Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος


                                                                                                             Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

 


Ἔρχεται ὁ Κύριος σέ μία πόλη τῆς Σαμάρειας πού λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ὀνομάσθηκε ἡ πόλη πού ἔκτισε τό 880 π.Χ. ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, Ἀμβρί, ἔπειτα τό ὅρος Σομόρ πού ἦταν ἡ ἀκρόπολή της καί τέλος ὅλο τό βόρειο βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, πού καταλύθηκε ἀπό τούς Ἀσσυρίους τό 721 π.Χ. καί ὁ ἡγεμόνας τούς ἐγκατέστησε ἐκεῖ ἐθνικούς ἀπό πολλά μέρη).
Ἐκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ Ἰακώβ, τό πηγάδι πού ἐκεῖνος εἶχε ἀνοίξει. Κουρασμένος ὁ Κύριος ἀπό τήν ὁδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα ἀπό τό πηγάδι, γιατί οἱ μαθητές Του πῆγαν νά ἀγοράσουν τροφές. Ἔρχεται ἐκεῖ μία γυναίκα ἀπό τή Σαμάρεια νά πάρει νερό καί ὁ Κύριος διψῶντας ὡς ἄνθρωπος, τῆς ζήτησε νερό.
Αὐτή ἀντελήφθηκε ἀπό τήν ἐμφάνισή του ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος καί θαύμασε πώς ἕνας Ἰουδαῖος ζητᾶ νερό ἀπό τήν ἐθνική Σαμαρείτιδα. Ἄν γνώριζες, τῆς εἶπε, τή δωρεά τοῦ Θεοῦ, ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ ζητᾶ νά πιεῖ νερό, ἐσύ θά τοῦ ζητοῦσες καί θά σοῦ ἔδινε ζωντανό νερό. Ὁ Κύριος ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἄν γνώριζε θά γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ νεροῦ, ὅπως ἔπραξε καί ἀπόλαυσε ἀργότερα ὅταν τό ἔμαθε, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν Ἰουδαίων πού ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης. Δωρεά τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἐπειδή θεωρεῖ ἀγαπητούς ὅλους ἀκόμα καί τούς μισητούς ἀπό τοῦ Ἰουδαίους ἐθνικούς καί προσφέρει τόν ἑαυτό Του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς Θεότητός Του.
Ἡ Σαμαρείτιδα δέν κατάλαβε τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ, ἀπορεῖ πού θά βρεῖ νερό χωρίς κουβά σέ ἕνα βαθύ πηγάδι. Ἔπειτα ἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνει μέ τόν Ἰακώβ, πού τόν ἀποκαλεῖ πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τό τόπο καί ἐξαίρει τό νερό μέ τή σκέψη ὅτι δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ καλύτερο. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι τό «νερό πού θά σοῦ δώσω» θά γίνει πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τή πίστη καί ζήτησε νά τό λάβει γιά νά μή ξαναδιψήσει. Ὁ Κύριος θέλοντας νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τῆς λέγει νά φωνάξει τόν ἄνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους ἄνδρες εἶχε καί αὐτόν πού ἔχει τώρα δέν εἶναι δικός της. Ἐκείνη ὅμως δέν στενοχωρεῖται ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως καταλαβαίνει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης καί τοῦ ζητᾶ ἐξηγήσεις σέ ψηλά ζητήματα.
Βλέπετε πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια αὐτῆς τῆς γυναίκας; Πόση συλλογή καί γνώση εἶχε στή διάνοιά της, πόση γνώση τῆς θεόπνευστης Γραφῆς; Καί ἀμέσως τόν ρωτᾶ ποῦ πρέπει νά λατρεύεται σωστά ὁ Θεός, ἐδῶ σ' αὐτό τό τόπο ἤ στά Ἱεροσόλυμα; Καί τότε παίρνει τή ἀπάντηση, ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα ὅποτε οὔτε στό ὅρος αὐτό οὔτε στά Ἱεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα. Τῆς γνωρίζει μάλιστα ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς Ἰουδαίους, δέν εἶπε θά εἶναι, στό μέλλον, γιατί ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος. Ἔρχεται ὥρα καί εἶναι τώρα πού οἱ ἀληθινοί προσκυνητές θά προσκυνοῦν τό Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια.
Γιατί ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατέρας, εἶναι Πατέρας αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιο καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν, τό πράττουν ἔτσι διότι ἐνεργοῦνται δι’ αὐτῶν. Ὁ Κύριος ἀπομακρύνει κάθε σωματική ἔννοια τόπο καί προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεῦμα ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια». Ὡς πνεῦμα πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικά ὅρια. Ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι παντοῦ, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν.
Παντοῦ εἶναι ὁ Θεός ὄχι μόνο ἐδῶ στή γῆ ἀλλά καί ὑπεράνω της γής, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί σέ τόπο ἀόριστος.
Βέβαια καί ἡ ψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι ὅμως σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι καί παντοῦ, γιατί δέν συνέχουν τό σύμπαν ἀλλά αὐτά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος.
Ἡ Σαμαρείτιδα καθώς ἄκουσε ἀπό τό Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ἀναπτερωμένη, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο Μεσσία, τόν λεγόμενο Χριστό πού ὅταν ἔρθει θά μᾶς τά διδάξει ὅλα. Βλέπετε πῶς ἦταν ἐτοιμότατη γιά τήν πίστη; Ἀπό ποῦ θά γνώριζε τοῦτο, ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ πολλή σύνεση; Ἔτσι προλαβαίνει περί τοῦ Χριστοῦ ὅτι θά διδάξει ὅλη τήν ἀλήθεια. Μόλις τήν εἶδε ὁ Κύριος τόσο θερμή της λέγει ἀπροκάλυπτα: Ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός, πού σοῦ μιλῶ. Ἐκείνη γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τή ὑδρία καί τό σπίτι της τρέχει καί παρασύρει ὅλους τούς Σαμαρεῖτες πρός τό Χριστό καί ἀργότερα μέ τόν ὑπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ὡς Ἁγία Φωτεινή) σφραγίζει μέ τό μαρτύριο τήν ἀγάπη της πρός τόν Κύριο.