Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

3 agios-nikolaos-04

 

Ἡ ζωή του

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος γεννήθηκε στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας, ποὺ εἶναι στὴ Μ. Ἀσία, γύρω στὰ 250 μ.Χ. Ἦταν μοναχοπαίδι. Οἱ γονεῖς τοῦ ἤσαν εὐσεβεῖς καὶ καλῆς οἰκονομικῆς καταστάσεως. Ἀκολούθησε τὸν σκληρό, ἀλλὰ ἅγιο δρόμο τῆς ἀσκήσεως, ἀπὸ μικρός.

Σὰν ἔγινε παιδὶ τοῦ Σχολείου, ἦταν ἐπιμελής. Ἔφευγε μακρυὰ ἀπὸ συζητήσεις ἀπρεπεῖς. Δὲν ἤθελε ποτὲ τοῦ ἄτακτες παρέες. Προτιμοῦσε, ἀντὶ τῶν παιγνιδιῶν, τὶς συναναστροφὲς τῶν ἡλικιωμένων. Κοντὰ στοὺς μεγάλους καὶ στοὺς γέροντες ἄκουε συμβουλὲς καὶ παραδείγματα, ποὺ τὸν ὠφελοῦσαν ψυχικά. Ἄκουε γιὰ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τὸ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου. Μάθαινε γιὰ τὶς παγίδες, ποὺ στήνει ὁ σατανᾶς στὴ ζωὴ τῶν ἐναρέτων κι ἔβγαζε πολύτιμα συμπεράσματα.

Ὅταν ὅμως ἦταν ἀρκετὰ μικρός, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο πέθαναν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ἀφήνοντάς του ἀρκετὴ περιουσία. Μποροῦσε τώρα μὲ αὐτὴ νὰ ζήσει καὶ νὰ καλοπεράσει ὁ Νικόλαος. Μποροῦσε νὰ διασκεδάσει καὶ νὰ χαρεῖ τὴ ζωή του. Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν θὰ τὸ δεχόταν ποτέ. Ποτὲ δὲν ἔβαζε τὸν ἑαυτὸ τοῦ μπροστά. Αὐτὸς σκεπτόταν τοὺς ἄλλους. Ὁ νοῦς τοῦ ἔτρεχε στοὺς δυστυχεῖς, στοὺς ἀσθενεῖς, στοὺς φτωχούς, στοὺς ἀδικημένους καὶ τοὺς πεινασμένους, ποὺ ἦταν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδέλφια δικά του.

Πώλησε, λοιπόν, τὴν περιουσία του καὶ τὴν διέθεσε ὅλη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν καὶ ἀδυνάτων. Ἔθρεψε, μὲ τὸ ἀντίτιμο τῆς περιουσίας, ὀρφανὰ καὶ χῆρες. Ἕντυσε γυμνούς, δυστυχισμένους. Ἀνακούφισε ἀπελπισμένους.


Σταματάει τὴν τρικυμία

Κάποτε ὁ Ἅγιος ἀνεχώρησε μὲ ἕνα Αἰγυπτιακὸ καράβι, γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Μαζί του ἦταν καὶ πολλοὶ Χριστιανοί, ποὺ πήγαιναν νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους τόπους. Τὴ νύκτα βλέπει ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο του, ὅτι ὁ διάβολος ἔκοβε τὰ σχοινιὰ τοῦ καταρτιοῦ στὸ καράβι. Μόλις ξύπνησε τὸ πρωὶ εἶπε στοὺς ναῦτες:

- Σήμερα θὰ μᾶς βρεῖ μεγάλη τρικυμία καὶ θὰ ὑποφέρουμε πολύ. Προσευχηθεῖτε στὸ Θεὸ καὶ θὰ μᾶς φυλάξει ἀπὸ τὰ κύματα

Σὲ λίγο φύσηξε ἰσχυρὸς ἄνεμος καὶ ἔγινε θαλασσοταραχὴ μεγάλη. Τὰ χάσανε ὅλοι καὶ περίμεναν τὸν θάνατο.

Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε τότε θερμὰ στὸν Κύριο καὶ ὁ ἄνεμος σταμάτησε. Γαλήνεψε ἡ θάλασσα καὶ ὅσοι ἦταν στὸ πλοῖο ἀνακουφίστηκαν.

 

Ἀνασταίνει τὸν ναύτη

Τὴν ὥρα ὅμως τῆς μεγάλης τρικυμίας κάποιος ναύτης ἀνέβηκε στὸ κατάρτι, γιὰ νὰ δέσει τὰ σχοινιά. Κατεβαίνοντας ὅμως ἔπεσε στὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου καὶ ἔμεινε νεκρός. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος παρακάλεσε τότε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀναστήσει. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ πεθαμένος ναύτης ἀναστήθηκε σὰν νὰ ξύπνησε ἀπὸ ἐλαφρὸ ὕπνο.

 

Ἐκλέγεται Ἀρχιερεὺς

Κοντὰ στὰ Πάταρα ἦταν μία πόλη, ποὺ τὴν ἔλεγαν Μύρα. Ὅταν πέθανε ὁ Ἀρχιερεὺς τῆς πόλεως ἐκείνης, ζητοῦσαν νὰ βροῦν ἕνα καλὸ καὶ ἄξιο Ἀρχιερέα. Συνάχθηκαν λοιπὸν οἱ ἐπίσκοποι καὶ κληρικοὶ τῆς Ἐπαρχίας τῶν Μύρων, γιὰ νὰ ἐκλέξουν Ἀρχιερέα. Σὰν τέτοιο ὁμόφωνα ἐξέλεξαν τὸν Νικόλαο ποὺ ἦταν ἤδη ἱερεύς, φημισμένος γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του.

Ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ φροντίζει τὴν ψυχή του, ἐκοπίαζε τώρα ὡς ἀρχιερεὺς πολύ. Πονοῦσε, ἀγρυπνοῦσε, νήστευε, προσευχόταν. Ἡ φιλανθρωπικὴ δράσις τοῦ Ἁγίου μεγάλωσε πολὺ ὅταν ἔγινε ἀρχιερεύς. Ἔκανε ἐλεημοσύνες καὶ ἀγαθοεργίες πάντοτε ἀθόρυβα. Προσπαθοῦσε νὰ μὴ τὶς ξέρουν οὔτε οἱ κοντινότεροί του. Ἵδρυσε πτωχοκομεῖο, ξενώνα, νοσοκομεῖο καὶ ἄλλα Ἱδρύματα.

Ἦταν πράος, ταπεινὸς καὶ ἀγαθός, ἀλλὰ ἔδειχνε, ὅταν ἔπρεπε, καὶ τὴν ἐπιβαλλόμενη αὐστηρότητα. Στοὺς θρασεῖς καὶ τοὺς ἀδίκους ἤξερε νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ποιμένας, τὴ ράβδο. Πολλὲς φορὲς ἔλεγχε καὶ φοβέριζε ἀδίκους πλουσίους, προκειμένου νὰ ὑπερασπίσει χῆρες, ὀρφανὰ καὶ ἀδυνάτους.


Στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ραπίζει τὸν Ἄρειο

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρουσιάστηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἄρειο. Αὐτὸν ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ μάρτυς, τὸν χειροτόνησε Διάκονο. Ἐκεῖνος ὅμως ἄρχισε μετὰ τὴν χειροτονία του νὰ λέγει πράγματα αἱρετικά. Ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς ἀλλὰ κτίσμα τοῦ Θεοῦ. «Ἢν καιρός, ὄτε οὐκ ἢν ὁ Υἱός...».

Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἀρχιερεύς, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ διάκονο. Μετὰ τὸν θάνατο ὅμως τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ἀνέλαβε Πατριάρχης, ὁ Ἀχιλλᾶς. Αὐτὸς ἔφερε τὸν Ἄρειο σὲ θεογνωσία καὶ τὸν χειροτόνησε Πρωτοπρεσβύτερο Ἀλεξανδρείας. Καὶ ὅσο καιρὸ ζοῦσε ὁ Ἀχιλλᾶς, ὀρθοφρονοῦσε ὁ ἀσεβέστατος Ἄρειος. Μόλις ὅμως πέθανε ὁ Ἀχιλλᾶς, κι ἔγινε Πατριάρχης ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος πάλιν ἄρχισε νὰ κηρύττει τὶς αἱρετικές του δοξασίες.

Ὁ Πατριάρχης τότε τὸν καθήρεσε καὶ τὸν ἀναθεμάτισε. Αὐτὸς ὅμως, ἐξακολουθοῦσε νὰ διαδίδει τὴν αἵρεσή του. Παρέσυρε μάλιστα μὲ τὴ μόρφωσή του καὶ τὴν πονηράδα του καὶ μερικοὺς Ἀρχιερεῖς: τὸν Εὐσέβιο Νικομηδείας, τὸν Παυλίνο Τύρου, τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ πολλοὺς ἄλλους κληρικούς.

Ἡ αἵρεση πλάτυνε σὰν κολλητικὴ ἀρρώστια ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια σ' ὅλη τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἀφρική, στὴν Παλαιστίνη, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τότε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος γιὰ νὰ σταματήσει τὸ σάλο καὶ τὸ κακό, συνεκάλεσε τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια. Ἐκεῖ μαζεύτηκαν 318 ἅγιοι Πατέρες.

Ἀκούστηκαν ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα καὶ φλογεροὶ λόγοι, ποὺ ἀπογύμνωσαν τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση τοῦ Ἄρειου. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν παραδεχόταν τίποτε. Ἀντίθετα προσπαθοῦσε μὲ τὴ ρητορική του δεινότητα νὰ μπερδέψει καὶ νὰ ἀποστομώσει τοὺς Ἁγίους Πατέρες.

Τότε τὸν Ἅγιο Νικόλαο κατέλαβε ἱερὰ ἀγανάκτησις. Σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση τοῦ πλησίασε τὸν Ἄρειο καὶ ἀπὸ θεῖο ζῆλο πλημμυρισμένος, τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατὸ ράπισμα. Αὐτὸ θεωρήθηκε προσβολὴ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ τοὺς ἄλλους ἀρχιερεῖς γι' αὐτὸ καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀφαίρεσαν τὸ ὠμοφόριον, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν νύκτα ὅμως μέσα στὴν φυλακή, φάνηκε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Θεοτόκος ποὺ τοῦ πρόσφεραν ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ ἕνα ὠμοφόριο.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα, πῆγαν μερικοὶ καὶ τοῦ μετάφεραν φαγητό. Τὸν βρῆκαν ὅμως λυμένο ἀπὸ τὰ δεσμά. Φοροῦσε μάλιστα τὸ ὠμοφόριόν του καὶ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιον ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του.

-Ποῦ τὰ βρῆκες αὐτά; Τὸν ρώτησαν.

Καὶ ὁ Ἅγιος τους εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸ τὸ ἔμαθε ὁ βασιλεὺς καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακή. Τοῦ ζήτησε συγχώρεση, καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ Πατέρες. Ἡ φυλάκισή του, ἴσως, ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἀναφέρεται τ' ὄνομά του καὶ ἡ ὑπογραφή του στὰ Πρακτικά της Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Μετὰ τὴ Σύνοδο, ἐπέστρεψαν ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς στὶς ἐπαρχίες τους καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος στὰ Μύρα. Παρ' ὅλο τὸ βάρος τῶν ἐτῶν ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐργάζεται ἐντατικὰ γιὰ τὴν Χριστιανικὴ προκοπὴ τοῦ ποιμνίου του καὶ γιὰ τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας.

 

Ὁ ἅγιος σώζει τρεῖς στρατηγοὺς ἀπὸ ἄδικο θάνατο

Τρεῖς γενναῖοι στρατηγοί, ἀφοσιωμένοι στὸν αὐτοκράτορα ἅγιο Κωνσταντῖνο, οἱ Νεποτιανός, Οὖρσος καὶ Ἐρπυλίων, συκοφαντήθηκαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν ἐπίτροπό του Ἀβλάβιο ὡς στασιαστές. Ρίχτηκαν γι' αὐτὸ τὸ λόγο στὴ φυλακή. Τὸ βράδυ πρὶν ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐκτέλεσής τους, παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Νικόλαος στὸ ὄνειρο τόσο τοῦ αὐτοκράτορα ὅσο καὶ τοῦ ἐπιτρόπου του καὶ ἀπειλώντας τους μὲ τιμωρία ἂν σκότωναν τοὺς ἀθώους, πέτυχε τὴν ἀπελευθέρωσή τους. Ἦταν ἀκόμα ἐν ζωῇ ὁ ἅγιος Νικόλαος.

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ περιγράφεται σὲ ἕνα στιχηρὸ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Ἁγίου:

«Ὤφθης Κωνσταντίνω βασιλεῖ, σὺν τῷ Ἀβλαβίῳ κατ' ὄναρ καὶ τούτους φόβω βαλῶν, οὕτως αὐτοὶς εἴρηκας.

Λύσατε δὴ ἐν σπουδῇ τῆς εἱρκτῆς οὓς κατέχετε δεσμίους ἀδίκως, ἀθώους τυγχάνοντας τῆς παρανόμου σφαγῆς.

Ὅμως ἀλλ' ἐὰν παρακούσης, ἔντευξιν ποιήσομαι ἄναξ, κατά σοῦ πρὸς Κύριον δεόμενος».

 

Ἡ κοίμησίς του

Ἡ ἐσωτερικὴ ἁγιότης τοῦ Ἁγίου Νικολάου ξεχυνόταν στὴ μορφή του. Μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἀναγνωρίσει, μέσα σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ἔστω καὶ ἂν πρώτη φορᾶ τὸν ἔβλεπε, ἀπὸ τὴν Ἁγία του μορφή.

Τόσο δὲ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε καὶ ἦταν σοβαρό, στοχαστικό, καὶ ἐπιβλητικό, ποὺ πολλὲς φορὲς μερικοί, ποὺ τὸν συναντοῦσαν στὸ δρόμο ἐπέστρεφαν στὴ θεογνωσία, χωρὶς νὰ τοὺς διδάξει. Ἡ παρουσία τοῦ τοὺς ἔπειθε. Λυπημένοι, ποὺ πήγαιναν νὰ ποῦν τὸ παράπονό τους σ' αὐτόν, μόνο ποὺ τὸν ἔβλεπαν, τοὺς ἔφευγε ἡ λύπη καὶ τοὺς ἐρχόταν ἡ χαρά.

Ἀλλὰ ἦταν κι αὐτὸς ἄνθρωπος κι ἔπρεπε νὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Τὸ 330 μ.Χ. ἀρρώστησε γιὰ λίγο καὶ κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ. Προτοῦ ὅμως πεθάνει, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδε ἀγγέλους ποὺ ἤρχοντο νὰ παραλάβουν τὴν ἁγιασμένη τοῦ ψυχή. Τότε εἶπε τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαβίδ: «Κύριε, ἐπὶ σοῖ ἤλπισα». Ὅταν ἔφθασε στὸ «εἰς χείρας Σου, Κύριε, παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου» ἔκλεισε τὰ μάτια του. Ἦταν ἡ 6η Δεκεμβρίου τοῦ 330 μ.Χ.

Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Τὰ δάκρυα χύθηκαν ἄφθονα. Θρῆνος, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς στὰ Μύρα, ἡ δὲ κηδεία τοῦ ἔγινε πάνδημη καὶ μεγαλοπρεπής.

Κάτω στὴ γῆ θρηνοῦσαν γιατί ἔχασαν τέτοιο ποιμένα καὶ διδάσκαλο. Ἐπάνω στὸν οὐρανὸ πανηγύριζαν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὅσιοι, μάρτυρες καὶ διδάσκαλοι, γιατί δέχθηκαν τέτοιον Ἅγιο.

Ἡ Ἐκκλησία στὴ Δευτέρα Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατέταξε τὸν Ἅγιο Νικόλαο μεταξὺ τῶν μεγαλυτέρων καὶ ἐπισημοτέρων Ἁγίων, ὡς ἰσαπόστολον. Γι' αὐτὸ κάθε Πέμπτη συνεορτάζεται μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ τροπάρια ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν ἡμέρα αὐτὴ τοῦ ζητοῦν τὴ βοήθεια.


Τὸ Ἅγιο λείψανό του

Τὸ χαριτόβρυτο σῶμα του, ἐναπετέθη στὰ Μύρα. Οἱ χριστιανοὶ ἔκτισαν ἐκεῖ μεγάλο ναὸ ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀπὸ δὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀνάβλυζε ἰαματικὸ μύρο. Γι' αὐτὸ τὸν λένε καὶ Μυροβλήτη.

Τὸ 1118, ἐπὶ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ, οἱ Ἄραβες ἐρήμωσαν πολλὲς πόλεις καὶ μαζὶ μ' αὐτὲς καὶ τὰ Μύρα. Ἔμεινε μόνο ἡ Ἐπισκοπὴ καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου ποὺ παρέμειναν ὡς μοναστήρι μέχρι τὸ 1460.

Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἕνας παπικὸς ἱερέας, ἀπὸ τὴν πόλη Μπάρι τῆς Ἰταλίας, μετέφερε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου ἐκεῖ. Στὸ Μπάρι ἔκτισαν ἀργότερα καὶ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὁ ὁποῖος καὶ σώζεται.

Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου τὰ ἔδωσε ἀργότερα ὁ πάπας στοὺς Ρώσους. Κατόπιν στὸ Κίεβο, οἱ Ρῶσοι τὸ μοίρασαν σὲ πολλὰ τεμάχια. Λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πῆραν καὶ οἱ Ἄγγλοι οἱ ὁποῖοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε. Ὁ πάπας εἶχε κρατήσει τὸ δεξί του χέρι, ἀλλὰ ἀργότερα, τὸ 1520, τὸ ἔδωσε καὶ αὐτὸ στὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχῖας. Σώζεται στὸ Βουκουρέστι, μέσα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου τιμᾶται στὶς 6 Δεκεμβρίου. Στὶς 20 Μαΐου γιορτάζεται καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του.

 

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Στρειδᾶς

Στὸ Ἅγιον Ὅρος ὑπάρχει ἕνα μοναστήρι, ποὺ ὀνομάζεται τοῦ Σταυρονικήτα. Ἕνα μικρὸ καὶ φτωχὸ μοναστηράκι τιμημένο στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τὸ μοναστήρι αὐτό, στὴν ἀρχὴ κτίστηκε εἰς μνήμην τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Στὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων ὅμως, οἱ μοναχοὶ ἔρριξαν πολλὲς εἰκόνες στὴ θάλασσα γιὰ νὰ μὴν τὶς μολύνουν τὰ χέρια τῶν εἰκονομάχων. Μία ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἐκεῖνες, ἦταν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ βρίσκεται σήμερα στὸ μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα καὶ ποὺ εἶναι μία ἀπὸ τὶς θαυματουργὲς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Ὅρους.

Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τὸ ἔκαψαν κάποτε οἱ κουρσάροι. Ὁ Πατριάρχης, ὁ Ἱερεμίας ὁ Παλαιός, θέλησε νὰ τὸ ξανακτίσει στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κι ἐνῶ οἱ κτίστες ἄρχισαν τὸ κτίσιμο, οἱ μοναχοὶ ἔρριψαν τὰ δίκτυα στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πιάσουν ψάρια. Ὅταν ὅμως τράβηξαν τὰ δίκτυα βρῆκαν μέσα σ' αὐτὰ τὸ θαυματουργὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Στὸ μέτωπο τοῦ ἦταν κολλημένο ἕνα στρείδι. Ὅταν τὸ τράβηξαν γιὰ νὰ τὸ ξεκολλήσουν συνέβη κάτι τὸ συγκλονιστικό. Ἔτρεξε αἷμα ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ στρείδι! Ἀπ' αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὀνομάσθηκε, Ἅγιος Νικόλαος Στρειδᾶς. Καὶ ἡ ὀνομασία αὐτὴ παραμένει μέχρι σήμερα.

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι πολὺ παλαιά. Εἶναι φτιαγμένη ὄχι μὲ ζωγραφική, εἶναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εἰκόνες μωσαϊκές, ὅπως τὶς λέμε, ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ σὲ τοίχους ἀρκετῶν ναῶν. Τέτοιες ὑπάρχουν στὸ Δαφνί, στὴν Ἁγία Σοφία, στὸν Ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, στὴν Ἀγγελόκτιστη στὸ Κίτι καὶ ἀλλοῦ. Φιλοτεχνημένες ὅμως σὲ ξύλινα, μικρὰ εἰκονίσματα ὑπάρχουν πολὺ λίγες.

Μόλις εἶδε ὁ Πατριάρχης τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ εἰκονίσματος, ἀφιέρωσε τὸ καινούριο μοναστήρι ποὺ κτιζόταν, στ' ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ὄχι τοῦ Προδρόμου. Τὸ θαῦμα αὐτὸ συνέβη στὰ 1553.