Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος, ὁ Πρωτόκλητος

apostolosandreas08

 ντστροφον σταρωσιν νδρας φρει,
Φανε
ς ληθς οσκιδης ντπους.
Σταυρ
ν κακκεφαλς τριακοστῇ νδρας τλη.

  ἅγιος Ἀν­δρέ­ας, ψα­ρᾶς στὸ ἐ­πάγ­γελ­μα καὶ ἀ­δελ­φός τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου, ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴ Βηθ­σα­ϊ­δὰ τῆς Γα­λι­λαί­ας καὶ τὸν πα­τέ­ρα τοῦ τὸν ἔ­λε­γαν Ἰ­ω­νᾶ. Ἐ­πει­δὴ κλή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο πρῶ­τος στὴν ὁ­μά­δα τῶν μα­θη­τῶν, ὀ­νο­μά­στη­κε πρω­τό­κλη­τος.

Ὁ Ἀν­δρέ­ας (μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν εὐ­αγ­γε­λι­στὴ) ὑ­πῆρ­ξαν στὴν ἀρ­χὴ μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου. Κά­ποια μέ­ρα μά­λι­στα, ποὺ βρι­σκόν­του­σαν στὶς ὄ­χθες τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη κι ὁ Πρό­δρο­μος τοὺς ἔ­δει­ξε τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τοὺς εἶ­πε «ἴ­δε ὁ ἀ­μνὸς τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τὴν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου», οἱ δύ­ο ἁ­πλο­ϊ­κοὶ ἐ­κεῖ­νοι ψα­ρά­δες συγ­κι­νή­θη­καν τό­σο πο­λύ, ποὺ χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μὸ κι ἐ­πι­φύ­λα­ξη ἀ­φή­καν ἀ­μέ­σως τὸν δά­σκα­λό τους κι ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Ἰ­η­σοῦ.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς ζω­ῆς τοῦ Ἀν­δρέ­α μέ­χρι τὴν Σταύ­ρω­ση, τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψη, ὑ­πῆρ­ξε σχε­δὸν ἴ­δια μὲ ἐ­κεί­νη τῶν ἄλ­λων μα­θη­τῶν. Με­τὰ τὸ σχη­μα­τι­σμὸ τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ Ἀν­δρέ­ας κή­ρυ­ξε στὴ Βι­θυ­νί­α, Εὔ­ξει­νο Πόν­το (μά­λι­στα ὁ Ἀ­πό­στο­λος, εἶ­ναι ὁ ἱ­δρυ­τὴς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ ἐγ­κα­τέ­στη­σε πρῶ­το ἐ­πί­σκο­πο, τὸν ἀ­πό­στο­λο Στά­χυ κι αὐ­τοῦ δι­ά­δο­χος εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τρι­άρ­χης, Θρά­κη, Μα­κε­δο­νί­α καὶ Ἤ­πει­ρο. Τε­λι­κά, κα­τέ­λη­ξε στὴν Ἀ­χα­ΐ­α. 

Στὴν Ἀ­χα­ΐ­α, ἡ δι­δα­σκα­λί­α του καρ­πο­φό­ρη­σε καὶ μὲ τὶς προ­σευ­χὲς του θε­ρά­πευ­σε θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ πολ­λοὺς ἀ­σθε­νεῖς. Ἔ­τσι, ἡ χρι­στια­νι­κὴ ἀ­λή­θει­α εἶ­χε με­γά­λες κα­τα­κτή­σεις στὸ λα­ὸ τῆς Πά­τρας. Ἀ­κό­μα καὶ ἡ Μα­ξι­μίλ­λα, σύ­ζυ­γος τοῦ ἀν­θύ­πα­του Ἀ­χα­ΐ­ας Αἰ­γε­ά­του, ἀ­φοῦ τὴ θε­ρά­πευ­σε ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἀ­πὸ τὴ βα­ρει­ὰ ἀρ­ρώ­στια ποὺ εἶ­χε, πί­στε­ψε στὸ Χρι­στό. Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ἐ­κνεύ­ρι­σε τὸν ἀν­θύ­πα­το καὶ μὲ τὴν πα­ρό­τρυν­ση εἰ­δω­λο­λα­τρῶν ἱ­ε­ρέ­ων συ­νέ­λα­βε τὸν Ἀν­δρέ­α καὶ τὸν σταύ­ρω­σε σὲ σχῆ­μα Χ. Ἔ­τσι, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας πα­ρέ­στη­σε τὸν ἑ­αυ­τό του στὸ Θε­ὸ «δό­κι­μον ἐρ­γά­την» (Β΄ πρὸς Τι­μό­θε­ον, 2: 15). Δη­λα­δὴ δο­κι­μα­σμέ­νο καὶ τέ­λει­ο ἐρ­γά­τη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

Οἱ χρι­στια­νοὶ τῆς Ἀ­χα­ΐ­ας θρή­νη­σαν βα­θι­ὰ τὸν θά­να­τό του. Ὁ πό­νος τους ἔ­γι­νε ἀ­κό­μη πι­ὸ με­γά­λος, ὅ­ταν ὁ ἀν­θύ­πα­τος Αἰ­γε­ά­της ἀρ­νή­θη­κε νὰ τοὺς πα­ρα­δώ­σει τὸ ἅ­γι­ο λεί­ψα­νό του, γιὰ νὰ τὸ θά­ψουν. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως οἰ­κο­νό­μη­σε τὰ πράγ­μα­τα. Τὴν ἴ­δια μέ­ρα, ποὺ πέ­θα­νε ὁ Ἅγι­ος, ὁ Αἰ­γε­ά­της τρε­λά­θη­κε κι αὐ­το­κτό­νη­σε. Οἱ χρι­στια­νοὶ τό­τε μὲ τὸν ἐ­πί­σκο­πό τους τὸν Στρα­το­κλή, πρῶ­το ἐ­πί­σκο­πο τῶν Πα­τρών, πα­ρέ­λα­βαν τὸ σε­πτὸ λεί­ψα­νο καὶ τὸ 'θα­ψαν μὲ με­γά­λες τι­μές.

Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν στὸν θρό­νο τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου ἀ­νέ­βη­κε ὁ Κων­στάν­τι­ος, ποὺ ἦ­ταν γιὸς τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, μέ­ρος τοῦ ἱ­ε­ροῦ λει­ψά­νου με­τα­φέρ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν πό­λη τῶν Πα­τρὼν στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καὶ κα­τα­τέ­θη­κε στὸν να­ὸ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων «ἔν­δον της Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης». Ἡ ἁ­γί­α Κά­ρα τοῦ Πρω­το­κλή­του φαί­νε­ται πὼς ἀ­πέ­μει­νε στὴν Πά­τρα.

Ὅ­ταν ὅ­μως οἱ Τοῦρ­κοι ἐ­πρό­κει­το νὰ κα­τα­λά­βουν τὴν πό­λη τὸ 1460 μ.Χ., τό­τε ὁ Θω­μὰς Πα­λαι­ο­λό­γος, ἀ­δελ­φός του τε­λευ­ταί­ου αὐ­το­κρά­το­ρας Κων­σταν­τί­νου τοῦ Πα­λαι­ο­λό­γου καὶ τε­λευ­ταῖ­ος Δε­σπό­της τοῦ Μο­ρι­ά, πῆ­ρε τὸ πο­λύ­τι­μο κει­μή­λι­ο καὶ τὸ με­τέ­φε­ρε στὴν Ἰ­τα­λί­α. Ἐ­κεῖ, ἀ­φοῦ τὸ πα­ρέ­λα­βε ὁ Πά­πας Πί­ος ὁ Β, τὸ πο­λύ­τι­μο κει­μή­λι­ο ἐ­να­πο­τέ­θη­κε στὸν να­ὸ τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου τῆς Ρώ­μης.

Τὸν Νο­έμ­βρι­ο τοῦ 1847 μ.Χ. ἕ­νας Ρῶ­σος Πρίγ­κη­πας, ὁ Ἀν­δρέ­ας Μου­ρά­βι­εφ δώ­ρη­σε στὴν πό­λη τῆς Πά­τρας ἕ­να τε­μά­χι­ο δα­κτύ­λου τοῦ χε­ριοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου. Ὁ Μου­ρά­βι­εφ εἶ­χε λά­βει τὸ πα­ρα­πά­νω ἱ­ε­ρὸ Λεί­ψα­νο ἀ­πὸ τὸν Καλ­λί­νι­κο, πρώ­ην Ἐ­πί­σκο­πο Μο­σχο­νη­σί­ων, ὁ ὁ­ποῖ­ος μό­να­ζε τό­τε στὸ Ἅ­γι­ο Ὅ­ρος.

Στὴν πό­λη τῆς Πά­τρας, ἐ­πα­να­κο­μί­σθη­καν καὶ φυ­λάσ­σον­ται ἀ­πὸ τη­ν ­2­6­η Σε­πτεμ­βρί­ου­ ­1­9­64 μ.Χ. ἡ τι­μί­α Κά­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ ἀ­πὸ τὴν 19ην Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1980 μ.Χ. λεί­ψα­να τοῦ Σταυ­ροῦ, τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του. Ἡ ἁ­γί­α Κά­ρα τοῦ Πρω­το­κλή­του ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἐ­νέρ­γει­ες τῆς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Κύ­πρου με­τα­φέρ­θη­κε καὶ στὴν Κύ­προ τὸ 1967 μ.Χ. γιὰ με­ρι­κὲς μέ­ρες κι ἐ­ξε­τέ­θη­κε σὲ εὐ­λα­βι­κὸ προ­σκύ­νη­μα.

Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει μί­α Κυ­πρι­α­κὴ πα­ρά­δο­ση, σὲ μί­α πε­ρι­ο­δεί­α του, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας, πῆ­γε καὶ στὴν Κύ­προ. Τὸ κα­ρά­βι, ποὺ τὸν με­τέ­φε­ρε στὴν Ἀν­τι­ό­χει­α ἀ­πὸ τὴν Ἰ­όπ­πη, λί­γο πρὶν προ­σπε­ρά­σουν τὸ γνω­στὸ ἀ­κρω­τή­ρι τοῦ ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α καὶ τὰ νη­σιά, ποὺ εἶ­ναι γνω­στὰ μὲ τὸ ὄ­νο­μα Κλεῖ­δες, ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ στα­μα­τή­σει ἐ­κεῖ σ' ἕ­να μι­κρὸ λι­μα­νά­κι, για­τί κό­πα­σε ὁ ἄ­νε­μος. Τὶς μέ­ρες αὐ­τὲς τῆς νη­νε­μί­ας τοὺς ἔ­λει­ψε καὶ τὸ νε­ρό. Ἕ­να πρω­ί, ποὺ ὁ πλοί­αρ­χος βγῆ­κε στὸ νη­σὶ κι ἔ­ψα­χνε νὰ βρεῖ νε­ρό, πῆ­ρε μα­ζί του καὶ τὸν ἀ­πό­στο­λο. Δυ­στυ­χῶς που­θε­νὰ νε­ρό. Κά­ποια στιγ­μή, ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴ μέ­ση τῶν δύ­ο ἐκ­κλη­σι­ῶν, ποὺ ὑ­πάρ­χουν σή­με­ρα, τῆς πα­λαι­ᾶς καὶ τῆς και­νούρ­γιας, ποὺ 'ναι κτι­σμέ­νη λί­γο ψη­λό­τε­ρα, ὁ ἅ­γι­ος γο­νά­τι­σε μπρο­στὰ σ' ἕ­να κα­τά­ξε­ρο βρά­χο καὶ προ­σευ­χή­θη­κε νὰ στεί­λει ὁ Θε­ὸς νε­ρό. Πο­θοῦ­σε τὸ θαῦ­μα, γιὰ νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­σοι ἦ­ταν ἐ­κεῖ στὸν Χρι­στό. Ὕ­στε­ρα ση­κώ­θη­κε, σφρά­γι­σε μὲ τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ τὸν βρά­χο καὶ τὸ θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ἀ­πὸ τὴ ρί­ζα τοῦ βρά­χου βγῆ­κε ἀ­μέ­σως μπό­λι­κο νε­ρό, ποὺ τρέ­χει μέ­χρι σή­με­ρα μέ­σα σ' ἕ­να λάκ­κο τῆς πα­λαι­ᾶς ἐκ­κλη­σί­ας κι ἀπ' ἐ­κεῖ προ­χω­ρεῖ καὶ βγαί­νει ἀ­πὸ μί­α βρύ­ση κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα. Εἶ­ναι τὸ γνω­στὸ ἁ­γί­α­σμα. Τὸ εὐ­λο­γη­μέ­νο νε­ρό, ποὺ τό­σους ξε­δί­ψα­σε, μὰ καὶ τό­σους ἄλ­λους, μυ­ρι­ά­δες ὁ­λό­κλη­ρες, ποὺ τὸ πῆ­ραν μὲ πί­στη δρό­σι­σε καὶ πα­ρη­γό­ρη­σε. Καὶ πρῶ­τα-πρῶ­τα τὸ τυ­φλὸ παι­δὶ τοῦ κα­πε­τά­νιου.

Ἦ­ταν κι αὐ­τὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πρό­σω­πα τοῦ κα­ρα­βιοῦ ποὺ με­τέ­φε­ρε ὁ πα­τέ­ρας. Γεν­νή­θη­κε τυ­φλὸ καὶ με­γά­λω­σε μέ­σα σὲ ἕ­να συ­νε­χὲς σκο­τά­δι. Πο­τὲ τοῦ δὲν εἶ­δε τὸ φῶς. Δέν­δρα, φυ­τά, ζῶ­α ἀ­γω­νι­ζό­ταν νὰ τὰ γνω­ρί­σει μὲ τὸ ψα­χού­λε­μα. Ἐ­κεί­νη τὴν ἥ­με­ρα, ὅ­ταν οἱ ναῦ­τες γύ­ρι­σαν μὲ τὰ ἀ­σκιὰ γε­μά­τα νε­ρὸ κι ἐ­ξή­γη­σαν τὸν τρό­πο ποὺ τὸ βρῆ­καν στὸ νη­σί, ἕ­να φῶς γλυ­κι­ᾶς ἐλ­πί­δας ἄ­να­ψε στὴν καρ­διὰ τοῦ δύ­στυ­χου παι­διοῦ. Μή­πως τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, σκέ­φτη­κε, ποὺ βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸν ξη­ρὸ βρά­χο ὕ­στε­ρα ἀπ' τὴν προ­σευ­χὴ τοῦ πα­ρά­ξε­νου ἐ­κεί­νου συ­νε­πι­βά­τη τους, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χα­ρί­σει καὶ σ' αὐ­τὸν τὸ φῶς του ποῦ πο­θοῦ­σε; Ἀ­φοῦ μὲ θαυ­μα­στὸ τρό­πο βγῆ­κε, θαύ­μα­τα θὰ μπο­ροῦ­σε καὶ νὰ προ­σφέ­ρει. Μὲ τού­τη τὴν πί­στη καὶ τὴ βα­θι­ὰ ἐλ­πί­δα ζή­τη­σε καὶ τὸ παι­δὶ λί­γο νε­ρό. Δι­ψοῦ­σε. Και­γό­ταν ἀπ' τὴ δί­ψα. Ὁ ἀ­πό­στο­λος, ποὺ ἦ­ταν ἐ­κεῖ, ἔ­σπευ­σε κι ἔ­δω­σε στὸ παι­δὶ ἕ­να δο­χεῖ­ο γε­μά­το ἀ­πὸ τὸ δρο­σε­ρὸ νε­ρό. Ὅ­μως τὸ παι­δὶ προ­τί­μη­σε, ἀν­τὶ νὰ δρο­σί­σει μὲ τὸ νε­ρὸ τὰ χεί­λη του, νὰ πλύ­νει πρῶ­τα τὸ πρό­σω­πό του. Καὶ ὢ τοῦ θαύ­μα­τος! Μό­λις τὸ δρο­σε­ρὸ νε­ρὸ ἄγ­γι­ξε τοὺς βολ­βοὺς τῶν μα­τιῶν τοῦ παι­διοῦ, τὸ παι­δὶ ἄρ­χι­σε νὰ βλέ­πει!

 Κι ὁ ἀ­πό­στο­λος, ποὺ τὸν κοί­τα­ζαν ὅ­λοι μὲ θαυ­μα­σμό, ἄρ­χι­σε νὰ τοὺς μι­λᾶ καὶ νὰ τοὺς δι­δά­σκει τὴ νέ­α θρη­σκεί­α. Τὸ τέ­λος τῆς ὁ­μι­λί­ας πο­λὺ καρ­πο­φό­ρο. Ὅ­σοι τὸν ἄ­κου­σαν πί­στε­ψαν καὶ βα­φτί­στη­καν. Τὴν ἀρ­χὴ ἔ­κα­νε ὁ κα­πε­τά­νιος μὲ τὸ παι­δί του, ποὺ πῆ­ρε καὶ τὸ ὄ­νο­μα Ἀν­δρέ­ας. Κι ὕ­στε­ρα ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἐ­πι­βά­τες καὶ με­ρι­κοὶ ψα­ρά­δες ποὺ ἤ­σαν ἐ­κεῖ. Πί­στε­ψαν ὅ­λοι στὸν Χρι­στὸ ποὺ τοὺς κή­ρυ­ξε ὁ ἀ­πό­στο­λός μας καὶ βα­φτί­στη­καν. Φυ­σι­κὰ τὸ θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τοῦ τυ­φλοῦ παι­διοῦ, ἀ­κο­λού­θη­σαν κι ἄλ­λα, κι ἄλ­λα. Στὸ με­τα­ξὺ ὁ ἄ­νε­μος ἄρ­χι­σε νὰ φυ­σᾶ καὶ τὸ κα­ρά­βι ἑ­τοι­μά­στη­κε γιὰ νὰ συ­νε­χί­σει τὸ τα­ξί­δι του. Ὁ ἀ­πό­στο­λος, ἀ­φοῦ κά­λε­σε κον­τὰ τοῦ ὅ­λους ἐ­κεί­νους ποὺ πί­στε­ψαν στὸν Χρι­στὸ καὶ βα­φτί­στη­καν, τοὺς ἔ­δω­κε τὶς τε­λευ­ταῖ­ες συμ­βου­λές του καὶ τοὺς ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε.

Ἀρ­γό­τε­ρα, με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νι­α, κτί­στη­κε στὸν τό­πο αὐ­τὸν ποὺ περ­πά­τη­σε καὶ ἁ­γί­α­σε μὲ τὴν προ­σευ­χή, τὰ θαύ­μα­τα καὶ τὸν ἱ­δρώ­τα τοῦ ὁ Πρω­τό­κλη­τος μα­θη­τής, τὸ με­γά­λο μο­να­στή­ρι τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α, ποὺ μὲ τὸν και­ρὸ εἶ­χε γί­νει παγ­κύ­πρι­ο προ­σκύ­νη­μα. Κά­θε χρό­νο χι­λιά­δες προ­σκυ­νη­τὲς ἀπ' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τῆς Κύ­πρου, ὀρ­θό­δο­ξοι καὶ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι κι ἀλ­λό­θρη­σκοι ἀ­κό­μη, συ­νέ­ρε­αν στὸ μο­να­στή­ρι, γιὰ νὰ προ­σκυ­νή­σουν τὴ θαυ­μα­τουρ­γὸ εἰ­κό­να τοῦ ἀ­πο­στό­λου, νὰ βα­φτί­σουν ἐ­κεῖ τὰ νε­ο­γέν­νη­τα παι­διά τους καὶ νὰ προ­σφέ­ρουν τὰ δῶ­ρα τους, γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σουν τὰ εὐ­χα­ρι­στῶ καὶ τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους στὸν θεῖ­ο ἀ­πό­στο­λο. Κο­λυμ­βή­θρα Σι­λω­ὰμ ἦ­ταν ἡ ἐκ­κλη­σί­α του γιὰ τοὺς πο­νε­μέ­νους. Πλεῖ­στα ὅ­σα θαύ­μα­τα γι­νόν­του­σαν ἐ­κεῖ σὲ ὅ­σους με­τέ­βαι­ναν μὲ πί­στη ἀ­λη­θι­νὴ καὶ συν­τρι­βὴ ψυ­χῆς.

πολυτκιον

χος δ’.
ς τν ποστόλων Πρωτόκλητος, κα το Κορυφαίου ατάδελφος, τ Δεσπότ τν λων νδρέα κέτευε, ερήνην τ οκουμέν δωρήσασθαι, κα τας ψυχας μν τ μέγα λεος.

Κοντκιον

χος β’. Τν ν πρεσβείαις.
Τ
ν τς νδρείας πώνυμον θεηγόρον, κα μαθητν τν πρωτόκλητον το Σωτρος, Πέτρου τν σύγγονον εφημήσωμεν· τι ς πάλαι τούτ, κα νν μν κέκραγεν· Ερήκαμεν δετε τν ποθούμενον.

Μεγαλυνριον

Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, Πρωτόκλητος ὥφθης, καί ἀκρότης τῶν Μαθητῶν, Ἀνδρέα θεόπτα, ἐντεῦθεν διανύεις, παθών τάς ἀναβάσεις τῆς ἀναστάσεως.


Εκτύπωση   Email