ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΤΕΧΟΝΤΑ ΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ὁ δρόμος γιά τίς νέες τάσεις εἶναι σήμερα ὅσο ποτέ ἀνοικτός. Κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἡ χριστιανική πίστη δέν προσδιορίζει πλέον βασικούς τομεῖς τῆς ζωῆς μας, ὅπως εἶναι ἡ παιδεία, ἡ νομοθεσία, ἡ πολιτική, ἡ λογοτεχνία, ἡ μουσική κ.ο.κ. Οἱ τομεῖς αὐτοί ἀποχρωματίζονται θρησκευτικά καί διαβρώνονται ὅλο καί περισσότερο ἀπό τήν τάση τῆς λεγόμενης «Νέας Ἐποχῆς», πού ἀποσκοπεῖ στή σύγκλιση θρησκειῶν καί πολιτισμῶν, μέ βάση τήν ὁλιστική θεώρηση τῶν πάντων, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τό μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλπίδας καίὁλόκληρο τόν πολιτισμό μας.
Οἱ ὑπεύθυνοι παράγοντες τῆς πνευματικῆς, πολιτικῆς καί πολιτιστικῆς ζωῆς στίς Ὀρθόδοξες χῶρες δέν φαίνεται νά ἔχουν ἀντιληφθεῖ τόν κίνδυνο σέ ὅλη τήν ἔκτασή του καί τίς καταστροφικές συνέπειες ἀπό τήν ἐπικράτηση τῶν νέων τάσεων. Ἡ Ὀρθοδοξία, μέσα ἀπό τόν πνευματικό της πλοῦτο θά ἠδύνατο νά προσφέρει τίς λύσεις στά ἀδιέξοδα τοῦ καιροῦ μας, ὥστε νά καταστοῦν περιττές οἱ «προσφορές» τῶν ποικίλων παραθρησκευτικῶν ὁμάδων. Ὅμως ἀντί γι’ αὐτό, οἱ Ὀρθόδοξες χῶρες ἔγιναν γιά τίς ὁμάδες αὐτές «ἱεραποστολικός ἀγρός».
Οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται σέ θέσεις εὐθύνης δέν γνωρίζουν σχεδόν καθόλου τό πρόβλημα. Οἱ περισσότεροι μένουν ἀνυποψίαστοι γιά τή σοβαρότητα τοῦ κινδύνου. Ὅμως ἐκεῖνοι πού παρακολουθοῦν προσεκτικά τίς ἐξελίξεις στό παγκόσμιο θρησκευτικό καί κοσμοθεωριακό σκηνικό γνωρίζουν ὅτι σήμερα ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται μπροστά σέ παρόμοια ἀπειλή, ὅπως ἡ πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκινδύνευσε νά διαβρωθεῖ ἀπό τό κῦμα τοῦ γνωστικισμοῦ.
Γνωρίζουμε ὅτι κατά τήν ἐποχή τῶν χριστιανῶν ἀπολογητῶν ἦταν ἕνας καιρός ριζικῆς ἀλλαγῆς. Τό ἐθνικό πνεῦμα καί οἱ ποικίλες θεότητες ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψουν τό ἔδαφος. Ποικίλες τάσεις καί κοσμοθεωρίες πάσχιζαν νά καταλάβουν τό κενό πού ἐδημιουργεῖτο. Οἱ χριστιανοί ἀπολογητές καί οἱ μετέπειτα πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέχθηκαν τήν ποικίλη ἰδεολογική πρόκληση, πρόσφεραν λύσεις στό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καί ὁριοθέτησαν τήν Ὀρθοδοξία, ὥστε οἱ πιστοί νά ἔχουν ἕνα σταθερό «μέτρο» καί σημεῖο ἀναφορᾶς, πού νά τούς προφυλάσσει ἀπό τή σύγχυση καί τήν ἀβεβαιότητα τοῦ ἄκρατου συγκρητισμοῦ. Οἱ χριστιανοί ἀπολογητές προσδιόρισαν τήν χριστιανική εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καί ἔγιναν οἱ θεμελιωτές τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Πάνω στήν ἴδια ἀντίληψη γιά τόν ἄνθρωπο θεμελιώνεται ἀκόμη καί σήμερα ὁλόκληρος ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός. Πάνω στή χριστιανική ἀνθρωπολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος στήν ἐπιλογή του καί ἑπομένως ὑπεύθυνος γιά τίς πράξεις του. Ἡ ἔννοια τῆς εὐθύνης γιά τόν συνάνθρωπο καί γιά τό κοινωνικό σύνολο, πού κατοχυρώνεται σέ ὅλα τά ἐλεύθερα Συντάγματα στηρίζεται στήν χριστιανική ἀντίληψη γιά τόν ἄνθρωπο.
Οἱ ποικίλες παραθρησκευτικές ἐξωευρωπαϊκές καί ἐξωχριστιανικές ὁμάδες προβάλλουν σήμερα διαφορετική ἀνθρωπολογία καί ἀπειλοῦν τά θεμέλια τῆς κοινωνίας μας. Ἡ μόνη δυνατότητα ἀντιμετωπίσεως αὐτοῦ τοῦ κινδύνου βρίσκεται καί πάλι στήν ἀπολογητική τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά διαπιστώνουμε, ὅτι σήμερα ἡ ἀπολογητική μας διακονία περιθωριοποιεῖται. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν βασικῶν συνεργατῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀγνοοῦν τά στοιχεῖα πού προδιορίζουν τίς ποικίλες κοσμοθεωριακές τάσεις, οἱ ὁποῖες ἀπειλοῦν ἀκόμη καί τή σωματική καί ψυχική ἰσορροπία τῶν νεαρῶν κυρίως θυμάτων τους. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς πολλοί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας δραστηριοποιοῦνται σέ ποικίλους κοινωνικούς τομεῖς καί συντελοῦν στήν ἀντιμετώπιση βιοτικῶν ἀναγκῶν καί κοινωνικῶν προβλημάτων. Ἀλλά δέν κάνουν τίποτε τό γενναῖο γιά νά προφυλάξουν ἀνυποψίαστους νέους, πού πέφτουν θύματα κα¬θη¬με¬ρι¬νῶν μεθοδεύσεων καί παγίδων ἀπό μέρους παραθρησκευτικῶν ὁμάδων καί ὁδηγοῦνται σέ ἀπόλυτη ἐξάρτιση ἀπό ποικίλα ψυχοναρκωτικά. Ἡ μόνη ἁρμοδία νά προσφέρει οὐσιαστική βοήθεια γιά νά ὁδηγήσει στήν ἐλευθερία ἀπό τέτοιου εἴδους ἐξαρτήσεις, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Γιατί μόνο αὐτή εἶναι ἱκανή νά δώσει πραγματική λύση στά ὑπαρξιακά κενά, πού ὁδηγοῦν σέ τέτοιου εἴδους ἀναζητήσεις καί νά ἐντάξει στήν ἐν Χριστῷ κοινωνία καί στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἡ ὁποία καταξιώνει τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ἀνταποκρίνεται στήν ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου, πού προσδιορίζει τήν ὑπαρξιακή του ταυτότητα.
Γιά νά προσφερθεῖ ὅμως αὐτή ἡ βοήθεια εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε περισσότερα γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς. Πρέπει νά ξέρουμε τήν προέλευσή τους, τά εἰδικά προβλήματα καί τίς εἰδικές ἀνάγκες τους. Ὅλα αὐτά τά προσφέρει ἡ ἀπολογητική τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία πρέπει νά ξαναβρεῖ τό ἀληθινό της περιεχόμενο καί τή βασική θέση πού τῆς ἀνήκει δίπλα ἀπό τή λατρευτική ζωή, τό κήρυγμα καί τήν κοινωνία ἀγάπης στά πλαίσια τῆς ὅλης ζωῆς καί δραστηριότητας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀπολογητική τῆς Ἐκκλησίας μας ὀφείλει σήμερα ὅσο ποτέ ἄλλοτε νά ἀποτελέσει ἰδιαίτερο μέλημα στήν προσπάθεια γιά μιά εὐρύτερη μόρφωση καί προετοιμασία τῶν μελλοντικῶν στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως διαπιστώνουμε πώς αὐτή τή θέση δέν συμμερίζονται οἱ παράγοντες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν εὐθύνη γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν θεολόγων μας. Μεταξύ πολλῶν ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων, κυριαρχεῖ ἕνα πνεῦ¬μα πού στρέφεται ἐναντίον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπολογητικῆς. Ἀποφεύγεται συστηματικά ἡ ὁριοθέτηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἡ ἀντιπαράθεση. Τόσο ἡ ὁριοθέτηση, ὅσο καί ἡ ἀντιπαράθεση ἀξιολογοῦνται ἀρνητικά, διότι, δῆθεν, ἰδεολογικοποιοῦν τήν πίστη. Ἡ ἀπολογητική διακονία δέν ἔχει πλέον νά ἀντιμετωπίσει μόνο τήν πολεμική ἀπό μέρους τῶν ποικίλων αἱρέσεων, τῆς παραθρησκείας καί ἀπό μέρους τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου, πρέπει νά ἀντιμετωπίσει καί τήν ἐναντίωση τῶν ἀνθρώπων μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι περισσότερο ἀνησυχητικό σ’ αὐτή τήν ὑπόθεση. Πίσω ἀπό τήν ἀρνητική στάση κρύβεται μιά διαφορετική ἀντίληψη περί τῆς μοναδικότητας τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή, ὁ Χριστός εἶναι μέν «ἡ ὁδός», ἀλλά αὐτή τήν ὁδό μποροῦν νά τήν βαδίσουν καί ἄνθρωποι ἐκτός τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὁδηγεῖ μερικούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους, ὅταν μιλοῦν γιά τίς διάφορες ἐξωχριστιανικές θρησκεῖες, νά μή τό κάνουν μέ κριτικό πνεῦμα, οὔτε νά καταβάλουν προσπάθεια ὁριοθετήσεως τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἔτσι οἱ νεαροί θεολόγοι μας ἐκπαιδεύονται σέ ἕνα «οὐδέτερο» πνεῦμα.
Αὐτό τό οὐδέτερο πνεῦμα τό ὁποῖο σήμερα ὀνομάζεται «ἐπιστημονικό» ἤ «ἀντικειμενικότητα», καλλιεργήθηκε ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους πολύ πρίν ἐμφανισθοῦν οἱ διάφορες ἀποκρυφιστικές, γκουρουιστικές, νεογνωστικές ὁμάδες καί ψυχολατρεῖες. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό ἐκπαιδευτικά ἐγχειρίδια γιά τούς θεολόγους φοιτητές κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες. Ὄχι ἡ ὁριοθέτηση ἤ ἡ ἀντιπαράθεση, ἀλλά ἡ ἀναζήτηση «κοινῶν σημείων» καί «κοινοῦ θρησκευτικοῦ ἐδάφους» βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τῆς ἀκαδημαϊκῆς μας θεολογίας, ἄσχετα ἀπό τό γεγονός ὅτι ὑπάρχουν καί λαμπρές ἐξαιρέσεις.
Σύμφωνα μέ τή νέα τάση ἀκαδημαϊκῶν μας θεολόγων, εἰσάγεται νέα χριστολογία καί νέα ἐκκλησιολογία. Γίνεται ἔμμεση ἀντιπαραβολή ἀνάμεσα στήν «κατεστημένη» ἤ «ἱστορική Ἐκκλησία», προφανῶς μέ τήν «πνευματική Ἐκκλησία», στήν ὁποία ἀνήκουν δῆθεν καί οἱ ὀπαδοί ἐξωχριστιανικῶν θρη¬σκει¬ῶν. Ὁ Χριστός λογίζεται κρυμμένος παντοῦ, «κοιμᾶται» τή νύκτα τῶν θρησκειῶν. Δέν χρειάζεται κανείς νά ἐνταχθεῖ στήν «ἱστορική Ἐκκλησία», γιά νά γίνει μέτοχος τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή τῆς σωτηρίας. Μέ αὐτή τήν τοποθέτηση γίνεται κατανοητό γιατί μεταξύ ἀκαδημαϊκῶν μας θεολόγων κυριαρχεῖ ἡ τάση ἀντικαταστάσεως τῆς θεολογίας μέ τή θρησκειολογία, πρᾶγμα πού σημαίνει ὁλοκληρωτική μετατόπιση τοῦ πεδίου. Στό ἐπίκεντρο δέν τίθεται πλέον ἡ θεία ἀποκάλυψη, ἀλλά τό θρησκευτικό φαινόμενο, ἡ θρησκευτική παράδοση, ἡ θρησκευτική ἐμπειρία, τό πνεῦμα τῆς θρησκείας. Ἔτσι γίνεται λόγος γιά διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις ἤ ἐμπειρίες, πού προσδιορίζονται ἐντελῶς ἐνδοκοσμικά, γιά διάφορες θρησκεῖες πού ὅλες κινοῦνται στό ἴδιο ἔδαφος (προσδιορίζονται ψυχολογικά) καί πρέπει νά ἀξιολογοῦνται ὡς «ἴσες καί ὅμοιες».
Ἡ τάση αὐτή ἀκυρώνει τό ἔργο τοῦ θεολόγου καί τόν μεταβάλλει σέ θρησκειολόγο καί μάλιστα μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν πρέπει νά ἐκφράζει θέση, οὔτε νά προβαίνει σέ ἀντιπαράθεση, ἀλλά νά μένει «ἀντικειμενικός παρατηρητής», δηλαδή νά ἐγκαταλείπει κάθε σταθερό καί ἐκ τῶν προτέρων προσδιορισμένο πνευματικό ἔδαφος. Αὐτή εἶναι ἡ τάση πού «πέρασε» στήν Ἀμερική καί στήν Εὐρώπη κατά τόν περασμένο αἰῶνα μέ τήν παρουσία Ἰνδῶν γκουροῦ στό «Κοινοβούλιο τῶν Θρησκειῶν» (Σικάγο 1893) καί μέ τή Θεοσοφία τῆς Ἕ. Π. Μπλαβάτσκυ. Στή χώρα μας ἀκούγονται σήμερα ἐπίσημες φωνές, τό ποιμαντικό τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς νά μετονομαστεῖ σέ θρησκειολογικό καί τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν νά ἀντικατασταθεῖ μέ θρησκειολογικό μάθημα.
Ἡ νέα τάση τείνει νά ἐναρμονιστεῖ κατά ἕνα τρόπο, μέ τήν προπαγάνδα ἑκατοντάδων παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, πού βρίσκουν ἀπήχηση μεταξύ νέων ἀνθρώπων. Οἱ ὁμάδες αὐτές κηρύττουν, ὅτι δέν ὑπάρχει ἀξιολογική διάκριση ἀνάμεσα σέ ἰδέες ἤ σέ ὁποιεσδήποτε θρησκευτικές ἤ ἄλλες ἀπόψεις. Δέν ὑπάρχει ἀντικειμενική διαφορά ἀνάμεσα στήν ἀλήθεια καί στό ψεῦδος, στό καλό ἤ στό κακό. Ὅλα ἀποτελοῦν ἐκδηλώσεις τῆς μιᾶς πραγματικότητας (ἀπόλυτος μονισμός) καί ποικίλουν ἀνάλογα μέ τό ἐξελικτικό ἐπίπεδο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ κάθε λαοῦ, στήν κάθε ἐποχή. Δέν χρειάζεται συνεπῶς ὁριοθέτηση, δέν χρειάζεται ἀντιπαράθεση.
Αὐτή ἡ ἰσοπέδωση ἤ «ἐναρμόνιση» τῶν θρησκειῶν, τῶν ἀξιῶν, τῶν πολιτισμῶν, «περνάει» τώρα καί σέ νομικά κείμενα καί διεθνεῖς συμβάσεις καί τείνει νά κατοχυρωθεῖ ὡς «διεθνές δίκαιο». Ἐπίλεκτα στελέχη τοῦ ΟΗΕ καί ἄλλων διεθνῶν ὀργανισμῶν ἀνήκουν σήμερα στό χῶρο αὐτό τοῦ ἀκατάσχετου συγκρητισμοῦ καί ἀποκρυφισμοῦ καί προωθοῦν τήν ἰδέα τῆς παν-θρησκείας καί τοῦ παν-πολιτισμοῦ μέ ποικίλους τρόπους.
Ἀπό τέτοιους κύκλους καταβάλλεται σήμερα συντονισμένη προσπάθεια νά καθοριστοῦν ἑνιαῖα καί γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, οἱ σκοποί τῆς παιδείας («νέα παγκόσμια ἐκπαίδευση») γιά νά δημιουργηθεῖ, ὅπως διακηρύττουν, ἕνας «νέος παγκόσμιος πολιτισμός», μιά «νέα παγκόσμια ἠθική» καί «μία νέα παγκόσμια κοσμική πνευματικότητα»!
Βέβαια οἱ ἑπώνυμοι αὐτοί παράγοντες τῶν Διεθνῶν Ὀργανισμῶν, κάνουν αὐτές τίς σαφεῖς διακηρύξεις σέ ἐσωτερικά, ἀποκρυφιστικά ἔντυπα. Στά κείμενα τῶν Διεθνῶν Συμβάσεων γίνεται λόγος γιά διάφορους πολιτισμούς, ἀλλά μέσῳ τῶν ἑνιαίων σκοπῶν τῆς παιδείας ἐπιδιώκεται ἡ σύγκλιση τῶν θρησκειῶν καί πολιτισμῶν καί ἡ ἑνοποίηση τοῦ κόσμου μέ βάση τήν ἐναρμόνιση σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀποφυγή ὁριοθετήσεως τῆς πίστεως, ἡ ὑπογράμμιση τοῦ «κοινοῦ ἐδάφους» καί τοῦ «κοινοῦ σκοποῦ» καί «στόχου», στόν ὁποῖο «φθάνει κανείς ἀπό διαφορετικούς δρόμους», ἀφαιρεῖ ἀπό τούς νέους ἀνθρώπους κάθε σταθερό ἔδαφος κάτω ἀπό τά πόδια τους καί ὁδηγεῖ στήν πλήρη σύγχυση καί ἀβεβαιότητα.
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι καί ἰδιαίτερα οἱ νέοι νιώθουν τήν ἀνάγκη νά προσδιορίσουν τήν ὑπαρξιακή τους ταυτότητα, τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς τους καί συγκεκριμένες κοινωνικές δομές, στά πλαίσα τῶν ὁποίων μποροῦν νά αἰσθάνονται βεβαιότητα καί νά προσδιορίζουν τήν πνευματική τους πατρίδα· δέν ἐπιθυμοῦν νά μείνουν ἄστεγοι πνευματικά. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ «ἐναρμόνιση» τῶν θρησκειῶν καί τῶν πολιτισμῶν δέν τούς ἱκανοποιεῖ. Τό ἐσωτερικό κενό ἐκμεταλλεύονται ποικίλες ὁμάδες καί προσφέρουν στούς νέους «σταθερές δομές», μιά «ἡγεσία» ἤ ἕνα «φύρερ» καί μιά ἰδεολογία πού δίνει δῆθεν ἀπαντήσεις γιά ὅλα τά θέματα.
Μερικές ἀπό τίς ὁμάδες αὐτές ἀπέκτησαν πολιτική καί οἰκονομική ἰσχύ καί κατάφεραν νά διαβρώσουν πρόσωπα πού ἔχουν θέσεις εὐθύνης στήν πολιτική, στούς διάφορους κοινωνικούς φορεῖς, στήν ἐκπαίδευση ὅλων τῶν βαθμίδων, στή δικαιοσύνη, στή δημόσια ἀσφάλεια, ἀκόμη καί σ’ αὐτήν τήν Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπό τούς βασικούς στόχους εἶναι ἡ διάβρωση καί τῶν διεθνῶν διαχριστιανικῶν ὀργανώσεων, ὅπως εἶναι τό ΠΣΕ.
Οἱ νέες τάσεις διαδίδονται σήμερα μέσα ἀπό ἐπίσημα κανάλια, ὅπως εἶναι τά κρατικά μέσα ἐνημερώσεως, τά νηπιαγωγεῖα, τά δημοτικά σχολεῖα, τά γυμνάσια, τά λύκεια, τά πανεπιστήμια. Περνοῦν μέσα στά διδακτικά βιβλία ὅλων τῶν βαθμίδων. Παρουσιάσθηκαν περιπτώσεις θεολόγων, πού παρασύρθηκαν καί ἐντάχθηκαν σέ ὁλοκληρωτικές παραθρησκευτικές ὁμάδες, διατηρώντας ταυτόχρονα καί τήν ἰδιότητα τοῦ δασκάλου τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος στά σχολεῖα μας. Ἐξωχριστιανικές ἰδέες, ὅπως εἶναι ἡ δοξασία τοῦ κάρμα καί τῆς μετενσαρκώσεως, διαδίδονται σήμερα μέ κάθε τρόπο, περνοῦν μέσα ἀπό τή λογοτεχνία καί ἀπειλοῦν τά θεμέλια τῆς κοινωνίας μας.
Ἡ κοινωνία μας καί ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας στηρίζονται στήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ὑπευθυνότητας. Χωρίς ἐλευθερία καί ὑπευθυνότητα, χωρίς τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τίς πράξεις του ἀπέναντι στόν Θεό ἤ καί στό κοινωνικό σύνολο, καταλύεται τό οἰκοδόμημα τῆς κοινωνίας μας, ἀκυρώνονται ὅλες οἱ πνευματικές μας ἀξίες. Ἡ δοξασία τοῦ κάρμα καί τῆς μετενσαρκώσεως προϋποθέτει μιά ἀντίληψη γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο (ἀπόλυτος μονισμός) διαφορετική ἀπό ἐκείνη στήν ὁποία στηρίζεται ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀνάμιξη τέτοιων ἰδεῶν, πού προβάλλονται μερικές φορές μέ χριστιανικούς ὅρους, ἀποτελοῦν βασικό ἐμπόδιο στήν προσπάθεια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης νά ἀναζητήσει τό ἀληθινό της πνευματικό πρόσωπο.
Ἐξάλλου, μερικές θρησκευτικές ὁμάδες, ἀσιατικῆς προελεύσεως, πού ἐγείρουν ἀπόλυτη ἀπαίτηση στήν κοινωνία, αὐτοπροβάλλονται ὡς ἡ μόνη ἐναλλακτική πρόταση γιά τή διέξοδο ἀπό τή γενική κρίση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτό δέν φαίνεται νά τό λαμβάνουν ὑπόψη τους ἐκεῖνοι πού θέλουν νά συγκαταλέξουν καί αὐτές τίς ὁμάδες στούς οἰκοδόμους τοῦ «κοινοῦ εὐρωπαϊκοῦ σπιτιοῦ». Αὐτή ἡ καταστροφική γιά τόν πολιτισμό μας καί γιά τήν πνευματική φυσιογνωμία τῆς Εὐρώπης θέση, καταδεικνύει καί πάλι τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀπολογητικῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Διαφορετικά δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντιληφθεῖ κανείς ὅτι πρόκειται γιά ἑτερογενεῖς θρησκευτικές παραδόσεις καί γιά ἐξωευρωπαϊκή ἀπειλή ἐναντίον τῆς πνευματικῆς ταυτότητας τῆς Εὐρώπης.
Τά τελευταῖα χρόνια παρατηροῦμε ὅλο καί πιό συχνά τήν ταύτιση τῆς πολιτικῆς μέ τή θρησκεία, τή θρησκευτικοποίηση τῆς πολιτικῆς καί τήν πολιτικοποίηση τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ξένη πρός κάθε ἐνεργό ἀνάμιξη στήν πολιτική ζωή. Μόνο σέ δύσκολες ἱστορικές καταστάσεις ἡ Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει τόν ρόλο τοῦ Ἐθνάρχου μας καί παρεμβαίνει γιά τό καλό τοῦ λαοῦ. Δέν μπορεῖ συνεπῶς νά συναγωνιστεῖ τέτοιες τάσεις.
Ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νά συμβάλει στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐθνικῶν κινδύνων, πού δημιουργοῦνται ἀπό αὐτή τήν ἀνάμιξη καί ταύτιση τῆς θρησκείας μέ τήν πολιτική, ὁριοθετώντας αὐτούς τούς τομεῖς καί προβάλλοντας στά ποικίλα προβλήματα τοῦ σύγχρονου κόσμου, τή δική της ὀρθόδοξη πρόταση.
Σήμερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, εἶναι ἀναγκαία ἡ διορθόδοξη συνεργασία. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ τόν μεγαλύτερο θησαυρό γιά τούς Ὀρθόδοξους λαούς. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀντιμετωπιστεῖ ἀπό κοινοῦ ἡ ἔξωθεν ἀπειλή. Οἱ Ὀρθόδοξοι λαοί τῆς Εὐρώπης μπο¬ροῦν νά συμβάλουν οὐσιαστικά στόν προσδιορισμό καί στή διατήρηση τῆς πνευματικῆς φυσιογνωμίας τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης. Γι’ αὐτό καί ἡ πολιτική ἐξουσία στίς Ὀρθόδοξες χῶρες εἶναι ἀνάγκη νά κατανοήσει τήν ἀξία τοῦ θησαυροῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, νά διευκολύνει καί νά ἐνισχύσει αὐτή τή συνεργασία μέ κάθε δυνατό τρόπο.
Οἱ ἐξωευρωπαϊκές καί ἐξωχριστιανικές τάσεις καί ἰδεολογίες ἀπειλοῦν σήμερα τήν πνευματική, πολιτιστική, κοινωνική καί ἐθνική ὑπόσταση τῶν λαῶν μας. Αὐτό πού ἄλλοτε ἐπεδιώκετο μέ τήν ἀπειλή τῶν ὅπλων καί μέ πολεμική σύρραξη, ἐπιδιώκεται σήμερα μέ τή διάβρωση ὅλων τῶν τομέων τῆς ζωῆς μας. Οἱ ἄνθρωποι τῶν ποικίλων τάσεων πού ἐπιδιώκουν αὐτή τή διάβρωση βρίσκονται σήμερα παντοῦ.
Ἡ Πολιτεία διακατέχεται ἀπό φοβία μήπως κατηγορηθεῖ ὅτι προβαίνει σέ θρησκευτικές διακρίσεις καί δέν φαίνεται διατεθειμένη νά προστατεύσει τήν πνευματική ὑπόσταση τοῦ λαοῦ ἀπό ἀθέμιτες παρεμβάσεις στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Θεωρεῖ μᾶλλον τό ζήτημα «θρησκευτικό» καί δέν εἶναι σέ θέση νά συνειδητοποιήσει τίς οἰκονομικές, πολιτικές, κοινωνικές καί ἐθνικές του προεκτάσεις.
Τό ἐθνικό συμφέρον, ἡ δημόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη, κατοχυρωμένα συνταγματικά, δέν λογίζονται ἴσως ἀρκετά νά θεμελιώσουν μιά διαφορετική ἀντιμετώπιση, πού θά μᾶς προστατεύει ἀπό τήν ἀπειλή τῶν ψυχοναρκωτικῶν ἤ τουλάχιστον θά ἀπομακρύνει ἀπό τή στάση τῶν «ἴσων ἀποστάσεων» ἤ τῆς «ἴ¬σης μεταχείρισης». Ἡ Πολιτεία δέν φαίνεται νά εἶναι διατεθειμένη νά λάβει ὑπόψη της τό ἀληθινό νόημα, πού ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν λαῶν μας δίνει στόν ὅρο χρηστά ἤθη καί δημόσια τάξη. Σέ πολλές περιπτώσεις ἡ στάση αὐτή ὀφείλεται σέ ἐλλιπή ἐνημέρωση. Ὅλα αὐτά ἀποδεικνύουν, ὅτι καί ἡ Πολιτεία πρέπει νά ἀναγνωρίσει τή σημασία καί νά ἀξιολογήσει ἀνάλογα τήν ἀπολογητική τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πρέπει σήμερα νά κινηθεῖ σέ πανορθόδοξο πλαίσιο.
Εἶναι ἀνάγκη νά μελετηθοῦν σέ βάθος οἱ σύγχρονες ἐξωχριστιανικές τάσεις καί ὁμάδες, πού δημιουργοῦν τεράστια προβλήματα στίς Ὀρθόδοξες χῶρες. Νά προσδιοριστεῖ τό ἀληθινό τους πρόσωπο πίσω ἀπό πολυάριθμα προσωπεῖα, οἱ διεθνεῖς διασυνδέσεις καί οἱ ἀληθινοί σκοποί τους. Νά ἐπισημανθοῦν οἱ ἀθέμιτες μεθοδεύσεις τους καί οἱ καταστροφικές συνέπειες γιά τήν προσωπικότητα τῶν θυμάτων, οἱ ἀρνητικές ἐπιπτώσεις στήν πνευματική, κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική καί ἐθνική ζωή τῶν λαῶν μας. Εἶναι ἀνάγκη νά ἐκδοθοῦν κατάλληλα βιβλία γιά τήν ἐνημέρωση τῶν συνεργατῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας, τῶν ἐκπαιδευτικῶν, τοῦ εὐρύτερου κοινοῦ καί ἰδιαιτέρως τῶν νέων. Καθίσταται ἀπολύτως ἀναγκαία ἡ ἐκπαίδευση βασικῶν συνεργατῶν, ὥστε νά ἀντιμετωπιστοῦν τά ποικίλα προβλήματα σέ ὅλους τούς τομεῖς καί σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς πνευματικῆς, κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς μας ζωῆς.
Μερικές ὁμάδες μέ τεράστια οἰκονομικο-πολιτική ἰσχύ σέ παγκόσμια κλίμακα ἀποβλέπουν στήν ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ μέλλοντος μέσω διαβρώσεως τῆς ἡγετικῆς τάξεως τῆς νεολαίας. Εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχυθεῖ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα. Μέσῳ τοῦ μαθήματος αὐ¬τοῦ τά παιδιά μας πρέπει νά ἀποκτοῦν ἕνα σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς καί μέτρο κρίσεως, νά ὁριοθετοῦν τήν ὀρθόδοξη πίστη τους ἔναντι κάθε ἐξωχριστιανικῆς τάσεως, νά καλύπτουν τά ὑπαρξιακά τους κενά στό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας καί νά ἐνισχύεται μέσα τους ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα νά διαπνέεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, νά κινεῖται στό πλαίσιο τοῦ ποιμαντικοῦ μας ἔργου καί ὄχι στό πλαίσιο τῆς «οὐδέτερης» καί «ἀντικειμενικῆς ἐνημέρωσης» θρησκειολογικοῦ τύπου. Ἕνα τέτοιο θρησκειολογικό μάθημα στά Ὀρθόδοξα σχολεῖα θά ἀποτελοῦσε κατάφορη παραβίαση τοῦ δικαιώματος τῶν γονέων νά καθορίζουν τή θρησκευτική ἀγωγή τῶν παιδιῶν τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι γονεῖς, μέ τό νά ἐντάξουν τά παιδιά τους μέ τό βάπτισμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐξεδήλωσαν τήν πρόθεσή τους νά τούς δώσουν θρησκευτική ἀγωγή, πού νά ἀνταποκρίνεται στό φρόνημα τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ. Ἡ Πολιτεία ὀφείλει νά σεβαστεῖ αὐτό τό δικαίωμα τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν γονέων στίς Ὀρθόδοξες χῶρες καί νά παράσχει τά ἀπαραίτητα μέσα γιά τό σκοπό αὐτό.
Ἡ Πολιτεία ὀφείλει ἀκόμη νά εἶναι σέ θέση νά προδιορίζει κατά πόσον ἡ ταυτόχρονη ἰδιότητα τοῦ ὀπαδοῦ μιᾶς παραθρησκευτικῆς ὀργανώσεως καί τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου, ἰδίᾳ δέ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ, συμβιβάζεται μέ τίς ὑποχρεώσεις πού ἀναλαμβάνει ἕνας δημόσιος ὑπάλληλος μέ βάση τό Σύνταγμα τῆς χώρας.
Κλείνοντας, ὑπογραμμίζουμε τήν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά δημιουργηθεῖ καί νά λειτουργήσει σέ πανορθόδοξο πλαίσιο ἕνα Ὀρθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο Ἀπολογητικῆς γιά τήν ἔρευνα τοῦ ὅλου σκηνικοῦ τῶν ἐξωχριστιανικῶν τάσεων καί γιά τήν ἐκπαίδευση καί μετεκπαίδευση εἰδικῶν συνεργατῶν στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὀρθοδόξων λαῶνμας.

Περιοδικό: «διάλογος» Ἰανουάριος - Μάρτιος 2017, τεύχος 87