κατ' ἐξοχὴν Θεοφάνεια, στὴν Θεοφάνεια, ποὺ ἔγινε στὸν Ἰορδάνη ποταμό.Ὑπάρχει δὲ ἀσύγκριτη διαφορὰ μεταξὺ ἐκείνων καὶ αὐτῆς, τὴν ὁποία ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του: «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοὶς πατράσιν ἐν τοὶς προφήταις, ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἠμὶν ἐν Υἱῷ» (Ἑβρ.1,1). Καὶ τοῦτο, διότι ἐδῶ ἔχουμε πλέον πλήρη καὶ τελεία τὴν ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Τὸ μυστήριο αὐτό, σκιωδῶς μόνον καὶ αἰνιγματωδῶς προτυπούμενο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, φανερώνεται ἐναργέστατα κατὰ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου στὸν Ἰορδάνη. Ὁ ἕνας Θεὸς ποὺ ἀπεκαλύφθη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι μὲν ἕνας κατὰ τὴν οὐσία, τριαδικὸς ὅμως κατὰ τὰ πρόσωπα, τὶς ὑποστάσεις: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Στὸν Ἰορδάνη «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁδηγεῖται ἡ ἀνθρωπότης στὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, καθὼς πλέον κάνουν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τους καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος: Ὁ Υἱὸς βαπτιζόμενος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς καὶ ὁ Πατὴρ ἄνωθεν διὰ τῆς φωνῆς Τοῦ «οὗτος ἐστὶν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὅ εὐδόκησα». Πέραν αὐτῶν στὴν Θεοφάνεια τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουμε ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἐπίσημη φανέρωση ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐν δούλου μορφή, τὴν φανέρωση τοῦ ἐνανθρωπίσαντος Θεοῦ Λόγου. Στὴ Θεοφάνεια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Θεὸς δὲν ὁμιλεῖ πλέον διὰ μέσου τῶν προφητῶν Του, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Στὶς Θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀκοῦμε τό: «Τάδε λέγει Κύριος», ἐνῷ σ' αὐτὴν τῆς Καινῆς τό: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν».

Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας ὑπολείπεται νὰ γίνει μία ἀκόμη, τελευταία, Θεοφάνεια, αὐτὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἔρθη καὶ θὰ φανερωθεῖ καὶ πάλι στὸν κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ σώσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο. Ὄχι ἐν σχήματι ταπεινώσεως καὶ πτωχείας ἀλλ' ἐν ὅλῃ τῇ δόξῃ Του. Καὶ ὅπως ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξὺ τῶν Θεοφανειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ αὐτῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔτσι ὑπάρχει ἀνάλογη σχέση αὐτῶν μὲ ἐκείνη τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Σ' αὐτὴν δὲ τὴν τελευταία Θεοφάνεια θὰ εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ ἀνθρωπότης μηδενὸς ἑξαιρουμένου, θὰ γίνει δὲ ὑπόθεσις χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης γιὰ τοὺς δικαίους, ἀφορμὴ δὲ ἀφάτου ὀδύνης καὶ τρόμου γιὰ τοὺς ἀμετανοήτους καὶ ἁμαρτωλούς.

«Ἐπεφάνης σήμερον τῇ Οἰκουμένη καὶ τὸ φῶς σου Κύριε ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντάς σε...». Αὐτὸ τὸ φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, ποὺ φανερώθηκε στὴν Οἰκουμένη διὰ τοῦ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτισθέντος Κυρίου μακάρι νὰ καταυγάση τὶς ψυχὲς ὅλων μας. Ἀμὴν.


Εκτύπωση   Email