ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

(Τί θὰ τοῦ ἀπαντήσουμε ὅλοι μας;)

xristosποιος ἀγαπᾶ πονᾶ, ἀλλὰ δὲν παραπονιέται. Ὅ,τι κι ἂν γίνη. Σκύβει μέσα του καὶ ὑπομένει τὰ πάντα γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης. Ἀπὸ κεῖ ἀρχίζει καὶ ἡ θυσία. Καὶ ἀγάπη χωρὶς θυσία τοῦ ἐαυτοῦ μας δὲν γίνεται. Δὲν εἶναι ἀληθινή. Εἶναι σὰν τὴν ἄκοπη ἐλεημοσύνη τοῦ πλουσίου καὶ ὄχι σὰν τὸ «δίλεπτον τῆς χήρας». Γιατί τὸ νὰ ὑπομένης γιὰ τὴν ἀγάπη εἶναι νὰ θυσιάζης τὴν δική σου χαρά. Ὅπως θυσιάζεται ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδί της. Καὶ τότε ἡ ἀγάπη ξαναγίνεται χαρὰ καὶ πολλαπλασιάζεται «τριάντα, ἑξήντα, ἑκατὸν φορές» πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ τάλαντον τῆς πρώτης ἀγάπης, ποὺ εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλες τὶς ψυχές, ὅταν γεννιοῦνται σ’ αὐτὸν τὸν asκόσμο.

Τὴν ἀλήθεια τούτη δὲν πρέπει κανεὶς νὰ τὴν περάση μέσα ἀπὸ τὸ ἐργαστήριο τῆς λογικῆς, ποὺ μόνον πρόσθεση καὶ ἀφαίρεση ξέρει νὰ κάνη καὶ πιὸ πολὺ προτιμᾶ τὴν διαίρεση καὶ ποτὲ τὸν πολλαπλασιασμό. Μόνον στὴν ἁμαρτία ξέρει νὰ πολλαπλασιάζη. Στὰ χρήματα, στὶς ἀπολαύσεις, στὴν δόξα τὴν ἐγκόσμια. Γι’ αὐτὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης μόνο μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ πρέπει νὰ τὴν βλέπουμε, νὰ τὴν νοιώθουμε, νὰ τὴν ζοῦμε. Ἄφησε τὴν λογική, πού σοῦ λέγει ὅτι ἔτσι, μὲ τὴν ἀγάπη, μπορεῖ νὰ πέσης ἔξω, νὰ σὲ ξεγελάσουνε, νὰ σὲ ἐκμεταλλευθοῦνε. Αὐτὲς εἶναι πονηρὶες ἄθλιες καὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν Πονηρό… Θέλει νὰ μᾶς ἐμποδίση ἀπὸ τὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης τὴν ἀνείπωτη, ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας τὸ ἀνέσπερο, ποὺ τὸ δίνει κι αὐτὸ ἡ ἀγάπη καὶ προπαντὸς ὁ μισόκαλος Πονηρὸς θέλει νὰ μᾶς ἐμποδίση ἀπὸ τὸ ἀγκάλιασμα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅποιος ἀγαπήση, λίγο ἢ πολύ, νοιώθει ἀμέσως πάνω του τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν χαϊδεύει στοργικά…

Πῶς λοιπόν, βάλαμε γιὰ τίτλο σὲ τοῦτες τὶς σκέψεις «Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ»; Πρέπει νὰ ἐξηγήσω ὅτι τὴν τιτλοποίηση αὐτή μοῦ τὴν ἔδωσε μία φράση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ λέγει:

- «Κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν θὰ μᾶς κοιτάξουνε ἐκεῖνα τὰ γλυκύτατα μάτια, τὰ γεμάτα ἀνείπωτη ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ τρυφερότητα, θὰ μᾶς κοιτάξουν παραπονεμένα καὶ τότε θἆναι, ποὺ δὲν θὰ ξέρουμε ποὺ νὰ πᾶμε νὰ κρυφτοῦμε».

Ἕνα βλέμμα, ποὺ κανένας μας δὲν θὰ μπορῆ νὰ τὸ ἀντέξη καὶ θὰ μᾶς συντρίβη καὶ θὰ μᾶς πληγώνη ὅσο τίποτε ἄλλο, τίποτε ἄλλο. Θὰ εἶναι σὰν μία πληγή ἀγιάτρευτη καὶ ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ Κόλαση, ποὺ δὲν τελειώνει, θὰ εἶναι τὸ πῦρ, ποὺ θὰ μᾶς καίη συνεχῶς καὶ χωρὶς τελειωμό. Οἱ τύψεις καὶ ἡ ἀφόρητη πίκρα γιὰ τὴν εὐτυχία, ποὺ χάσαμε… Δὲν εἶναι, λοιπόν, παράπονο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ λύπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ βλέπη τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ χάνονται μακριά του, κατὰ τὴν δική τους σημερινὴ ἐπιλογή, καὶ νὰ ζοῦν τὴν ἀτέλειωτη δυστυχία μέσα στὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον», δηλαδὴ μακρυὰ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ αἰώνιος Παράδεισος. Τότε…

Τὸ παραπονεμένο βλέμμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ὅπως τὰ δικά μας παράπονα. Ἐμεῖς παραπονιόμαστε συνήθως γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὸν ἀχόρταγο, γιατί κάποιος μᾶς ἀδίκησε ἤ μᾶς ξέχασε ἢ δὲν ἔκανε αὐτό, ποὺ θέλαμε. Παραπονιόμαστε ὅταν δὲν μᾶς τιμοῦν, δὲν μᾶς κάνουν δῶρο, δὲν μᾶς εὐεργετοῦν. Παραπονιόμαστε ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ φιλαυτία. Ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ φιληδονία. Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, εἶναι ἀντίθετο. Εἶναι σὰν νὰ παραπονιέται γιὰ λογαριασμό μας, γιὰ μᾶς, ποὺ δυστυχοῦμε καὶ δὲν δεχτήκαμε τὰ δῶρα Του καὶ τὴν αἰώνια εὐτυχία, ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κόρ. β’ 9). Λυπᾶται, πονᾶ, ὑποφέρει γιὰ τὴν δική μας δυστυχία… Μπορεῖτε νὰ τὸ φαντασθῆτε αὐτό; Λυπᾶται ὁ Χριστός, ποὺ δὲν εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ποὺ δὲν πήγαμε κοντὰ Του νὰ μᾶς χαρίση τὴν αἰωνιότητα τῆς χαρᾶς!...

Τί νὰ κάνουμε λοιπόν; Τί νὰ ποῦμε στὸν παραπονεμένο Χριστό, γιὰ τὴν δυστυχία μας, τὴν ψυχική, τὴν ὑλικὴ καὶ τὴν πνευματική; Γιατί, ἅς μοῦ ἐπιτρέψη ὁ πολὺ ἀγαπημένος μου Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος νὰ πῶ, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει παραπονεμένο βλέμμα μόνον κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ἀλλὰ καὶ τώρα τὸ ἔχει διαρκῶς ἐπάνω μας, καὶ ἂς εἶναι ἤρεμο καὶ γαλήνιο στὶς βυζαντινὲς εἰκόνες, ποὺ βλέπουμε στοὺς Ναούς. Παραπονιέται καὶ τώρα, ποὺ δὲν πᾶμε κοντά Του, ἀλλὰ Τὸν ἀποφεύγουμε γεμᾶτοι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»… Παραπονιέται, ποὺ δὲν ἀξιοποιοῦμε τὴν θυσία Του καὶ δὲν παίρνουμε τὰ Τίμια Δῶρα Του, ποὺ εἶναι ἱκανὰ καὶ νὰ μᾶς καθαρίσουν καὶ νὰ μᾶς σώσουν καὶ νὰ μᾶς χαρίσουν ἀπὸ τώρα τὴν μεγάλη εὐτυχία τῆς ἀγάπης. Ἔστω καὶ στὰ πρῶτα βήματα, ἔστω καὶ στὰ πρῶτα κύματα, ποὺ θὰ ἀναταράξουν τὴν νεκρωμένη θάλασσα τῆς καρδιᾶς. Ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης ὑπάρχει σὲ ὅλες τὶς ψυχές. Ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ βλάστημα καὶ τὴν ἀνθοφορία Του. Πρέπει, ὅμως, νὰ δεχθοῦμε τὴν χάρη τῶν Τιμίων Δώρων, τὸ ἔλεος τῆς Ἐκκλησίας Του «ἐν ἐλευθερίᾳ» καὶ ὄχι ἀναγκαστικά…

Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ παραπονεμένο βλέμμα, πού μᾶς ἀγκαλιάζει ὅλους, μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση ἀπὸ τώρα στὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀνάσταση, ἂν τὰ ἔχουμε διαρκῶς μπροστά μας, σὰν ὁδηγό. Ὄχι γιὰ νὰ φοβόμαστε τὴν τιμωρία καὶ τὴν Κόλαση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθουμε νὰ ἀγαποῦμε καὶ ποτὲ νὰ μὴ χωριστοῦμε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Γιατί ἄλλος τρόπος πραγματικῆς μετανοίας δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Μόνον τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ. Τότε μόνον ἡ μετάνοιά μας μπορεῖ νὰ ἀρχίση καὶ νὰ ἀνθοφορήση καὶ νὰ καρπίση, ἂν δοῦμε κατάματα τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ μόνον ὅταν κλάψουμε, ἔστω καὶ μὲ ἕνα δάκρυ, γιὰ τὴν λύπη, ποὺ τοῦ προκαλοῦμε. Τότε ἀρχίζουμε νὰ μαθαίνουμε τὰ μυστικὰ τῆς ἀγάπης, ποὺ ἀναλάμπουν μέσα στὰ μάτια τοῦ Θεανθρώπου…

Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιατί δὲν μετανοοῦμε, γιατί δὲν ἁπλώνουμε τὰ χέρια μας νὰ Τὸν ἀγκαλιάσουμε. Γιατί αὐτὸ εἶναι ἡ μετάνοια: Νὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴν βοήθειά Του καὶ νὰ δηλώσουμε ταπεινὰ τὴν ἀνημπόρια μας. Αὐτὸ τὸ μικρὸ σημεῖον ζητεῖ, αὐτὴν τὴν πρώτη κίνηση ἀπό μᾶς τὰ ἐλεύθερα πλάσματά Του, γιὰ νὰ τρέξη ἀστραπιαία κοντά μας καὶ νὰ μᾶς ἁρπάξη ἀπὸ τὸν πύρινο ποταμό, ποὺ ζητᾶ νὰ μᾶς καταπιή. Ἀκόμα καὶ ἕνα βλέμμα μας πρὸς τὸ πονεμένο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς σώση, ἂν τὸ βλέμμα μας αὐτὸ ἐπικαλεῖται τὴν χάρη Του μὲ συντριβή.

Πόσοι δὲν ἄρχισαν τὴν ἐπιστροφή τους στὸν Θεὸ μὲ ἕνα τέτοιο βλέμμα! Ἄς θυμηθοῦμε τὴν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου μὲ τὰ μεγάλα λόγια καὶ τοὺς μεγάλους ἐνθουσιασμούς. Τὸν πρόδωσε τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, κι ἄς ἦταν πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, λίγο μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὅταν Τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορές. Καὶ τότε τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἔκανε τὸ θαῦμα Του καὶ σώθηκε ὁ ἀρνητὴς Πέτρος. Ἦταν ἡ στιγμή, ποὺ ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος γιὰ Τρίτη φορά τὸν Χριστόν, ἐνῷ ἦταν κοντά του, καὶ «ἐφώνησεν ἀλέκτωρ». Καὶ συνεχίζει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν ἀφήγησή του:

- «Καὶ στραφεῖς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήση μὲ τρίς∙ καὶ ἐξελθῶν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς» (Λούκ. κβ’ 61-62).

Ἄς βγοῦμε κι ἐμεῖς ἔξω ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ματαιοφροσύνη καὶ ἂς κλάψουμε πικρῶς κάτω ἀπὸ τὸ στοργικὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια εἶναι τὸ κορυφαῖο, τὸ πρῶτο βῆμα στὸν δρόμο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σωτηρίας.

Π.Μ Σωτήρχος 

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ


Εκτύπωση   Email